Ο Παντελής Μπουκάλας τα λέει έξω από τα δόντια για την κατάσταση της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Στην ομιλία του στην ημερίδα της ΕΣΗΕΑ με θέμα «Δημοκρατία, δεοντολογία. ΜΜΕ και.. δημοσιογραφία» (26.5.2021), που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (30.05.2021), ο δημοσιογράφος
κάνει αναφορές στην υπαγωγή και της κρατικής τηλεόρασης στον πρωθυπουργό, τη συρρίκνωση της πολυφωνίας, τον ανενδοίαστο κομματισμό δημοσιογράφων που υποκρίνονται τους ανεξάρτητους, τη διακίνηση φέικ νιους από άλλους δημοσιογράφους που έγιναν βουλευτές ακριβώς χάρη σε αυτήν τη διακίνηση, τις πέτσινες λίστες και τον κατάφωρο μπερλουσκονισμό.
Ακολουθεί όλόκληρο το κείμενο της εξαιρετικής όσο και διαφωτιστικής ομιλίας του Παντελή Μπουκάλα για την δημοσιογραφία στην Ελλάδα:
«Στο εξής κάθου και γράφε»…
«Στο εξής κάθου και γράφε»…
Ας αρχίσουμε με ποίηση. Σατιρική. Με στίχους του Αλέξανδρου Σούτσου. Γράφτηκαν το 1831, σαν έμμετρη εναντίωση στο «τυποκτόνον ψήφισμα» του Ιωάννη Καποδίστρια, έκτοτε όμως απέκτησαν μια σχεδόν εμβληματική αξία, έστω κι αν συχνά τους θυμόμαστε λαθεμένα: «Είν’ ελεύθερος ο Τύπος φθάνει μόνο να μη βλάψεις / της Αρχής τους υπαλλήλους, / τους Κριτάς, τους Υπουργούς μας και των Υπουργών τους φίλους. / Είν’ ελεύθερος ο Τύπος φθάνει μόνον να μη γράψεις».
Με τον Σούτσο βρισκόμαστε στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Οταν η νεογέννητη ελληνική πολιτεία όφειλε να γεννήσει και τους θεσμούς της, όσους θα πραγμάτωναν το εγερτήριο όραμα της καθολικής ελευθερίας ή, αντίθετα, θα το περιέστελλαν, ίσως και μέχρις ακυρώσεως. Τίποτε δεν ήταν δεδομένο, πλην της ανεξαρτησίας ενός μικρού τμήματος του ελληνικού χώρου. Η ανεξαρτησία του Τύπου ήταν ένα από τα κρισιμότερα διακυβεύματα. Η Επανάσταση με τα Συντάγματά της, πάντως, είχε προικοδοτήσει τη χώρα με το πνεύμα των Φώτων και της Ελευθερίας.
Στον «Νόμο της Επιδαύρου», το Σύνταγμα του 1823, γίνεται για πρώτη φορά ρητή αναφορά στη λειτουργία του Τύπου, στους όρους και στις προϋποθέσεις της: «Οι Ελληνες έχουσι το δικαίωμα να κοινοποιώσι και άλλως πως, και διά των Τύπων, τας κρίσεις των, αλλά με τους ακολούθους τρεις όρους: α) Να μη γίνεται λόγος κατά της χριστιανικής θρησκείας. β) Να μη αντιβαίνωσιν εις τα αρχάς της ηθικής. γ) Να αποφεύγωσι πάσαν προσωπικήν ύβριν». Οι όροι επαναλαμβάνονται και στο Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος που ψήφισε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, το 1827. Οσον αφορά το δικαίωμα της δημοσίευσης, όμως, προστίθενται ορισμένες κρίσιμες λέξεις στο άρθρο 26: «Οι Ελληνες έχουσι το δικαίωμα χωρίς προ εξέτασιν να γράφωσι, και να δημοσιεύουσι διά του Τύπου ή αλλέως τους στοχασμούς και γνώμας των». Aπαγορευομένης της «προεξετάσεως», απαγορεύεται η λογοκρισία και επιβάλλεται η ελευθεροτυπία.
Η «προεξέτασις» ακριβώς είχε προκαλέσει τη ρήξη του Θεόκλητου Φαρμακίδη με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Φαρμακίδης, έμπειρος από τη θητεία του στον «Λόγιο Ερμή», φωτισμένος και φιλελεύθερος, ανέλαβε τη διεύθυνση της πρώτης εφημερίδας πολύ νωρίς μετά την έναρξη της Επανάστασης. Η «Σάλπιγξ Ελληνική», όμως, εξέδωσε μόλις τρία φύλλα, στην Καλαμάτα, τον Αύγουστο του 1821. Ο Φαρμακίδης αρνήθηκε το «δεσποτικόν μέτρον της προεξετάσεως» και η «Σάλπιγξ» σίγησε.
Τα ίδια τα περίφημα «Ελληνικά Χρονικά» του Ιωάννη-Ιάκωβου Μάγερ κινδύνευσαν να μην εκδοθούν ποτέ. Η προκήρυξη που προανήγγειλε την έκδοσή τους στο Μεσολόγγι την Πρωτοχρονιά του 1824, και στην οποία ο Μάγερ εξέφραζε την πίστη ότι «διά των σοφώς κυβερνωμένων Εφημερίδων οι Ελληνες θέλουσι διδαχθή περί των προόδων της ευνομίας και της κατά νόμους αυτονομίας των», εξόργισε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που επιχείρησε να παρεμποδίσει την έκδοση του φύλλου, με διάφορα προσχήματα. Το εγχείρημα σώθηκε χάρη στην επιμονή του Μπάιρον και του συνταγματάρχη Λέστερ Στάνχοπ, εκπροσώπου του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου. Ετσι, τα «Χρονικά» εκδόθηκαν, και μάλιστα τους τέσσερις πρώτους μήνες τυπώνονταν στο τυπογραφείο που είχε φέρει ο Μαυροκορδάτος.
Από Απομνημονεύματα αγωνιστών γνωρίζουμε ότι η πολιτικοστρατιωτική αρχή του Μεσολογγίου προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει το φιλελεύθερο πνεύμα του Μάγερ, πόλεμος ήταν άλλωστε. Το γεγονός όμως ότι μερικά φύλλα της εφημερίδας κατασχέθηκαν από την Κεντρική Διοίκηση, λόγω της κριτικής που ασκούσαν στα έργα ή στις παραλείψεις της, πιστοποιεί ότι ο Ελβετός πατέρας της νεοελληνικής δημοσιογραφίας, όσο και να λύγισε, δεν έσπασε.
Ξέρουμε, βέβαια, ότι συχνά οι προκηρύξεις ενάρετων αρχών και ευγενών προθέσεων, οι κώδικες χρηστής συμπεριφοράς, ακόμα και τα Συντάγματα, καταντούν κείμενα γραμμένα στο νερό. Κι έπειτα υπάρχει πάντα η δυνατότητα επίκλησης κάποιων αδιευκρίνιστων «έκτακτων αναγκών», η οποία προσφέρει τη δυνατότητα μείωσης ή παράκαμψης του καταστατικού Χάρτη. Για παράδειγμα, στις 26 Απριλίου 1831 η Γερουσία, παρά την αρχική άρνησή της, υποκύπτει στις αξιώσεις του Καποδίστρια και με ψήφισμά της επιβάλλει ασφυκτικούς λογοκριτικούς όρους στην άσκηση της δημοσιογραφίας. Οποιος, γράφοντας και δημοσιεύοντας, «εκίνει εις ανατροπήν των καθεστώτων προσωρινώς της Επικρατείας πραγμάτων» ή «προεκάλει εις απείθειαν προς τους νόμους» οδηγούνταν στη φυλακή ή πλήρωνε εξοντωτικό χρηματικό πρόστιμο. Να γιατί πήρε φωτιά ο Σούτσος.
Κώδικα δεοντολογίας έχουμε και σήμερα όσοι δημοσιογραφούμε, παρότι αρκετοί δηλώνουν άγνοια για τη μόλις 23 ετών ύπαρξή του, και άλλοι, εκ των πλέον επωνύμων, δηλώνουν διά των έργων τους την πλήρη, καγχαστική αδιαφορία τους. «Προεξέταση», πάντως, δεν έχουμε. Ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε και να λέμε. Ξέρουμε άλλωστε ότι στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι δεν απειλούνται από εξοντωτικές αγωγές. Δεν βλέπουν τα κείμενά τους να μη δημοσιεύονται, όταν δεν συμφωνούν με τη γραμμή της εφημερίδας, που αλλάζει κατά τον ιδιοκτήτη. Ούτε δολοφονούνται μπροστά στο σπίτι τους, όταν τολμούν να θίξουν τα κακώς, κάκιστα κείμενα του οργανωμένου εγκλήματος και της συνάφειάς του με απόστρατους ασφαλίτες.
Ξέρουμε επίσης ότι ουδείς θα σου χαρίσει περισσότερη ελευθερία από αυτήν που θα διεκδικήσεις. Οτι πολλές σπουδαίες ειδήσεις δεν θα έβλεπαν το φως αν δεν κάλυπτε τα ηθελημένα κενά της επίσημης δημοσιογραφίας, η δημοσιογραφία των πολιτών, η νεόφυτη άμισθη δημοσιογραφία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ξέρουμε, τέλος, ότι πέρυσι η χώρα μας έπεσε πέντε θέσεις στον πίνακα των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, όπου οι χώρες κατατάσσονται με κριτήριο τον δείκτη του σεβασμού τους στην ελευθεροτυπία: από την 65η στην 70ή θέση μεταξύ 180 χωρών. Ειδικά στην Ε.Ε. είμαστε τέταρτοι από το τέλος. Μόνο η Βουλγαρία είναι χειρότερη, η Μάλτα και η Ουγγαρία του Ορμπαν. Δεν είναι για να χαιρόμαστε. Είναι για να σκεφτόμαστε πόσους βαθμούς μάς στέρησαν η υπαγωγή και της κρατικής τηλεόρασης στον πρωθυπουργό, η συρρίκνωση της πολυφωνίας, ο ανενδοίαστος κομματισμός δημοσιογράφων που υποκρίνονται τους ανεξάρτητους, η διακίνηση φέικ νιους από άλλους δημοσιογράφους που έγιναν βουλευτές ακριβώς χάρη σε αυτήν τη διακίνηση, οι πέτσινες λίστες και ο κατάφωρος μπερλουσκονισμός.
Τελειώνω όπως άρχισα. Με Σούτσο: «Στο εξής κάθου και γράφε. Κάθου και κοπάνιζέ μας, / τραγουδάκια τύπωνέ μας. / Ο,τι πράγμα δεν σ’ αρέσει κι όποιον άνθρωπο θελήσεις / ημπορείς να σατιρίσεις. / Τι λοιπόν φυλάγεις! Πάρε το κονδυλομάχαιρό σου, / κονδυλάκια κόψε. Βάλε το χαρτί στο γόνατό σου. / Κόκκινη μελάνη θέλεις; Με την κόκκινη αρχίνα. / Απ’ το κόσκινο όλα πέρνα και κανέναν μη προσκύνα». Ανενδοίαστη η προτροπή: «Και κανέναν μη προσκύνα». Θα μπορούσε άραγε να τεθεί σαν μότο στον Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ; Μάλλον θα καταγγελλόταν σαν «προτροπή εις απείθειαν προς τους νόμους».
Με τον Σούτσο βρισκόμαστε στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Οταν η νεογέννητη ελληνική πολιτεία όφειλε να γεννήσει και τους θεσμούς της, όσους θα πραγμάτωναν το εγερτήριο όραμα της καθολικής ελευθερίας ή, αντίθετα, θα το περιέστελλαν, ίσως και μέχρις ακυρώσεως. Τίποτε δεν ήταν δεδομένο, πλην της ανεξαρτησίας ενός μικρού τμήματος του ελληνικού χώρου. Η ανεξαρτησία του Τύπου ήταν ένα από τα κρισιμότερα διακυβεύματα. Η Επανάσταση με τα Συντάγματά της, πάντως, είχε προικοδοτήσει τη χώρα με το πνεύμα των Φώτων και της Ελευθερίας.
Στον «Νόμο της Επιδαύρου», το Σύνταγμα του 1823, γίνεται για πρώτη φορά ρητή αναφορά στη λειτουργία του Τύπου, στους όρους και στις προϋποθέσεις της: «Οι Ελληνες έχουσι το δικαίωμα να κοινοποιώσι και άλλως πως, και διά των Τύπων, τας κρίσεις των, αλλά με τους ακολούθους τρεις όρους: α) Να μη γίνεται λόγος κατά της χριστιανικής θρησκείας. β) Να μη αντιβαίνωσιν εις τα αρχάς της ηθικής. γ) Να αποφεύγωσι πάσαν προσωπικήν ύβριν». Οι όροι επαναλαμβάνονται και στο Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος που ψήφισε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, το 1827. Οσον αφορά το δικαίωμα της δημοσίευσης, όμως, προστίθενται ορισμένες κρίσιμες λέξεις στο άρθρο 26: «Οι Ελληνες έχουσι το δικαίωμα χωρίς προ εξέτασιν να γράφωσι, και να δημοσιεύουσι διά του Τύπου ή αλλέως τους στοχασμούς και γνώμας των». Aπαγορευομένης της «προεξετάσεως», απαγορεύεται η λογοκρισία και επιβάλλεται η ελευθεροτυπία.
Η «προεξέτασις» ακριβώς είχε προκαλέσει τη ρήξη του Θεόκλητου Φαρμακίδη με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Φαρμακίδης, έμπειρος από τη θητεία του στον «Λόγιο Ερμή», φωτισμένος και φιλελεύθερος, ανέλαβε τη διεύθυνση της πρώτης εφημερίδας πολύ νωρίς μετά την έναρξη της Επανάστασης. Η «Σάλπιγξ Ελληνική», όμως, εξέδωσε μόλις τρία φύλλα, στην Καλαμάτα, τον Αύγουστο του 1821. Ο Φαρμακίδης αρνήθηκε το «δεσποτικόν μέτρον της προεξετάσεως» και η «Σάλπιγξ» σίγησε.
Τα ίδια τα περίφημα «Ελληνικά Χρονικά» του Ιωάννη-Ιάκωβου Μάγερ κινδύνευσαν να μην εκδοθούν ποτέ. Η προκήρυξη που προανήγγειλε την έκδοσή τους στο Μεσολόγγι την Πρωτοχρονιά του 1824, και στην οποία ο Μάγερ εξέφραζε την πίστη ότι «διά των σοφώς κυβερνωμένων Εφημερίδων οι Ελληνες θέλουσι διδαχθή περί των προόδων της ευνομίας και της κατά νόμους αυτονομίας των», εξόργισε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που επιχείρησε να παρεμποδίσει την έκδοση του φύλλου, με διάφορα προσχήματα. Το εγχείρημα σώθηκε χάρη στην επιμονή του Μπάιρον και του συνταγματάρχη Λέστερ Στάνχοπ, εκπροσώπου του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου. Ετσι, τα «Χρονικά» εκδόθηκαν, και μάλιστα τους τέσσερις πρώτους μήνες τυπώνονταν στο τυπογραφείο που είχε φέρει ο Μαυροκορδάτος.
Από Απομνημονεύματα αγωνιστών γνωρίζουμε ότι η πολιτικοστρατιωτική αρχή του Μεσολογγίου προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει το φιλελεύθερο πνεύμα του Μάγερ, πόλεμος ήταν άλλωστε. Το γεγονός όμως ότι μερικά φύλλα της εφημερίδας κατασχέθηκαν από την Κεντρική Διοίκηση, λόγω της κριτικής που ασκούσαν στα έργα ή στις παραλείψεις της, πιστοποιεί ότι ο Ελβετός πατέρας της νεοελληνικής δημοσιογραφίας, όσο και να λύγισε, δεν έσπασε.
Ξέρουμε, βέβαια, ότι συχνά οι προκηρύξεις ενάρετων αρχών και ευγενών προθέσεων, οι κώδικες χρηστής συμπεριφοράς, ακόμα και τα Συντάγματα, καταντούν κείμενα γραμμένα στο νερό. Κι έπειτα υπάρχει πάντα η δυνατότητα επίκλησης κάποιων αδιευκρίνιστων «έκτακτων αναγκών», η οποία προσφέρει τη δυνατότητα μείωσης ή παράκαμψης του καταστατικού Χάρτη. Για παράδειγμα, στις 26 Απριλίου 1831 η Γερουσία, παρά την αρχική άρνησή της, υποκύπτει στις αξιώσεις του Καποδίστρια και με ψήφισμά της επιβάλλει ασφυκτικούς λογοκριτικούς όρους στην άσκηση της δημοσιογραφίας. Οποιος, γράφοντας και δημοσιεύοντας, «εκίνει εις ανατροπήν των καθεστώτων προσωρινώς της Επικρατείας πραγμάτων» ή «προεκάλει εις απείθειαν προς τους νόμους» οδηγούνταν στη φυλακή ή πλήρωνε εξοντωτικό χρηματικό πρόστιμο. Να γιατί πήρε φωτιά ο Σούτσος.
Κώδικα δεοντολογίας έχουμε και σήμερα όσοι δημοσιογραφούμε, παρότι αρκετοί δηλώνουν άγνοια για τη μόλις 23 ετών ύπαρξή του, και άλλοι, εκ των πλέον επωνύμων, δηλώνουν διά των έργων τους την πλήρη, καγχαστική αδιαφορία τους. «Προεξέταση», πάντως, δεν έχουμε. Ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε και να λέμε. Ξέρουμε άλλωστε ότι στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι δεν απειλούνται από εξοντωτικές αγωγές. Δεν βλέπουν τα κείμενά τους να μη δημοσιεύονται, όταν δεν συμφωνούν με τη γραμμή της εφημερίδας, που αλλάζει κατά τον ιδιοκτήτη. Ούτε δολοφονούνται μπροστά στο σπίτι τους, όταν τολμούν να θίξουν τα κακώς, κάκιστα κείμενα του οργανωμένου εγκλήματος και της συνάφειάς του με απόστρατους ασφαλίτες.
Ξέρουμε επίσης ότι ουδείς θα σου χαρίσει περισσότερη ελευθερία από αυτήν που θα διεκδικήσεις. Οτι πολλές σπουδαίες ειδήσεις δεν θα έβλεπαν το φως αν δεν κάλυπτε τα ηθελημένα κενά της επίσημης δημοσιογραφίας, η δημοσιογραφία των πολιτών, η νεόφυτη άμισθη δημοσιογραφία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ξέρουμε, τέλος, ότι πέρυσι η χώρα μας έπεσε πέντε θέσεις στον πίνακα των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, όπου οι χώρες κατατάσσονται με κριτήριο τον δείκτη του σεβασμού τους στην ελευθεροτυπία: από την 65η στην 70ή θέση μεταξύ 180 χωρών. Ειδικά στην Ε.Ε. είμαστε τέταρτοι από το τέλος. Μόνο η Βουλγαρία είναι χειρότερη, η Μάλτα και η Ουγγαρία του Ορμπαν. Δεν είναι για να χαιρόμαστε. Είναι για να σκεφτόμαστε πόσους βαθμούς μάς στέρησαν η υπαγωγή και της κρατικής τηλεόρασης στον πρωθυπουργό, η συρρίκνωση της πολυφωνίας, ο ανενδοίαστος κομματισμός δημοσιογράφων που υποκρίνονται τους ανεξάρτητους, η διακίνηση φέικ νιους από άλλους δημοσιογράφους που έγιναν βουλευτές ακριβώς χάρη σε αυτήν τη διακίνηση, οι πέτσινες λίστες και ο κατάφωρος μπερλουσκονισμός.
Τελειώνω όπως άρχισα. Με Σούτσο: «Στο εξής κάθου και γράφε. Κάθου και κοπάνιζέ μας, / τραγουδάκια τύπωνέ μας. / Ο,τι πράγμα δεν σ’ αρέσει κι όποιον άνθρωπο θελήσεις / ημπορείς να σατιρίσεις. / Τι λοιπόν φυλάγεις! Πάρε το κονδυλομάχαιρό σου, / κονδυλάκια κόψε. Βάλε το χαρτί στο γόνατό σου. / Κόκκινη μελάνη θέλεις; Με την κόκκινη αρχίνα. / Απ’ το κόσκινο όλα πέρνα και κανέναν μη προσκύνα». Ανενδοίαστη η προτροπή: «Και κανέναν μη προσκύνα». Θα μπορούσε άραγε να τεθεί σαν μότο στον Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ; Μάλλον θα καταγγελλόταν σαν «προτροπή εις απείθειαν προς τους νόμους».