Γράφει ο Γιάννης Καφάτος
Η κυρία τάδε-ταδοπούλου που δίνει συνεντεύξεις ως η ψυχολόγος της δολοφονημένης Καρολάιν είναι ό,τι πιο αποκρουστικό, μετά την ίδια την δολοφονία, στην υπόθεση αυτή..
Χιλιάδες άνθρωποι εμπιστευόμαστε έναν ψυχολόγο, ψυχαναλυτή, ψυχίατρο – ειδικά τα τελευταία χρόνια.Είναι πολύ μεγάλο βήμα, μια μεγάλη προσωπική νίκη να καταφέρεις να ζητήσεις βοήθεια από έναν ειδικό. Και δεν μιλάω γενικά, μιλάω με απόλυτη προσωπική ευθύνη και εμπειρία.
Ο άνθρωπος που καταφεύγει σε έναν ειδικό έχει κάνει ένα πρώτο βήμα για την προσωπική του βελτίωση. Φυσικά απαιτούνται πολλά-πολλά βήματα, ειλικρίνεια και προσπάθεια για να μπορέσει κάποιος να βρει την ισορροπία που αναζητά. Αλλά για να πετύχεις τα λίγα ή τα πολλά που ελπίζεις είναι σημαντικό να χτίσεις μια σχέση εμπιστοσύνης με τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου.
Από τις πρώτες μέρες του φονικού στα Γλυκά Νερά, κάποια ΜΜΕ
ανακάλυψαν την ψυχολόγο και τότε πολλοί είχαμε αναρωτηθεί τι δουλειά
έχει να μιλήσει η ψυχολόγος στα ΜΜΕ.
Χθες η κυρία αυτή επανήλθε προσπαθώντας να μας πείσει ότι η Καρολάιν ήταν καλά.
Δηλαδή τι; Θα πήγαινε στην ψυχολόγο αν δεν είχε κάποιο πρόβλημα; Ή μήπως επειδή η επιστήμων απεφάνθη στα ΜΜΕ ότι «ήταν καλά» δεν της άξιζε να δολοφονηθεί – ενώ αν δεν ήταν…
Η κυρία αυτή στο δικό μου κώδικα αξιών είναι επίορκη και ντροπή για το επάγγελμά της. Προδίδει μια σχέση εμπιστοσύνης που ο «πελάτης», ο άνθρωπος που ζητά βοήθεια αγωνίζεται να χτίσει για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους δικούς του δαίμονες, φόβους, σύνδρομα.
Είναι άλλο να δώσει κατάθεση στην αστυνομία και άλλο να μιλάει για την πελάτισσα της στα ΜΜΕ.
Είναι φοβερό πώς τα «15 λεπτά δημοσιότητας» κάνουν κάποιους ανθρώπους να πέφτουν τόσο χαμηλά.
Και το χειρότερο είναι ότι με την συμπεριφορά της αυτή επηρεάζει ανθρώπους που ενώ θα ήθελαν να απευθυνθούν κάπου για βοήθεια, βλέποντας τον «μαρτυριάρικο» χαρακτήρα της μπορεί και να μην το κάνουν.
Έπινα καφέ την Κυριακή το πρωί και άκουσα τρεις νεαρούς να λένε στο διπλανό τραπέζι:
Άκουσες την ψυχολόγο, λέει ο ένας.
Την άκουσα, λέει ο άλλος (και εξήγησε τι είπε μιλώντας σε κάποια εκπομπή).
Και
ο τρίτος συμπλήρωσε: Γι’ αυτό δεν πάω εγώ σε τέτοιους. Δεν μπορώ να έχω
εμπιστοσύνη ότι θα πω κάτι και δε θα με καρφώσει στη μάνα μου, και δεν
ξέρω γω πού…
Αν ήταν σωστή επαγγελματίας, όση πίεση κι αν δεχόταν από «σαρκοφάγους» δημοσιογράφους θα μπορούσε να το ξεκόψει και να τους μιλήσει ακριβώς γι’ αυτή την ιδιαίτερη σχέση του «Ψ» με τον αναλυόμενο / πελάτη και να τους στείλει πίσω στα γραφεία τους.
Είναι πραγματικά θλιβερή η συμπεριφορά της αυτή και σίγουρα προσβάλει και τη μνήμη της δολοφονημένης Καρολάιν.
Καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένα κοινό που διψάει να μάθει για τα παθήματα των άλλων προκειμένου να κρύψει τις δικές του ανασφάλειες. Και μάλιστα το κοινό αυτό έχει «εκπαιδευτεί» από τις μαύρες σελίδες πολλών τα τελευταία τριάντα χρόνια – από τότε που η ιδιωτική τηλεόραση ξεκίνησε στην Ελλάδα – και πιο πρόσφατα με κάποιες ιστοσελίδες που αναζητούν «κλικ»
Θα περίμενα από μια επιστήμονα σε έναν μάλιστα τόσο ιδιαίτερο κλάδο να σταθεί στο ύψος του λειτουργήματός της. Τι κρίμα που μας βγήκε μαρτυριάρα για λίγα λεπτά δημοσιότητας.