Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Η τύχη των αγωνιστών της Επανάστασης στο ελληνικό κράτος


Η περίπτωση του Κωνσταντή Παπαδημητρόπουλου

Του Περικλή Δημ. Καπετανόπουλου


Με την ευκαιρία της 25ης Μαρτίου 2021, δημοσιεύω σήμερα αναφορά του οπλαρχηγού καπετάν Κωνσταντή Παπαδημητρόπουλου (Καπετάν Ανδραβιδιώτη), προς τον Βασιλιά Όθωνα, το έτος 1841.
Ας ακούσουμε την φωνή ενός παραγνωρισμένου ήρωα και επαναστάτη, του σημαντικότερου.. οπλαρχηγού της πεδινής Ηλείας, ο οποίος από την αρχή μέχρι το τέλος της Επανάστασης έδωσε τα πάντα για την υπόθεση της Ανεξαρτησίας. Έδωσε την ψυχή, την υγεία, την περιουσία του, τον αδελφό του, τους δύο αδελφούς του πατέρα του.
Τα όσα μας αποκαλύπτει με την αναφορά του ο «παραγνωρισμένος, ήρωας, επαναστάτης και οπλαρχηγός», θα μπορούσαν να αποτελούν την προσωπική ιστορία καθενός από τους αγωνιστές του ΄21, γιατί οι βασιλικές Κυβερνήσεις δεν ασχολήθηκαν με το «δράμα των αγωνιστών που απελευθέρωσαν την Ελλάδα και την πείνα που τους έγδαρε».

Η αναφορά του καπετάν Ανδραβιδιώτη:
«Πενία καταμαστίζουσα πολυμελή οικογένειαν μου, έχουσα εις μόνον εμέ το στήριγμα της με βιάζει, Βασιλεύ, να υποβάλλω ευσεβάστως την παρούσαν μου, και δ’ αυτής επιστήσω. την εις εμέ αδικίαν γινομένην προ τοσούτου καιρού. Μεταξύ των λαβόντων μέρος εις την Ιεράν Επανάστασίν μας κατά την Ηλείαν, είμαι και ο αναφερόμενος, υπηρετήσας το κατά δύναμην. Παρευρεθείς εις την πρώτην μάχην του Χλουμουτσίου κατά των Οθωμανών Γαστουναίων, διετέλεσα εις όλας τας Πολιορκίας των Πατρών, ευρέθην εις το Μεσολόγγιον με τους υπ’ εμέ, όταν επολιορκείτο υπό του Ομέρ Βρυώνη, εκινήθην παντού, όπου εκάλει ανάγκη, εις τας κατά του Ιμπραήμ Πασσά μάχας, συνήψα μεθ’ ενός των (στρατιωτικών) σωμάτων του, πεισματώδη και άνισον μάχην εις Πόρτας, περί το βραχοτάμπουρον, όπου έχασα τον νεώτερον αδελφόν μου Χρήστον, το μόνον υποστήριγμα μου, και δύο από πατρός θείους μου, στείλας δε εις τον Άδην εκατόμβας εχθρών, ως βεβαιούται κοινώς, και απωλέσας την περιουσίαν μου, και μετ’ αυτής το δίπλωμα της Χιλιαρχίας μου, με το οποίον μ΄ετίμησεν η τότε Εθνική Κυβέρνησις.
Συνεισέφερα, Μεγαλειότατε, χρηματικώς, μισθοδοτών τους ακολουθούντας με στρατιώτας, και μη φαινόμενος αδιάφορος εις τους εράνους, οίτινες εθεσπίζοντο δια την ανάγκην της Πατρίδος μου.
Τέλος πάντων έπραξα, ότι έπρεπε, μείνας πτωχός και μετ’ εμού οκτώ άτομα της οικογενείας μου, δια την διατροφήν των οποίων αναγκάστηκα, γεωργών ιδίοις χερσί την γην ήδη, όθε η ηλικία μου προέβη.
Επισυνάπτω πιστοποιητικόν του ταγματάρχου κ. Δεληγιώργη, πιστοποιούν την ύπαρξην μου ως αξιωματικού επί της Επαναστάσεως μας, παρευρευθείς… εις τον αγώνα, και αντίγραφον διπλώματος μου, δι’ ου επί Κυβερνήτου εδιορίσθην αξιωματικός β΄κλάσεως, μισθοδοτούμενος από 60 φοίνικας κατά μήνα.
Όταν ευδοκήσατε, Μεγαλειότατε, να συστήσετε τας εξεταστικάς των εκδουλεύσεων επιτροπάς, εφρόντισα εις μεν την πρώτην να διευθύνω τα έγγραφα μου και έκθεσιν των εκδουλεύσεων μου, και εις την δευτέραν επανηλλειμένως ανέφερον, εξαιτήσας την βαθμολογίαν μου, την οποίαν ως επληροφορήθειν έλαβον, σημειωθείς εις την τάξιν των ταγματαρχών, αλλά χείρ ανόσιος εξήλειψε το όνομα μου από το Μητρώον, θέσασα άλλο, για να με φέρει εις την πλέον δύστηνον κατάστασιν.
Δεν μοι μένοι άλλη ελπίς, παρ’ η προς την Υ.Μ προσφυγή, δια να δικαιωθώ (δυσανάγνωστος λέξη) επι τούτων. Ευαρεστηθείτε, Μεγαλειότατε, να εξετάσητε τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου περί εμού, και θέλετε εύρη την κοινήν ομολογίαν των αναφερομένων μου και ίσως περί πλειοτέρων, αφ’ όσα εγώ αναφέρω.
Η Διοίκησις της Ηλείας αφ’ ετέρου είναι εκτενώς πληροφορημένη περί της πρώτης καταστάσεως της οικογενείας μου, των εκδουλεύσεων μου, και της ήδη δυστυχίας εις ην διάκειμαι και δεν φέρω αμφιβολία ότι θέλει δώσει τας αληθεστέρας πληροφορίας. Και μολοταύτα, Βασιλεύ, αδικούμαι και η γενειθήσα εις εμέ αδικία, φέρει εις όλεθρον οκτώ μέλη της οικογενείας μου, καταμαστιζόμενα υπο πενίας, και εμέ μέχρι τέλους, μη δυνάμενος ν’ αδιαφορώ εις την καταστασίν μου…»

Ο διοικητής Ηλείας Α. Κριεζής παίρνοντας στα χέρια του την αναφορά, και πριν την διαβιβάσει προς την Κυβέρνηση, ερευνά για να διασταυρώσει αν είναι αληθή ή όχι, όσα εμπεριέχονται σε αυτήν. Μόνο αφού ολοκλήρωσε την ερευνά του, όπως ο ίδιος ομολογεί στο διαβιβαστικό του έγγραφο, υπογράφει πιστοποιώντας ως αληθείς τις πληροφορίες που συγκέντρωσε ο ίδιος.
Ποιες ήταν οι πιθανές πηγές από τις οποίες άντλησε τις πληροφορίες του ο διοικητής;
-Πρώτα-πρώτα οι παλιοί καπετάνιοι, που ζούσαν ακόμα, είχαν συμπολεμήσει, και άρα γνώριζαν, από «πρώτο χέρι» τον παλιό αγωνιστή. Από αυτούς πήρε τις πρώτες πληροφορίες.
-Έπειτα ζήτησε αναφορές από τους παράγοντες των τόπων που ο αγωνιστής ανέφερε ότι είχε πολεμήσει.
-Τέλος συμβουλεύτηκε το αρχείο της τοπικής διοίκησης και κατέληξε, συνεκτιμώντας τα, ότι όλα όσα αναγράφονται στην αναφορά, είναι αληθή. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας του, πιστοποιεί την αλήθεια των όσων γράφει στην αναφορά ο καπετάνιος και την στέλνει υπηρεσιακώς στην Κυβέρνηση:
«Προς την Επί των Εσωτερικών Β. Γραμματεία της Επικρατείας
Περί εκδουλεύσεων του αρχαίου οπλαρχηγού…
…Ο ανωτέρω (αγωνιστής) υπήρξεν εις εκ των παλαιών στρατιωτικών, διακινδυνεύσας καθ΄όλον τον καιρόν της Επαναστάσεως, απωλέσας σημαντικήν περιουσίαν, ως και αυτόν τον αδελφόν και πολλούς συγγενείς του…Συνοδεύω την αναφερόμενην αναφοράν του, με τας ακολούθους παρατηρήσεις μου εξηγούμενες από όσες αληθείς πληροφορίες περί τούτου έλαβον.
Πριν της Επαναστάσεως, η οικία του αναφερομένου, ήτο εις καλήν κατάστασιν κατά την επαρχίαν Γαστούνης. Άμα άρχισεν η Επανάστασις ούτος μετά του φονευθέντος, εις την μετά των Αράβων μάχην εις Πόρτας Σανταμερίου, αδελφού του Χρήστου, έλαβον τα όπλα και οδηγούντες μέγαλον αριθμόν πολεμιστών, επολέμουν όπου ήτο η ανάγκη και εν τούτοις μέχρι της αποκαταστάσεως των πραγμάτων.
Υπήρξεν (ο αναφερόμενος) πάντοτε εν υπολήψει οπλαρχηγός με πολλούς στρατιώτας υπό τας οδηγίας του, εξακολουθών με ζήλον και εξοδεύων εξ΄ιδίων…
Η Κυβέρνησις του Καποδιστρίου γνωρίσασα τας πολυσχιδής θυσίας του στρατιωτικού τούτου, διώρισε αυτόν αξιωματικόν β΄ Τάξεως, υπό μισθόν 60 φοινίκων. Αλλά καίτοι δικαίως έπρεπε να ανταμοιφθεί από τις κατά καιρούς Εξεταστικάς Επιτροπάς, μολαταύτα ούτε το Αριστείον απενεμήθη εις αυτόν και ούτω πως εισήλθεν εις τοιαύτην πενίαν, ώστε ιδίοις χερσίν εβιάσθη να καλλιεργεί την γην εις προκεχωρημένην ηλικίαν…
Παρακαλούμεν να διαβιβάσετε προς την Α.Μ την αποστελλομένην αναφοράν του αρχαίου τούτου στρατιωτικού, μετοχετεύουσα τας πλήρεις και αληθείς παρατηρήσεις μου, δια να δικαιωθεί ο άνθρωπος του οποίου, η από την γέννησίν του και μέχρι τούδε, η διαγωγή του ήτο ανεπίληπτος και αι διακεκριμένες στρατιωτικές του εκδουλεύσεις άξιαι δικαίας ανταμοιβής.
Ο Διοικητής Ηλείας
Α.Κριεζής
Η φωνή του γέρου αγωνιστή και προμάχου της Πατρίδος, απηχούσε όλους εκείνους τους αγωνσιτές του 1821 που γνώρισαν την περιφρόνηση από την διοίκηση της Οθωνικής περιόδου, αλλά και από του Γεωργίου του Α΄.
Τελικά ο καπετάν Κωνσταντής πέθανε αδικαίωτος και πένης, όπως σημειώνει 24 χρόνια αργότερα, σε αναφορά του προς την « Σεβαστήν επί των Στρατιωτικών Εκδουλεύσεων Επιτροπήν του Αγώνος» το 1865, ο γιός του Δημήτριος. «Ο πατέρας του εισήλθεν εις τον τάφον κατά το 1856 αδικημένος…Τοιαύτη υπήρξεν η μοίρα των μεγάλων της Πατρίδος προμάχων…». Αυτή ήταν η τελευταία επιτροπή που εξέτασε παρόμοια αιτήματα, παλιών αγωνιστών και των κληρονόμων τους.

Οι αγωνιστές του '21

Για την κατάσταση των αγωνιστών και των οικογενειών τους γράφει ο Γιάννης Μακρυγιάννης:
«…Διά τους αγωνιστάς και χήρες κι’ ορφανά και δια κείνους οπού θυσίασαν το εδικό τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήτον νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακονιαραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα δι’ αυτούς όλους, είναι φτωχή, και δια τον Αρμασπέρη έχει, οπούρθε ψωριασμένος κόντης κι’ έφυγε μ’ ένα μιλιούνι τάλαρα κι’ αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπον και τον έβγαλε «Ελλάς» και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες αυτός και οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας; Πού’ ναι τόσα μιλιούνια δάνεια, πού είναι οι πρόσοδοι, πού ‘ναι οι καλύτερες γες, πού ‘ναι οι μύλοι, πού ‘ναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, πού είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα; Ο Αρμασπέρης με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν, κι αυτήνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα. Ποιους θα επιστηρίξης εδώ οπούρθες και ποιους θα προδώσης;
-Πού το τζάκισες αυτό το χέρι;
-Στο Μισολόγγι, μου λέγει.
-Πού το τζάκισα εγώ αυτό;
-Στους Μύλους του Αναπλιού.
-Διατί τα τζακίσαμεν;
-Διά την λευτεριά της πατρίδος.
-Πού ‘ναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη;»


Όμως παρά το σκληρό πρόσωπο που έδειξε απέναντι τους η Αντιβασιλεία, οι περισσότεροι αγωνιστές, δεν καταδέχτηκαν να πάρουν τ’ άρματα εναντίον της Πατρίδας την οποία λευτέρωσαν με τόσο αίμα και θυσίες. Συνέχιζαν να ελπίζουν και να γράφουν στον Όθωνα, για την άθλια κατάσταση πενίας στην οποία είχαν περιέλθει.
Την ίδια περίοδο οι τυχοδιώκτες που έφταναν στην Ελλάδα, προβιβάζονταν σε βαθμούς ανώτερους των Ελλήνων και των Φιλελλήνων που το σώμα τους ήταν γεμάτο ουλές από τις μάχες με τον εχθρό. Την ίδια σκληρή αντιμετώπιση είχαν και πολλοί από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης, κι ανάμεσα τους ο Νικηταράς, ο Γιάννης Θεοφιλόπουλος (Καραβόγιαννης), ο Γιάννης Μακρυγιάννης, και χιλιάδες άλλοι μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές.
Για την φύση, του βαυαρικού καθεστώτος ο καθηγητής Νικ.Ι. Πανταζόπουλος, γράφει ότι: «Η περίοδος της Απολύτου Μοναρχίας, διαρκέσασα επί δωδεκαετίαν, αν δεν δύναται να χαρακτηρισθή καθ’ εαυτήν ως ξενική κατάκτησις, οπωσδήποτε παρουσιάζεται ως επίπτωσις προγενεστέρας, δηλαδή της τουρκικής κατακτήσεως».
Ο αγώνας των απλών ανθρώπων, των ανώνυμων αγωνιστών του ’21, έμεινε κοινωνικά αδικαίωτος. Εκατόν είκοσι ένα χρόνια αργότερα ενέπνευσε τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης την περίοδο της Κατοχής (1941-1944) για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Σήμερα 200 χρόνια μετά το 1821, ανάμεσα στους πανηγυρικούς λόγους και τις τυμπανοκρουσίες, τα βεγγαλικά και τα κάθε λογής «αφιερώματα», ας αναρωτηθούμε αν δικαιώθηκαν οι αγώνες των Επαναστατών του 1821 για « Γη και Ελευθερία» και σε ποιο βαθμό μπορεί να είναι ακόμα επίκαιρα ορισμένα από τα προτάγματα εκείνης της εποχής.
  • O Περικλής Δ. Καπετανόπουλος είναι δημοσιογράφος / Tο κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη των ανδρών και γυναικών της Ανδραβίδας και της πεδινής Ηλείας, που πολέμησαν και θυσιάστηκαν στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821.