Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Πανεπιστημιακή αστυνομία και το ελληνικό παράλογο: μια άποψη εκ των ένδον


Γράφει ο Γεωργάκης Ολύμπιος Β’

Μεγάλη συζήτηση γίνεται για την πανεπιστημιακή αστυνομία που ετοιμάζεται να φτιάξει η Κυβέρνηση για να προστατεύει τα πανεπιστήμια από την ανομία. Η έννοια ‘ανομία’ όμως έχει τεράστιο εύρος και.. κάθε έκφανση της πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά.
(α) Ανομία είναι κατ’ αρχήν εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, στις περισσότερες περιπτώσεις κλοπές εξοπλισμού και σε πολύ λιγότερες ληστείες. Αυτές οφείλονται στην πλημμελή οριοθέτηση των πανεπιστημιακών χώρων, στην ερασιτεχνική οργάνωση, σχέδιο, και διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για τη φύλαξη τους, αλλά και στην ανεπαρκέστατη υλοποίηση της φύλαξης από λίγους και ανεκπαίδευτους υπαλλήλους. Ας μη ξεχνάμε ότι κατά την είσοδο της χώρας στην εποχή μνημονίων αυτοί οι υπάλληλοι είχαν θεωρηθεί περιττοί και επιδιώχθηκε η απόλυση τους (!). Η λύση, συνεπώς, είναι απλή σε αυτό το ζήτημα: χρηματοδότηση των πανεπιστημίων για να προσλάβουν, εκπαιδεύσουν προσωπικό και να οργανώσουν αποτελεσματική φύλαξη των εγκαταστάσεων τους, αλλά και για να αναβαθμίσουν αυτές τις τελευταίες με κριτήρια ασφάλειας. Δεδομένου, επίσης, ότι ο προηγούμενος νόμος έδινε τη δυνατότητα στην ‘κανονική’ αστυνομία να επεμβαίνει εντός πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων στις αυτονόητες περιπτώσεις εγκλημάτων κατά ζωής και περιουσίας, γιατί χρειάζεται πανεπιστημιακή αστυνομία; 
(β) Άλλο κομμάτι της ανομίας έχει πολιτικό ή ψευδο-πολιτικό χαρακτήρα. Έχουν καταγραφεί βιαιοπραγίες, προερχόμενες κυρίως από μικρές ομάδες, πχ μέλη φοιτητικών παρατάξεων και ‘πολιτικούς’ φίλους, εναντίον καθηγητών και άλλων φοιτητών που θεωρούνται αντίπαλοι με όρους ταξικούς ή και συγκυριακούς. Έχουν επίσης καταγραφεί ακόμη και μακροχρόνιες καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων από όχι αμιγώς φοιτητικές συλλογικότητες, αλλά και άτυπες παραχωρήσεις χώρων από τα πανεπιστημιακά όργανα διοίκησης, χωρίς κανένα έλεγχο στον τρόπο χρήσης τους. Αυτό το modus vivendi αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε με τα χρόνια και προφανώς είχε μια λογική συναλλαγής, με ευθύνη του συνόλου της πανεπιστημιακής κοινότητας. Η λύση, συνεπώς, είναι ότι, παρότι δύσκολο μετά από χρόνια εγκαθίδρυσης, η πανεπιστημιακή κοινότητα πρέπει απλά να σταματήσει αυτή τη συναλλαγή. Επιπλέον, επικαιροποιημένοι Εσωτερικοί Κανονισμοί Λειτουργίας των ΑΕΙ, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις χρονολογούνται από το 2000 (!), πρέπει να βάλουν το πλαίσιο που θα αποτρέπει τέτοια φαινόμενα.
(γ) Το πιο συνηθισμένο κομμάτι ‘ανομίας’, που ανάλογα με την περίπτωση ισορροπεί οριακά μεταξύ δημοκρατικού δικαιώματος και παράνομης πράξης, αφορά ακτιβιστικές ομάδες φοιτητών, ενίοτε με ενισχύσεις από άλλα πανεπιστήμια ή και εξω-πανεπιστημιακές. Αυτές παρεμβαίνουν κατά βούληση στην καθημερινή λειτουργία και διοίκηση των πανεπιστημίων, και μάλιστα, εδώ και μερικά χρόνια, με αυταρχικό και συχνά υβριστικό και εκφοβιστικό τρόπο. Οι παρεμβάσεις, κατά τις ίδιες τις ακτιβιστικές ομάδες, αποτελούν δικαιολογημένο τρόπο διεκδίκησης. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι από τα 26 πανεπιστήμια της χώρας, μόνο σε λίγα κεντρικά μπορεί να δεί κανείς τέτοιες πρακτικές, άρα μάλλον συνδέονται με σχεδιασμούς που γίνονται στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι φορείς τέτοιων ακτιβιστικών πρωτοβουλιών είναι λίγοι και πολύ μικροί σε σχέση με το σύνολο των φοιτητών. Συνεπώς, για να αποτυπώσουν το στίγμα τους, έχουν γίνει πολύ περισσότερο επιθετικοί από ότι στο παρελθόν και οι παρεμβάσεις τους είναι πολύ πιο συχνές. Όμως, είναι κοινό μυστικό ότι οι φοιτητές γενικά ούτε συγκινούνται από αυτές τις πρακτικές, αλλά ούτε και αντιδρούν σε αυτές, μιας και βολεύονται με τη λογική του ‘σκασιαρχείου’ απ’ το σχολείο. Απλοποιητικά, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τους μεν ως ‘φονταμεταλιστές’ τους δε ως ‘απολιτίκ’. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια πιο ακραία αποτύπωση των τάσεων της ελληνικής κοινωνίας.

Τυπικό παράδειγμα ακτιβιστικών παρεμβάσεων είναι οι καταλήψεις, που δείχνουν την κατάσταση του πάλαι ποτέ ρωμαλέου ‘φοιτητικού κινήματος’. Κατάληψη των κτιρίων ενός πανεπιστημιακού τμήματος γίνεται με στόχο να παρεμποδιστεί η διδασκαλίας και η έρευνα, συνήθως για 1-2 μέρες, όταν καλούνται οι φοιτητές σε συλλαλητήρια εναντίον νομοσχεδίων κλπ. Κατάληψη μπορεί να αποφασιστεί ακόμη και από το ολιγομελές ΔΣ και όχι τη ΓΣ των φοιτητών ενός Τμήματος, όταν στην ΓΣ δεν υπάρχει απαρτία, παρότι αυτή - έτσι κι αλλιώς - αντιστοιχεί τυπικά μόνο στο 1/10 των εγγεγραμμένων φοιτητών (!). Σε πολλές περιπτώσεις το καταστατικό του φοιτητικού συλλόγου χρονολογείται από τα χρόνια αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, δηλαδή είναι παρωχημένο. Επιπλέον, δυστυχώς, η κατάληψη υλοποιείται από απελπιστικά λίγα άτομα, που προσπαθούν να φυλάξουν τις εισόδους των κτιρίων ή, αν δεν τα καταφέρουν, να διώξουν με απειλές όσους ήδη βρίσκονται εντός. Άλλη κατηγορία καταλήψεων είναι αυτές των κτιρίων διοίκησης του πανεπιστημίου, εκβιάζοντας, ώστε να επιτευχθεί ευνοϊκή αντιμετώπιση αιτημάτων, με διακοπή των ακαδημαϊκών λειτουργιών και των χρηματοοικονομικών λειτουργιών της επιτροπής ερευνών. Οι καταληψίες συνήθως μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, εν είδει φρουράς των εισόδων των κτιρίων (!). Όμως, αν οι καταλήψεις νοούνται ως πολιτικές πράξεις, τότε ακυρώνονται ή νομιμοποιούνται ηθικά μόνο μαζική φυσική παρουσία των υποστηρικτών ή των διαφωνούντων με αυτές. Συνεπώς, η λύση στο πρόβλημα θα έπρεπε να δίνεται από την πλειοψηφία της ακαδημαϊκής κοινότητας και όχι από την πανεπιστημιακή αστυνομία. Η δε πλειοψηφία δεν μπορεί να επικαλείται το φόβο ως λόγο αποχής της.
Συχνή πρακτική είναι, επίσης, η συμμετοχή φοιτητικών παρατάξεων στις συνελεύσεις των οργάνων διοίκησης, όχι μόνο με τους θεσμοθετημένους εκπροσώπους τους, αλλά με πολλαπλάσια παρουσία από την προβλεπόμενη στο Νόμο, ώστε αυτή να πιέσει προς τη λήψη ευνοϊκής απόφασης σε θέμα δικού τους ενδιαφέροντος. Θα μπορούσε να δεχτεί κανείς ότι πρόκειται για έκφανση της άμεσης δημοκρατίας, δεδομένου ότι το όργανο διοίκησης έχει αναγνωρίσει defacto την παράτυπη συμμετοχή. Συνεπώς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα κληθεί η πανεπιστημιακή αστυνομία για να διώξει τους φοιτητές που συμμετέχουν καθ’ υπέρβαση. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για αμιγώς ενδο-πανεπιστημιακό θέμα προς επίλυση, και συναρτάται με την κουλτούρα του κάθε πανεπιστημίου.
Τελικά, ποιά μπορεί να είναι η συνεισφορά στην επίλυση των παραπάνω θεμάτων ενός αμιγώς κατασταλτικού μηχανισμού, που αντιβαίνει στο συνταγματικά θεσμοθετημένο Αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, και του οποίου την εμπλοκή δεν θέλει ούτε η ακαδημαϊκή κοινότητα ούτε και οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του; 
Επίσης, μήπως η ακαδημαϊκή κοινότητα, στο σύνολο της, μη αναλαμβάνοντας η ίδια με θάρρος και παρρησία τις πρωτοβουλίες που χρειάζονταν άνοιξε το δρόμο για την επιβολή ‘έξωθεν’ λύσεων; Υπάρχει άραγε χρόνος για επανόρθωση;