Βλέπω, μακριά από το τηλεοπτικό κοντρόλ που ήταν το δεύτερο σπίτι μου για πολλά χρόνια, τις εκπομπές από το Σάββατο που ο Αλέξης Κούγιας ανέλαβε την υπεράσπιση του Λιγνάδη και θυμάμαι.. φοβερές σκηνές από τον εργασιακό μου βίο. Και παράλληλα σκέφτομαι, κάνοντας την αυτοκριτική μου.
Η πίεση και η αγωνία να έχεις το «πρόσωπο» της ημέρας, το βασικό πρόσωπο για το θέμα, την ώρα που ο ανταγωνισμός ήταν πάντα έντονος δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο μπορεί την ώρα που τηλεφωνούσες για να βγάλεις στον αέρα την όποια «πριμαντόνα» σχεδόν όφειλες να έχεις στην εκπομπή – και πού στο είχε υποσχεθεί ότι θα βγει στον αέρα – να σε παίρνουν τηλέφωνα, να σου στέλνουν μηνύματα, να σου φωνάζουν, να φωνάζεις κι εσύ στον εαυτό σου: γιατί δεν έχουμε κι εμείς τον «ήρωα» της ημέρας; Δεν το λέω σε μια λογική εργασιακής κακοποίησης, μην παρεξηγηθώ μέρες που είναι.
Καλεσμένοι τύπου «πριμαντόνας» συνήθως έκαναν τη γύρα τους σε όλες τις εκπομπές για να τα έχουν καλά με όλους, και κυρίως τα μεγάλα κεφάλια των καναλιών. Απλώς μπορεί να σου έβγαζαν το λάδι, το γάλα της μάνας σου και ό,τι άλλο ψυχοφθόρο μπορείς να σκεφτείς μέχρι να δεήσουν να σου πουν «Ναι πέρασέ με στον αέρα».
Ο κ. Κούγιας είχε μάθει από παλιά, στα μέσα, λοιπόν να είναι πάντα στο επίκεντρο και να συμπεριφέρεται ωσάν να σου έκανε χάρη που έβγαινε για να κάνει το κομμάτι του με φερετζέ την ενημέρωση.
Όλοι θέλουν τον καλεσμένο που θα κάνει καλύτερα νούμερα τηλεθέασης και υπήρξαν περιπτώσεις που δεν ενδιέφερε ποιος ήταν αυτός αρκεί να ήταν στον αέρα «σου».
Το έργο που βλέπουμε σήμερα και όλες αυτές τις μέρες με τον κ. Κούγια να εμφανίζεται τηλεφωνικά σε κάθε κανάλι να απαγγέλει το λόγο του (σεξιστικό, ομοφοβικό, ρατσιστικό) και μόλις τολμάει ο δημοσιογράφος να κάνει μια ερώτηση που τον στριμώχνει να τα βροντάει και να φεύγει, δεν είναι προσωπικό του επίτευγμα. Είναι το δείγμα μιας λάθος δημοσιογραφικής λογικής.
Η περίπτωση του «βροντάω και φεύγω» δεν αφορά μόνο στον κ. Κούγια, απλώς αυτός το έχει κάνει επιστήμη. Μας συνέβαινε και με άλλους είτε τους είχαμε στο τηλέφωνο, είτε στο στούντιο. Όταν μάλιστα ήταν στο στούντιο οι αποχωρήσεις ήταν πολύ θεατράλε και συνήθως τα σχετικά βίντεο έπαιζαν μετά σε κουτσομπολίστικες και σατιρικές εκπομπές κι από την εμφάνιση του διαδικτύου και μετά ακόμη περισσότερο.
Ο καλεσμένος που τα βροντάει και φεύγει θα μπορούσε να είναι ένα εύσημο στο δημοσιογραφικό κόσμο αλλά δυστυχώς δεν είναι έτσι, ή τουλάχιστον δεν είναι έτσι τις περισσότερες φορές.
Οι δημοσιογράφοι, οι συντελεστές των καναλιών, οι παρουσιαστές, οι αρχισυντάκτες είχαμε καλομάθει τις διάφορες μούρες που καλούσαμε και τους αφήναμε να μιλάνε και όταν όφειλαν να απαντήσουν στο ερώτημα που ήταν το επίμαχο, αυτό που απασχολούσε και τον κόσμο, τα βρόνταγαν κι έφευγαν. Το χειρότερο δε ήταν ότι τους ξανακαλούσαμε και έτσι τους καλομαθαίναμε. (οκ υπήρχαν κι αυτοί που έφευγαν γιατί δεν τους άρεσε ο έτερος καλεσμένος ή τους εκνεύριζε, αλλά αυτή είναι άλλης κατηγορίας σκέψη)
Κι έτσι κάναμε ακόμη ένα λάθος. Δεν εκπαιδεύαμε στο δημοσιογραφικό βάσανο τον καλεσμένο. Αντιθέτως τον εκπαιδεύαμε στο κανάκεμα δίνοντας του μεγαλύτερη αξία από αυτή που πραγματικά είχε και παράλληλα του κάναμε και τη διαφήμισή του. Έτσι πολύς κόσμος έκανε καριέρα, έγινε διάσημος, έγινε βουλευτής, έγινε ακόμη κάποιος που δεν σεβόταν τη δημοσιογραφία και την (χαμένη) τιμή της.
Δεν μιλάω ως γκουρού και άμωμος, μιλάω ως συμμέτοχος σε αυτό το γαϊτανάκι τύπων που τους κάναμε ανθρώπους (δεν αναφέρομαι στον κύριο Κούγια, γενικά μιλώ να μην παρεξηγηθώ) και σιγά σιγά για να μην πάθουμε εγκεφαλικά κάναμε τα πάντα για να δίνουμε βήμα σε αυτούς που νομίζαμε ότι ήταν το επίκεντρο ενός θέματος χωρίς να τους στριμώχνουμε δημοσιογραφικά και χωρίς ποτέ να τους τιμωρούμε διά της αφάνειας.
Γιάννης Καφάτος / viewtag