Οι «New York Times», σ’ ένα πρωτοσέλιδό τους στις 12 Σεπτεμβρίου του 1945, το οποίο υπέγραφε ο συντάκτης επιστημονικών άρθρων Ουίλιαμ Λ. Λόρενς, διαβεβαίωναν ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας για τις παρενέργειες της ραδιενέργειας από τις βόμβες που έπεσαν σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι και ότι το όλο θέμα ήταν προϊόν.. της ιαπωνικής προπαγάνδας. Για την αποκάλυψή του αυτή ο Λόρενς βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο με το Πούλιτζερ δημοσιογραφίας.
Στον δημοσιογράφο των «NYT» είχε ανατεθεί να γράψει την ιστορία του αμερικανικού πυρηνικού προγράμματος Μανχάταν, ενώ ήταν ένας από τους επιβαίνοντες στο βομβαρδιστικό B-29, με το όνομα «ο Μεγάλος Καλλιτέχνης», το οποίο έριξε την ατομική βόμβα στο Ναγκασάκι.
Το 2004 η ανεξάρτητη δημοσιογράφος, Εϊμι Γκούντμαν, αποκάλυψε κάτι που θα συγκλόνιζε τον δημοσιογραφικό κόσμο: ο Λόρενς στην πραγματικότητα είχε δύο εργοδότες. Ο ένας ήταν η εφημερίδα στην οποία εργαζόταν και ο άλλος ήταν το αμερικανικό Πεντάγωνο, στο μισθολόγιο του οποίου περιλαμβανόταν το όνομά του. Τότε ζητήθηκε από την επιτροπή του βραβείου να του αφαιρέσει το Πούλιτζερ.
Αυτά είναι χοντρικά στην ιστορία τα δύο είδη της δημοσιογραφίας: από τη μία άνθρωποι που σιτίζονται (μυστικά) από τον κρατικό (ή και ιδιωτικό) κορβανά για να αλλοιώνουν ή να εξωραΐζουν την πραγματικότητα, ανάλογα με τα συμφέροντα των εργοδοτών τους, και από την άλλη άνθρωποι που με προσωπικό, επαγγελματικό και κοινωνικό κόστος αποκαλύπτουν την αλήθεια και ξεσκεπάζουν τα ψέματα που διαδίδουν οι πρώτοι.
Μια βασική αιτία για την κατρακύλα της δημοσιογραφίας είναι και η μάστιγα των πάσης φύσεως μισθολογίων (payrolls τα λένε στην Εσπερία) σαν και αυτό που περιελάμβανε το όνομα του Λόρενς. Και φυσικά αυτά είναι «αόρατα», αφού δεν κόβονται αποδείξεις και τα ποσά δεν μπαίνουν στη φορολογική δήλωση.
Τα ψέματα ενδεχομένως να αποκαλυφθούν δεκαετίες αργότερα ή να μην αποκαλυφθούν ποτέ, όμως η ζημιά έχει ήδη γίνει. Τόσο γιατί η παραπληροφόρηση και η απόκρυψη διαμορφώνουν συνειδήσεις και επιλογές όσο και γιατί η ιστορία παίρνει έναν δρόμο που πιθανώς να μην είχε πάρει υπό άλλες συνθήκες.
Από την άλλη, οι κυβερνήσεις προσπαθούν πάντα να επηρεάσουν τη στάση των δημοσιογράφων, άλλοτε με το «τυράκι» των μισθολογίων, άλλοτε με τη λογοκρισία και άλλοτε με απειλές και ωμή βία.
Τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά άμεσης και έμμεσης λογοκρισίας και το παρεπόμενο της απώλειας θέσεων εργασίας, εξαιτίας των γραφομένων από συναδέλφους, δείχνει την κυνικότητα, τον αμοραλισμό και τη βιαιότητα μιας δήθεν φιλελεύθερης κυβέρνησης, η οποία δεν ανέχεται καμία κριτική φωνή και καμία αποκάλυψη για τις μέρες και τα έργα της.
Αποκάλυψη σαν αυτή των διπλών βιβλίων του ΕΟΔΥ για τα κρούσματα της πανδημίας, από μια συνάδελφο που, όπως η ίδια ανέφερε στην ανάρτησή της στο Facebook, πολέμησε την προηγούμενη κυβέρνηση και μόνο εχθρός της σημερινής δεν ήταν.
Η δυσανεξία για την αλήθεια (και τις συνέπειές της) χαρακτηρίζει όσους κατά βάθος ξέρουν την ενοχή τους, γνωρίζουν την ανεπάρκειά τους, αλλά –όπως όλοι όσοι είναι αδίστακτοι– στέλνουν το μήνυμα προς παραδειγματισμό όσων δεν συμμορφώνονται, δεν συμβιβάζονται και παραμένουν ανυπάκουοι.
Εάν εμείς οι δημοσιογράφοι θέλουμε να μη μας βλέπουν σαν εξωτικούς παπαγάλους αλλότριων συμφερόντων, ίσως θα πρέπει να ξαναδούμε ποιο από τα δύο είδη δημοσιογραφίας θέλουμε να υπηρετούμε!
- το κείμενο του Τ. Τσακίρογλου είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών (18.12.2020)