Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Παντελής Μπουκάλας: Τον κ. Μπαμπινιώτη δεν τον διόρθωσα εγώ. Τον διόρθωσαν τα Λεξικά του


Στον καθηγητή  Γ. Μπαμπινιώτη απαντά ο αρθρογράφος της Καθημερινής Παντελής Μπουκάλας μέσω άρθρου του υπό τον τίτλο «Η εμβριθής αυτοαναίρεση του κ. Γ. Μπαμπινιώτη». Ο γλωσσολόγος θεώρησε ότι ο Π. Μπουκάλας τον... διόρθωσε για κάτι που έγραψε, με τον αρθρογράφο να αναφέρει χαρακτηριστικά στην απάντησή του: "Τον Μπαμπινιώτη δεν τον διόρθωσα εγώ. Τον διόρθωσαν τα.. Λεξικά του. Ισως σε κάποιο απ’ όλα να αναφέρεται το παροιμιώδες «δάσκαλε που δίδασκες»".
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο του Μπουκάλα στην Καθημερινή»:
Στις 16 Δεκεμβρίου, στην καθημερινή μου στήλη «Στάσεις» και υπό τον τίτλο «Της βιασύνης τα παιδιά», σχολίαζα την έριδα στη Βουλή με αντικείμενο τις λέξεις «επιδειξίας» και «επιδειξιομανής». Παρέθετα εκεί τα λήμματα των επίδικων λέξεων στο Λεξικό Μπαμπινιώτη και πρόσθετα: «Παρέθεσα από το Λεξικό Μπαμπινιώτη για να σημειώσω ότι λάθη ξεφεύγουν και στον γραπτό λόγο, και μάλιστα γλωσσολόγων-“λογοθετών”. Ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης κατήγγειλε προχθές διά του φέισμπουκ τους ‘εραστές τής γλωσσικής πλάκας’, που βρίθουν στη χώρα μας”. Πρώτος ο ίδιος φυσικά θα διόρθωνε τον εαυτό του: “Η χώρα μας βρίθει εραστών”…».
Πόθεν η υπερβολική σιγουριά μου ότι ο γλωσσολόγος-λεξικογράφος «θα διόρθωνε ο ίδιος τον εαυτό του»; Μα από τα ίδια του τα λεξικά. Και από τα λήμματα του ρήματος «βρίθω» που απαντούν εκεί. Από την ερμηνεία που δίνουν στη λέξη και κυρίως από τα παραδείγματα χρήσης που παραθέτουν. Για να τα βλέπουν οι μαθητές που δίνουν εξετάσεις, Πανελλαδικές ή μη, ώστε να γράφουν το σωστό και να μην κινδυνεύουν με αφαίρεση βαθμών, να τα βλέπουν και οι «προσεκτικοί χρήστες της γλώσσας», ώστε να μη λαθεύουν εκτιθέμενοι στους «προσεκτικότερους».
Ιδού λοιπόν το λήμμα στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του κ. Γ. Μπαμπινιώτη (Κέντρο Λεξικολογίας, Ιούλιος 1998): «βρίθω ρ. μετβ. κ. αμετβ.{μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (+ γεν. / + από) είμαι γεμάτος από κάτι: η Ιστορία βρίθει παραδειγμάτων μεγάλων ανδρών με άδοξο τέλος || το Μουσείο βρίθει από πίνακες μεγάλων ζωγράφων || το κείμενο βρίθει λαθών». Και από το εντός πλαισίου σχόλιο: «βρίθω + γεν: Το ρ. βρίθω “είμαι γεμάτος” συντάσσεται κυρίως με γενική: “το κείμενο βρίθει λαθών” – “η αίθουσα έβριθε κόσμου”». Αυτά τον Ιούλιο του 1998, στην «επανεκτύπωση με διορθώσεις και βελτιώσεις». Σε κατοπινές εκδόσεις του Λεξικού του το «βρίθω» χαρακτηρίζεται αποκλειστικά μεταβατικό. Σε καμιά τους πάντως δεν δίνονται παραδείγματα αμετάβατης χρήσης, του τύπου «Βρίθουν τα λάθη».
Κανένα παράδειγμα τέτοιας λογικής δεν δίνει και το «Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της νεοελληνικής» του κ. Μπαμπινιώτη (2014). Αντίθετα, διαβάζουμε εκεί προειδοποιήσεις όπως η εξής, δις αναγραφόμενη: «βρίθω: Ορισμένα ρήματα της Νέας Ελληνικής, κυρίως λόγια, διατηρούν την αρχαία σύνταξή τους με γενική πτώση και αυτή η ιδιομορφία απαιτεί αυξημένη προσοχή κατά τη χρήση τους. […] Σε αυτά ανήκει και το ρήμα βρίθω. […] Σπανιότερα συναντάται επίσης η αναλυτική σύνταξη με την πρόθεση από + αιτ.» Πέντε παραδείγματα εδώ, κανένα αμετάβατο του είδους «Βρίθουν οι ανακρίβειες». Ολα μεταβατικά, «βρίθουν ανακριβειών». Αλλά και στο «Λεξικό των πιο απαιτητικών λέξεων της νέας ελληνικής» (2015), παρατίθενται επτά παραδειγματικές προτάσεις και σε καμία το ρήμα δεν είναι αμετάβατο.
Κατόπιν όλων αυτών, είχα βιαστεί να πιστέψω ότι ο κ. Μπαμπινιώτης θα αναγνώριζε μια περιστασιακή αστοχία. Μολαταύτα, όχι μόνο δεν αποδέχτηκε ότι, βάσει των ίδιων του των λεξικών, αστόχησε, αλλά σε επιστολή του, που δημοσιεύτηκε στην πρωτοχρονιάτικη «Καθημερινή», μου προσάπτει τα εξής: 
α) «βιάστηκα να “διορθώσω”»· β) παρότι συγγραφέας, «δεν συνειδητοποιώ ότι συχνά με πολλά ρήματα μπορούμε συχνά “ορθώς και νομίμως” να χρησιμοποιήσουμε ένα μεταβατικό ρήμα ως αμετάβατο» (δεν θα ’θελε άραγε ανασύνταξη η πρόταση αυτή;)· γ) δεν γνωρίζω τη «Γραμματική της Νέας Ελληνικής» που συνέταξε με τον Χρίστο Κλαίρη· δ) «ίσως» δεν γνωρίζω τη «Νεοελληνική Σύνταξη της Κοινής Δημοτικής» του Αχιλλέα Τζάρτζανου· ε) «μάλλον διεκδικώ το αλάθητο». 
Εωλες (και ουχί «αίολες») οι κατηγορίες, με υποχρεώνουν να απαντήσω στην επιστολή, παρότι συνήθως αποφεύγω να απαντώ σε επιστολογράφους, για να μην καταχρώμαι το προνόμιο του «τελευταίου λόγου» που εξ αρνητικής παραδόσεως έχουμε όσοι δουλεύουμε σε εφημερίδα. Θα μπορούσα απλώς να προσυπογράψω όσα έγραψε για το θέμα ο Νίκος Σαραντάκος στο μπλογκ του, στις 8 Ιανουαρίου, με τον τίτλο «Βρίθουν τα προβλήματα;» (https://sarantakos.wordpress.com/2021/01/08/vrithein/#more-35518). Ας μην κατηγορηθώ όμως και για φυγομαχία ή οκνηρία.
Ο κ. Μπαμπινιώτης υποστηρίζει ότι το «βρίθω» μπορεί να έχει και μεταβατική και αμετάβατη χρήση, όπως πολλά άλλα ρήματα της καθομιλουμένης. Το λόγιο «βρίθω» όμως έχει σχεδόν αποκλειστικά γραπτή ύπαρξη. Και το βρίσκουμε ζευγάρι με τη γενική του («βρίθει προβλημάτων, αστοχιών, παραλείψεων») ή, λιγότερο συχνά, συνταγμένο με από + αιτιατική. Μια στο τόσο θα τ’ ακούσουμε σε κάποιο συνέδριο ή και στη Βουλή, επίσης με μια γενική κατά πόδας· αλλιώς, αν τύχει και προεδρεύει κάποιος σαν τον κ. Νικήτα Κακλαμάνη, σίγουρα θα διακόψει τον ομιλητή για να τον διορθώσει ή θα δώσει εντολή να διορθωθούν σιωπηρώς τα πρακτικά. Σπανιότατη η χρήση του στην ομιλία μας, δεν αρκεί για να δουλευτεί από τον προφορικό λόγο, ν’ αλλάξει η σύνταξή του, να αφομοιωθεί σαν οικείο. Δεν μπορούμε ως εκ τούτου, έτσι νομίζω, να το κατατάσσουμε (όπως κάνει στην επιστολή του ο κ. Μπαμπινιώτης) στην ίδια κατηγορία με λαϊκότατα ρήματα, όπως το «βόσκω», το «σκορπίζω» ή το «στεγνώνω», που είναι, κατά τη φράση, μεταβατικά ή αμετάβατα.
Ανάμεσα στα πολλά και σπουδαία που μου έμαθε η ενασχόλησή μου με τον λαϊκό λόγο, ποιητικό και πεζό, για τις ανάγκες της σειράς δοκιμίων με πυρήνα τους το δημοτικό τραγούδι, είναι και το ότι τέρπεται να αυθαδιάζει, να επινοεί, να παραβαίνει τους κανόνες, που άλλωστε δεν τους γνωρίζει. Αν το χρειάζεται, δεν θα διστάσει να προσδιορίσει το ίδιο ρήμα (και στον ίδιο στίχο) και με το «ξανά» και με το «πάλι», να αναβαθμίσει τον συγκριτικό λέγοντας «πιο καλύτερος», να σχηματίσει ενεργητική μετοχή από αποθετικό ρήμα (διηγώντας, θυμώντας, κάθοντας), διδάσκοντας τον Σολωμό, να χρησιμοποιήσει και το «από» πριν από επιρρήματα εις «-θε(ν)». Αυτό το τελευταίο «λάθος» το διέπραξε βέβαια και ολόκληρος Ομηρος, λέγοντας στα έπη του τρεις φορές το κανονικώς αδόκιμο «εξ ουρανόθεν» και ισάριθμες το «απ’ ουρανόθεν». Αλλά και ο Ομηρος στη λαϊκή ποίηση μαθήτευσε.
Αν άκουγα κάποιον παππού να λέει «βρίθουν οι λακκούβες στους δρόμους», φυσικά και δεν θα του έλεγα ότι έχει πραγματικό δίκιο αλλά συντακτικό άδικο. Ούτε αν έλεγε «ελλοχεύουν τον κίνδυνο» ή «εγκυμονεί ο κίνδυνος». Δεν τα έχει πει όμως ποτέ – και δεν θα τα πει. Αυτά τα λένε στην τηλεόραση όσοι κάτι έτυχε ν’ ακούσουν, δεν το ’ψαξαν, δεν παρακατέχουν το νόημα, και τα φορτώνουν σαν πολύτιμους λίθους στα λεγόμενά τους. Για να δειχτούν πλούσιοι, δείχνουν τη γύμνια τους. Αυτούς οφείλουμε να τους διορθώνουμε, μήπως σταματήσει κάποτε η σκυταλοδρομία του λάθους· κι όχι επειδή τέτοια σφάλματα δείχνουν τάχα ότι «πεθαίνει η γλώσσα» και άλλα λυπητερά, αλλά προς απογύμνωση της ξιπασιάς.
Τον κ. Μπαμπινιώτη δεν τον διόρθωσα εγώ. Τον διόρθωσαν τα Λεξικά του. Ισως σε κάποιο απ’ όλα να αναφέρεται το παροιμιώδες «δάσκαλε που δίδασκες».