Τον Τάσο Θεοδωρόπουλο τον γνώρισα το 2004, όταν πήγε εκείνη που κοιμάται πλάι μου ν' αναλάβει το Nitro.
Πολύ σύντομα έγινε ο ευνοούμενος της, την αγάπησε τρελά κι αυτός, κάναμε παρεάκι, εμένα μ' έλεγε «Φραουλίνο».
Ύστερα το 'σκασε το κορίτσι απ' την ΙΜΑΚΟ, αλλά δεν χαθήκαμε, όλο και σε κάποιο μπαρ, σε κάποιο σουαρέ, σε κάποια μάζωξη θα βρισκόμασταν.
Για να γελάσουμε, για να κάνουμε πλάκα, για να κουτσομπολέψουμε και για να τσακωθούμε φυσικά!
Γιατί άμα δεν τσακωνόσουν με τον Τάσο, κανονικά δεν υπήρχες στη ζωή του, όπου σε πρώτο πλάνο κυριαρχούσε ο καυγάς.
Κι αφού είχες γίνει μαλλιοκούβαρο, ερχόταν μ' εκείνα τα μεγάλα μάτια, τα πάπι άιζ, να σε κοιτάξει και να σου κάνει χαρές. σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Ξαναβρεθήκαμε αργότερα εδώ δίπλα στο Provocateur, γράφαμε ο καθένας τη γκαβλάντζα του, χαθήκαμε κι από εκεί, χανόταν όλο και περισσότερο ο Τασούλης, αυτή η πιάτσα η δημοσιογραφική, η πιάτσα της επικοινωνίας δεν τον χώραγε. Μαζί με τη χρυσή εποχή των περιοδικών, χάθηκε και η δική του όρεξη και ορμή για ζωή...
Γιατί ο Τάσος ήταν λίγο σαν τον Ζίγκυ, που ήρθε από άλλο πλανήτη για να δει πως είναι τα πράγματα εδώ.
Αιωνίως νεανίας, αιωνίως τσόγλανος, αιωνίως ευαίσθητος σε μια εποχή που ανέχεται μόνο τους σκληρόπετσους.
Δεν μπορούσε να το αντέξει πια...
Μια εποχή ολόκληρη κλείνει με το θάνατο του Τάσου, η εποχή της ανεμελιάς, της ζούρλιας, της φαντασμαγορίας στα ελληνικά media.
Όταν μπορούσες να ζωγραφίσεις με την πέννα σου τοπία εξώκοσμα και να σε πληρώνουν κιόλας γι' αυτό.
Τώρα σε πληρώνουν για δέκα αναρτήσεις την ώρα. Θα μας λείψει ο Τασούλης, θα μας λείψει το ντελαπάρισμά του, θα μας λείψει η παλαβομάρα του, θα μας λείψει κι ο λυγμός του.
Έσπασε το καλούπι, δεν φτιάχνουν πλέον τέτοια πλάσματα.
Πολύ σύντομα έγινε ο ευνοούμενος της, την αγάπησε τρελά κι αυτός, κάναμε παρεάκι, εμένα μ' έλεγε «Φραουλίνο».
Ύστερα το 'σκασε το κορίτσι απ' την ΙΜΑΚΟ, αλλά δεν χαθήκαμε, όλο και σε κάποιο μπαρ, σε κάποιο σουαρέ, σε κάποια μάζωξη θα βρισκόμασταν.
Για να γελάσουμε, για να κάνουμε πλάκα, για να κουτσομπολέψουμε και για να τσακωθούμε φυσικά!
Γιατί άμα δεν τσακωνόσουν με τον Τάσο, κανονικά δεν υπήρχες στη ζωή του, όπου σε πρώτο πλάνο κυριαρχούσε ο καυγάς.
Κι αφού είχες γίνει μαλλιοκούβαρο, ερχόταν μ' εκείνα τα μεγάλα μάτια, τα πάπι άιζ, να σε κοιτάξει και να σου κάνει χαρές. σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Ξαναβρεθήκαμε αργότερα εδώ δίπλα στο Provocateur, γράφαμε ο καθένας τη γκαβλάντζα του, χαθήκαμε κι από εκεί, χανόταν όλο και περισσότερο ο Τασούλης, αυτή η πιάτσα η δημοσιογραφική, η πιάτσα της επικοινωνίας δεν τον χώραγε. Μαζί με τη χρυσή εποχή των περιοδικών, χάθηκε και η δική του όρεξη και ορμή για ζωή...
Γιατί ο Τάσος ήταν λίγο σαν τον Ζίγκυ, που ήρθε από άλλο πλανήτη για να δει πως είναι τα πράγματα εδώ.
Αιωνίως νεανίας, αιωνίως τσόγλανος, αιωνίως ευαίσθητος σε μια εποχή που ανέχεται μόνο τους σκληρόπετσους.
Δεν μπορούσε να το αντέξει πια...
Μια εποχή ολόκληρη κλείνει με το θάνατο του Τάσου, η εποχή της ανεμελιάς, της ζούρλιας, της φαντασμαγορίας στα ελληνικά media.
Όταν μπορούσες να ζωγραφίσεις με την πέννα σου τοπία εξώκοσμα και να σε πληρώνουν κιόλας γι' αυτό.
Τώρα σε πληρώνουν για δέκα αναρτήσεις την ώρα. Θα μας λείψει ο Τασούλης, θα μας λείψει το ντελαπάρισμά του, θα μας λείψει η παλαβομάρα του, θα μας λείψει κι ο λυγμός του.
Έσπασε το καλούπι, δεν φτιάχνουν πλέον τέτοια πλάσματα.
Χρήστος Ξανθάκης / newpost