Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Ολίγες φιλοδοξίες για ηγεμονία και αντίσταση στον αυταρχισμό…


O Κουφοντίνας, η ΕΡΤ και το έλλειμμα δημοκρατίας

του Χρήστου Ξανθάκη 

Αυτό είναι ένα ιστορικό ανέκδοτο που μου διηγήθηκε κάποτε ο κολλητός μου ο Άγγελος Μαστοράκης –ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του.
Είμαστε λοιπόν λίγο καιρό μετά τη μεταπολίτευση (η αρχή όλων των δεινών, για τους φιλελέδες) και.. όπως συνηθιζόταν εκείνον τον καιρό για ψύλλου πήδημα τσουπ και μια συναυλία. Μικροί μεγάλοι στα καφενεία με κάθε αφορμή και φυσικά πρώτοι και καλύτεροι οι συνθέτες που είχαν δώσει δείγματα αντιχουντικού αγώνα. Έστω και όχι τόσο ανοιχτά, έστω και κλείνοντας απλώς το ματάκι στους αντιστασιακούς.
Ένας λοιπόν εξ αυτών, είναι να τη δώσει τη συναυλιάρα του, έχει οργανώσει την ορχήστρα του, έχει προβάρει τα τραγούδια του, έχει σενιάρει τους τραγουδιστές του, όλα κομπλέ. Παραμονές ωστόσο της μεγάλης βραδιάς, αναπάντεχο συμβάν:
Αρρωσταίνει ο ντράμερ!
Και άντε να βρεις τώρα άνθρωπο να τα μάθει τα τραγούδια όλα από την αρχή και να συντονιστεί με τους υπόλοιπους και να μπει στο νόημα αμέσως. Θυμάται όμως ο κιθαρίστας που ήταν κάπως σαν αρχηγός της μπάντας έναν γνωστό του από ορχήστρα κλασική με σπουδές γαμάτες, τον βρίσκει, τον φέρνει, σαΐνι αυτός, στρώνεται όλη νύχτα, την άλλη μέρα είναι πανέτοιμος. Ξεφυσάνε ανακουφισμένοι οι υπόλοιποι, πάνε στο χώρο της συναυλίας, στήνουνε, οργανώνονται, αρχινάει το στόρι, προχωράμε παιδιά, ξαφνικά στο τρίτο τραγούδι αρχίζει και κοπανάει ο καινούριος ντράμερ:
Ντάπα, Ντούπα, Ντάπα, λες και γίνεται πόλεμος!
Τον ακούει ο κιθαρίστας, τρελαίνεται, κόψε ρε του κάνει νόημα, κόβει αυτός.
Αλλά ξανά μανά το ίδιο βιολί μετά από δυο - τρία τραγούδια, άντε πάλι νοήματα, δώστου κοπάνημα, αγωνία, ιδρώτας, ασταδγιάλα, φτάνει τέλος πάντων το διάλλειμα, πάνε στ’ αποδυτήρια, τον πιάνει τον ντράμερ ο κιθαρίστας, τον βουτάει απ’ τον γιακά, του τα χώνει:
Ρε μαλάκα, του λέει, γιατί χτυπιέσαι;
Τι να κάνω, του απαντάει ο άλλος. Αφού μου δίνει φόρτε ο μαέστρος.
Και λοιπόν, του λέει ο κιθαρίστας. Άστον να δίνει. Αυτός τη δουλειά του κι εσύ τη δουλειά σου. Ξηγηθήκαμε;
Και ξηγηθήκανε μια χαρά και τα βρήκανε και κατάλαβε ο ντράμερ τι παιζότανε και κύλησε μια χαρά χαρίτσα το δεύτερο μέρος της συναυλίας δίχως παρατράγουδα.

Τι θέλω να πω; Θέλω να πω ότι στην περίπτωση Κουφοντίνα, υπήρχαν δύο διαφορετικές «δουλειές». Η δουλειά του έγκλειστου μπιστολά που, όπως και ο μαέστρος του ανέκδοτου, έδινε φόρτε στις φιλοδοξίες του για ηγεμονία και η δουλειά του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα που, όπως και ο ντράμερ του ανεκδότου, παραλίγο να τα κάνει θάλασσα αλλά βρήκε το δρόμο του και προχωράει ακάθεκτο.
Γιατί δεν ήταν ποτέ για τον Κουφοντίνα τον ίδιο η διαμαρτυρία στους δρόμους και στις πλατείες, όπως δεν ήταν πριν από έτη πολλά για την ΕΡΤ την ίδια. Η φωνή, η κραυγή, η γροθιά ήταν και θα είναι πάντα για το έλλειμμα δημοκρατίας, για τον αυταρχισμό, για τον σκοταδισμό. Για το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» της κάθε εξουσίας που δεν βλέπει τίποτα πέρα απ’ τις παρωπίδες της. Για την ελάχιστη αξιοπρέπεια του κάθε ανθρώπου και την ακόμη πιο ελάχιστη δυνατότητά του να καθορίζει τη μοίρα του. Για την ελπίδα που απέμεινε στο κουτί της Πανδώρας, όταν έφυγαν και πήγαν βόλτα όλα τα καλά. Για το τελευταίο απομεινάρι της ελπίδας, πριν καταλήξουμε όλοι ένας ζοφερός πολτός που θα βρωμάει από χιλιόμετρα. Ήρθαμε, είδαμε και θα νικήσουμε!