Οι γιορτές και ιδιαίτερα η παραμονή της πρωτοχρονιάς έμοιαζαν πραγματική όαση χαράς μετά από τα τόσα βάσανα…
Στην λαμπερή Αθήνα τα θέατρα, τα σινεμά και τα μεγάλα καταστήματα έσφυζαν τις γιορτινές ημέρες από κόσμο. Τα τραμ είχαν εξαφανιστεί και τη θέση τους είχαν πάρει τα αθόρυβα τρόλεϊ.
Τα μεγάλα αμερικάνικα ταξί με τους οδηγούς να φοράνε καπέλο και τα λιγοστά ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητα κυλούσαν στους πλημμυρισμένους από κόσμο δρόμους. Από την αρχή της οδού Αιόλου στου ΄΄Λαμπρόπουλου΄΄, μέχρι το τέλος της πέρα μακριά εκεί που συναντά την οδό Μητροπόλεως, τότε στην περίοδο των Χριστουγεννιάτικων εορτών υπήρχαν δεκάδες μικροπωλητές που άπλωναν επάνω σε πάγκους την πραμάτεια τους.. Παιχνίδια όλων των ειδών. Όλα από λαμαρίνα και ξύλο, δουλεμένα με μεράκι από Έλληνες βιοτέχνες. Το πλαστικό δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του.
Κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς αργά το απόγευμα, τον έπαιρνε η μητέρα του από το χέρι και τον πήγαινε στην οδό Αιόλου. Ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να συμβεί σ΄ένα παιδί. Παιχνίδια, μπάλες, μπαλόνια, σαπουνόφουσκες, μαλλί της γριάς, καστανάδες, καραμελωμένα μήλα σε ξυλάκια, τυρόπιτες, τουλούμπες, σάμαλι , αλλά κυρίως ένα χαρούμενο πλήθος, ένα παιδικό ποτάμι χαράς και δακρύων γιατί αραιά και πού ηχούσαν και μερικές οικογενειακές σφαλιάρες όταν οι απαιτήσεις ξεπερνούσαν τα όρια..
Ανεβοκατέβαιναν την Αιόλου δύο τρεις φορές μέχρι να αποφασίσει πιο παιχνίδι θα πάρει… Ήθελε να τα δει όλα! Όταν καμιά φορά αποφάσιζε και έπαιρνε την αυτοκινητάρα που του γυάλιζε, τότε η μητέρα του τον πήγαινε στο τέλος της πανεπιστημίου λίγο πιο κάτω από το ΡΕΞ, εκεί υπήρχε ένα ψητοπωλείο (το πρώτο ίσως) που έφτιαχνε γύρο! Άλλη χαρά αυτή. Γύρος τη δεκαετία του πενήντα ήταν άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους.
Το ΄΄κλού΄΄ της βραδιάς ήταν μία μικρή μπύρα από την οποία έπινε κυρίως τον αφρό, για να μη τον πάρει ο ύπνος στο λεωφορείο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, δεν έπρεπε να τον πάρει ο ύπνος για να δει τι δώρο θα του φέρει αυτός ο περίεργος ο Άϊ Βασίλης, τον οποίο ποτέ του δεν είχε δει. Κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς προσπαθούσε να έχει τα μάτια του ανοικτά να δει ποιός του άφηνε δίπλα στο κρεβάτι, πότε ένα φορτηγό, πότε ένα καράβι, πότε ένα τρένο. Κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά μέχρι που τα βλέφαρα γίνονταν ασήκωτα βαριά, οπότε παρ΄όλες τις προσπάθειες δεν άντεχε και στο τέλος τον έπαιρνε ο ύπνος. Αυτή τη χρονιά όμως το είχε πάρει απόφαση. Δεν θα κοιμόταν! Θα έμενε ξάγρυπνος να δει επιτέλους αυτόν τον άφαντο τον Αί Βασίλη.
Έτσι κοιμήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του το μεσημέρι. Το βράδυ της παραμονής μετά την επίσκεψη στην Αιόλου, πάνοπλος από παιχνίδια και ύπνο , είπε δήθεν καληνύχτα έβαλε το φακό του κάτω από τις κουβέρτες και περίμενε. Είχε αφήσει μισάνοιχτη την πόρτα του δωματίου του και άκουγε τους μεγάλους που έπαιζαν χαρτιά στο σαλόνι.. Δεν θάχε περάσει πολύ ώρα και τα μάτια του βάραιναν, όταν τον άκουσε! Τον άκουσε να μπαίνει μές΄το σκοτάδι από την μισάνοιχτη πόρτα. Έβαλε το κεφάλι του κάτω από τις κουβέρτες και περίμενε με το φακό στο χέρι…
Ο Άι Βασίλης μπήκε πατώντας στα πούπουλα! Ο Αι Βασίλης ανέβηκε… Ναι ανέβηκε στο κρεβάτι του! Στο μεταξύ ο φακός έπαθε εμπλοκή και δεν άναβε με τίποτα.. Ο Αι Βασίλης, σήκωσε την κουβέρτα και τον άγγιξε! Ναι τον άγγιξε με τα μουστάκια του! Ο Άι Βασίλης είναι τριχωτός! Ο Άι Βασίλης δεν έχει κόψει τα νύχια του! Ο Αί Βασίλης τελικά νιαούρισε παραπονεμένα και χώθηκε κάτω από τη μασχάλη του… Το άλλο πρωί μόλις ξύπνησε βάλθηκαν να χαζεύουν με το γάτο, την φορτηγάρα που του άφησε ο Άγιος δίπλα στο κρεβάτι… Η επιχείρηση απέτυχε… αλλά το έθιμο επιβίωσε!
- από το eretikos