του Χρήστου Ξανθάκη
Το καλύτερο απ’ όλα μου το διηγήθηκε η φίλη μου η Μανίνα. Όχι από κοντά, γιατί αυτές τις μέρες κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω που έλεγε κι ο Φωτόπουλος. Τηλεφωνάκι δουλεύω κι όποιος.. αντέξει, μετά από δυο τεστάκια κορωνοϊού που έπιασαν εγκέφαλο οι μπατονέτες ας κάνω ένα διάλλειμα. Και μου λέει η Μανίνα στην άλλη άκρη της γραμμής ότι είχε πάει πριν από μερικές μερούλες για κάτι ψώνια εδώ στα ημιβόρεια προάστια και πέρασε μπροστά από ένα καφέ και σκέφτηκε «μισό, να πάρω ένα φρέντο η γυναίκα» και μπήκε στη σειρά και κοίταξε πλάι της και είδε δυο κυρίες, καλοντυμένες με τσάντες σινιέ, να έχουν ξηλώσει την ταινία την και καλά προστατευτική από τα καθίσματα του καταστήματος, αυτή που είναι σαν την αστυνομική στα εγκλήματα, και είχαν στρογγυλοκαθίσει και πήγε μια γκαρσόνα και τους είπε «μα, σας παρακαλώ, θα φάτε πρόστιμο» και απάντησε η μία σαραντάρα ευθαρσώς και δίχως να κουνήσει βλέφαρο:
«Εγώ θα κάτσω κι ας με γράψουν. Θα πληρώσω τρακόσια και χέστηκα…»
Μιλάμε τώρα για Μπουμπουλίνα του εικοστού πρώτου αιώνα, αν είχε συμπέσει η δράση της η αντιστασιακή με την 25η Μαρτίου, είμαι σίγουρος ότι θα την είχε αλαμπρατσέτα η Γιάννα στην παρέλαση!
Πέρα από πλάκα όμως, η κατάσταση έχει αρχίσει να γίνεται όλο και στριμόκωλη. Κάθε μεσημέρι, κάθε απόγευμα, κάθε βράδυ κυρίως μαζεύεται κόσμος σε πλατείες, σε πεζόδρομους σε πάρκα, τι κόσμος δηλαδή, ντουνιάς κανονικός, παρέες γεμάτος ο τόπος, πίνουνε, καπνίζουνε, γελάνε, κοπανιούνται, τους κυρίεψε η Άνοιξη που θα έλεγε και ο ποιητής. Η δίψα για ζωή κόντρα στο φόβο του θανάτου, ήταν αναμενόμενο ποιόν θα αναδείκνυε νικητή…
Και η ελληνική αστυνομία να φυλάει παγκάκια. Τιγκάρισε το δίκτυο από τις φωτογραφίες με αυτά τα καινούρια τα στρουμφάκια μέσα στις γαλάζιες τους στολές, δεν ξέρω καν πως στο δγιάλο τα λένε, να στέκονται μπαστακωμένα μπροστά απ’ τα παγκάκια της πλατείας Βαρνάβα, του Ρούπελ των πιτσιρικάδων, για να αποτρέψουν το γλέντι το παλαβωμένο και την ολονυκτία την οργιώδη. Μόνο ο Πρέκας έλειπε, να κροταλίζει το πολυβόλο και να φωνάζει «ελάτε να τα πάρετε»!
Φυσικά πήγαν αλλού οι νεαροί και οι νεαρές, φυσικά βολεύτηκαν αλλού οι νεαροί και οι νεαρές, φυσικά τακτοποιήθηκαν αλλού οι νεαροί και οι νεαρές. Γεμάτο πλατείες, παρκάκια και πεζόδρομους είναι το Λεκανοπέδιο της Αττικής, φίσκα είναι τα πορτοφόλια των μπαμπάδων από την απραξία του σόπινγκ τώρα στην καραντίνα, πάρε ταξί να πας παιδί μου, στο λεωφορείο μόνο μην μπεις θα κολλήσεις εκατό τοις εκατό. Και πάνε και ζούνε, αυτή τη ζωή που τους απέμεινε να ζήσουν…
Διότι, σε αντίθεση με όσα πιστεύουν οι κρατούντες, ελληνική νεολαία δεν είναι μόνο οι απόφοιτοι Κολλεγίου και Μωραΐτη και οι άλλοι οι σπουδαγμένοι που το σκάσανε έξω και πάθαμε μπρέη ντρέη. Ελληνική νεολαία είναι και χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, εκατονταδες χιλιάδες άλλα παιδιά που μετράνε τα βήματά τους στο τούνελ και κοιτάνε μπροστά και όχι φως δεν βλέπουν αλλά ούτε καν πυγολαμπίδες. Ούτε καν κατσαρίδες…
Αυτούς τους νέους και τις νέες λοιπόν, που ενσαρκώνουν από πάνω μέχρι κάτω το «δεν υπάρχει μέλλον» των Pistols, εγώ αρνούμαι να τους κρίνω. Να τους κατανοήσω προσπαθώ κι άμα μπορώ να δώσω και μια χείρα βοηθείας θα το κάνω. Ως τότε, ραμμένο το στόμα αγαπούληδες, εκτός κι αν μένετε ακριβώς από δίπλα απ’ το νταβαντούρι. Στην περίπτωση αυτή, δικαιολογούνται όλα τα καντήλια, ιδίως όταν το γυρνάει το πλήθος σε τραπ μετά τα μεσάνυχτα!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost