Οι εκκωφαντικές τοποθετήσεις από τις βουλευτίνες της Ν.Δ. Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη στη Βουλή για το Νομοσχέδιο συνεπιμέλειας που κατάρτισε ο υπουργός.. Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας ήταν το βασικό στοιχείο που χαρακτήρισε τη συνεδρίαση.
Η επιμονή του υπουργού στις ταχύτατες διαδικασίες με άρον άρον ψήφιση προδίδει την ένδεια των επιχειρημάτων του, ενώ οι αναφορές του σε δήθεν ανύπαρκτες προτάσεις, όταν όλοι οι βουλευτές της αντιπολίτευσης όπως και όλοι οι φορείς που ειδικεύονται στο οικογενειακό δίκαιο, οι γυναικείες οργανώσεις, οι οργανώσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά της βίας και πλήθος ειδικών επιστημόνων διατύπωσαν εμπεριστατωμένες προτάσεις και αντιρρήσεις, δείχνουν για πολλοστή φορά τον κυβερνητικό μονόλογο.
Ο υπουργός αρκετά εκνευρισμένος προσπάθησε ανεπιτυχώς να υποστηρίξει τις διατάξεις που υπαγορεύτηκαν από συγκεκριμένους κύκλους, ενώ το αδύναμο επιχείρημα ότι οι διαφωνίες εκφράζουν αντίθετες απόψεις αποδεικνύοντας την ορθότητα του νομοσχεδίου δεν έπεισε κανέναν. Το «στρίμωγμα» των 20 φορέων που κλήθηκαν να τοποθετηθούν μέσα σε λίγη ώρα δείχνει πόση σημασία δίνει η κυβέρνηση στην κοινοβουλευτική αυτή διαδικασία.
Τόσο υπερεπείγουσες διαδικασίες με υποτιθέμενο γνώμονα το συμφέρον του παιδιού μαρτυρούν μάλλον ακριβώς το αντίθετο. Τα οριζόντια μέτρα που προβλέπουν οι διατάξεις -λες και το παιδί είναι αριθμητική εξίσωση, όπως εύστοχα παρατήρησε η Μ. Γιαννάκου- αντί να μειώσουν είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε χειρότερες διενέξεις μεταξύ συζύγων ή συντρόφων που χώρισαν χωρίς κοινή συναίνεση και σε ακόμα μεγαλύτερο φόρτο τα δικαστήρια.
Ακόμα ο θεσμός της σχεδόν αναγκαστικής διαμεσολάβησης από άγνωστης εξειδίκευσης διαμεσολαβητές και δικαστές που καλούνται με μερικά σεμινάρια να υποκαταστήσουν τα ανύπαρκτα οικογενειακά δικαστήρια και τις ανύπαρκτες κοινωνικές δομές δεν αναμένεται να λύσει κομβικά προβλήματα όσο κι αν ο υπουργός δηλώνει ότι ο θεσμός αυτός είναι πλέον πολύ δημοφιλής.
Οι βουλευτίνες της Ν.Δ. με το γάντι, αλλά με ξεκάθαρες θέσεις, φέρνουν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση την κυβερνητική πλειοψηφία και παραμένει το ερώτημα πώς θα παρακαμφθούν οι διαφωνίες που προφανώς δεν διατυπώνονται μόνο από τις ίδιες.
Το επιτελικό κράτος, που ακόμα και σε τόσο ευαίσθητα ζητήματα και μάλιστα εκτός πανδημίας λειτουργεί σαν οδοστρωτήρας όλων των προοδευτικών νομοσχεδίων της δεκαετίας του ’80 και όχι μόνο, δεν πείθει για τα συμφέροντα που και εδώ κρύβονται πίσω του.
ΕΦ.ΣΥΝ. /'Aποψη