Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Η Νέμεσις θα έρθει απ’ τα δεξιά;

Τώρα που φτάνει ο κόμπος στο χτένι, ας δούμε ποιος νοιάζεται για τους νόμους


του Χρήστου Ξανθάκη

Το είχα γράψει, δεν μπορείς να πεις ότι δεν το είχα γράψει. Πριν από πεντέμιση χρόνια, εκεί στον Ιούλιο του 2015, λίγες μέρες πριν από το δημοψήφισμα. Εδώ στο Newpost το είχα πει ότι το.. αποτέλεσμα θα το κρίνουν οι δεξιοί. Διότι η αριστερά στην Ελλάδα είναι ένα δέκα-δεκαπέντε τοις εκατό (λυπούμαι κύριε Λαφαζάνη μου, αλλά…), η κεντροαριστερά είναι κάνα εικοσπεντάρι, βαριά, πολύ βαριά τριαντάρι, οι ανάρχες δεν ψηφίζουν, οι φιλελέδες είναι μισθοφόροι, οπότε τι μας απομένει; Ένα πολύ συμπαγές σώμα που ξεκινάει από τις παρυφές του κέντρου και φτάνει ως τη σκιά των μελανοχιτώνων. Αυτό που λέμε δεξιά στην Ελλάδα, αυτούς που λέμε δεξιούς στην Ελλάδα.
Οι οποίοι Έλληνες δεξιοί, δεν είναι και τόσο υπάκουα ανθρωπάκια όπως τους θέλει ο μύθος. Εννοείται ότι στηρίζουν την παράταξη, εννοείται ότι δεν γουστάρουν τους απέναντι, ενίοτε όμως θυμίζουν κατσίκια και όχι πρόβατα. Όπως στην περίπτωση του δημοψηφίσματος δηλαδή που ξύπνησε μέσα στον Έλληνα δεξιό ο γκιουλέκας, που ξύπνησε μέσα στην Ελληνίδα δεξιά το τσαμπούκι, και είπαν «σάλτα γαμήσου Ευρωπαίε, που θα μου πεις εσύ τι θα κάνω στο τσαρδί μου». Και το αποτέλεσμα το είδαμε, με την μία πλευρά να αποκομίζει 62 % ενώ η άλλη έλαβε μόλις το 38 %. Και ακόμη δεν μπορούν να το χωνέψουν τα δόλια, τέτοια κεραμίδα ούτε ο Κοκός με την δική του κάλπη… Ας μείνουμε ωστόσο στο προκείμενο. Στην ψυχολογία της ελληνικής δεξιάς, που έχω την εντύπωση ότι εκφράζεται από κάτι που μου είχε πει ο αδερφικός μου φίλος, και ντούρος, δεξιός ο Βασίλης.
Με δικά του λόγια: «Εγώ Χρηστάρα, θέλω να γίνεται παιχνίδι, θέλω οικονομία ελεύθερη και κίνηση. Αλλά δεν θέλω να γίνεται παιχνίδι άνευ όρων. Θέλω, ρε φίλε, να ‘ναι κάπως σαν το μπιλιάρδο. Να ρίχνεις τις στεκιές σου και τις καραμπόλες σου, αλλά στο τραπέζι μέσα, όχι στο δρόμο ή στο πεζοδρόμιο. Να υπάρχει ένα πλαίσιο. Κι άσε με εμένα ύστερα, να κάνω τα κουμάντα μου»!
Τον ξαναθυμήθηκα τον Βασίλη χτες που διάβαζα την δεύτερη επιστολή του δικηγόρου Θέμη Σοφού για τον Κουφοντίνα. Όπου φιλοξενούσε στο κείμενό του ο λειτουργός της Θέμιδος και ένα απόσπασμα δημοσιογραφικού κειμένου σχετικό με τον απεργό πείνας. Εκεί, ξεχώριζε η χαρακτηριστική φράση του συναδέλφου: «Ουδείς ενδιαφέρεται για τους νόμους». Αναφερόταν στην κατά τον ίδιο συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου που δεν νοιάζεται για τη μοίρα του Κουφοντίνα και δεν θα λυπηθεί αν πάθει κάτι κλπ. κλπ. Το οποίο είναι σαφώς κατανοητό, γούστο τους και καπέλο τους και λογαριασμό δεν θα μας δώσουν. Μάλιστα.
Αλλά το «ουδείς ενδιαφέρεται για τους νόμους», ότι χεστήκαμε δηλαδή αν αυτό που γίνεται με τον απεργό πείνας πάει κόντρα στη νομοθεσία, γιατί δεν υπάρχει νομοθεσία, δεν υπάρχουν νόμοι, δεν υπάρχουν δικαστήρια, λυπούμαι πολύ δεν είναι νοοτροπία, δεν είναι αντίληψη, δεν είναι σκέψη, είναι ζούγκλα. Είναι η αποκτήνωση μιας οργανωμένης κοινωνίας, που επιστρέφει στις σπηλιές και στη βαρβαρότητα. Εκεί όπου ο Νεάντερταλ κράδαινε το ρόπαλο και κοπάναγε τους εχθρούς στην κεφάλα μέχρι να γίνει θρύψαλα το κρανίο. Ενδιαφέρον ως άποψη δεν λέω και είμαι σίγουρος ότι κάποιοι συμπολίτες μας το βρίσκουν γοητευτικό, αλλά έχω την εντύπωση ότι προκαλεί ανατριχίλες και ρίγη σε όσους Έλληνες δεξιούς διαθέτουν την ελάχιστη έστω συνείδηση. Και δεν επιθυμούν να γίνουμε Τουρκία, στα βήματα του σουλτάνου Ερντογάν

- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost