Καημένε Αθανασόπουλε τι σού ‘μελε να πάθεις
από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις
Μόνο που η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική από το τραγούδι.
Ο Μίμης Αθανασόπουλος, εργολάβος, από το Γαρδίκι Αρκαδίας, πήγαινε… γυρεύοντας. Είχε παντρευτεί, πριν αποκτήσει περιουσία ο ίδιος, τη Σοφία (Φούλα) Κάστρου μια καλλονή της εποχής που ζούσε με τη μητέρα της Άρτεμη που είχαν τον… τρόπο τους. Μπορεί ο πατέρας, ο Παναγιώτης, να την είχε… κάνει στον Καναδά, αλλά εκεί άνοιξε ζαχαροπλαστεία και δημιούργησε σημαντική περιουσία. Ο εργολάβος Αθανασόπουλος βοηθήθηκε από την οικογένεια κι αργότερα όταν κι αυτός έφτιαξε κομπόδεμα το ανταπέδωσε…
Ανήμερα των Φώτων ένας ανήλικος βοσκός, ο Γιάννης Γκίκας βρίσκει δύο ραμμένες σακούλες. Φοβάται να τις ανοίξει. Φωνάζει τον πατέρα του Παναγιώτη και τον συγγενή τους Νίκο Νίκα. Θεωρούν ότι μπορεί να περιέχουν κάποιο θησαυρό από ληστεία κι ειδοποιούν την αστυνομία. Ειρωνεία: ο αστυνομικός που καταφθάνει λέγεται Αθανασόπουλος, Κώστας Αθανασόπουλος…
Οι εφημερίδες αναφέρονται στο γεγονός και η ιστορία αρχίζει…
- διαβάστε τη συνέχεια και δείτε φωτογραφίες και δημοσιεύματα της εποχής στο pasatempo ΕΔΩ