«Αυτά τα πράγματα δεν του αρέσουν του Κινέζου!» Με αυτή τη φράση από το γνωστό ανέκδοτο εξέφραζε τη διαφωνία του, συχνά-πυκνά, με κάτι για το οποίο είχε αντίθετη άποψη ο Πάνος. Μια σταλίτσα άνθρωπος, χαμηλών, μα -όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις- ουσιαστικών τόνων, βαθιά συναισθηματικός, φιλότιμος και με μια μόνιμη, αδιόρατη μελαγχολία στον τόνο της φωνής και στο βλέμμα του.
Συντάκτης ύλης, που πάει να πει δημοσιογράφος παλαιάς κοπής -όταν ακόμη το... εργοστάσιο έβγαζε (και) ανθρώπους οι οποίοι μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι ασκούν λειτούργημα και η λέξη Τύπος δικαιολογούσε το κεφαλαίο Τ στην αρχή της-, υπηρέτησε με συνέπεια και έως την τελευταία στιγμή τη δουλειά την οποία αγάπησε. Πρώτα στην «Απογευματινή», έπειτα στον «Επενδυτή» και τα τελευταία χρόνια στην «Εφημερίδα των Συντακτών».
Αυτό που έκανε εντύπωση ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τα πράγματα. Με στωικότητα και θυμοσοφία, που έδιναν την εντύπωση σε όποιον τον γνώριζε ότι το εξαιρετικό μέταλλο από το οποίο ήταν φτιαγμένος είχε σφυρηλατηθεί πολύ και καλά· κάπως, κάποτε. Και όντως έτσι ήταν.
Γέννημα της Αιτωλοακαρνανίας σε δύσκολους καιρούς για τους κατοίκους της επαρχίας, σε «πολιτισμό δυσχέρειας» κατά Μαλεβίτση, ήταν το τέταρτο από τα εφτά παιδιά που έφεραν στον κόσμο, που «ανάστησαν» για την ακρίβεια, ο Γιώργος και η Ευπραξία: τον Χριστόφορο, την Κωνσταντίνα, τον Βασίλη, τον Πάνο, τη Λόλα, τον Σπύρο και τη Βασιλική. Είδε το φως της ζωής στο χωριό Αμπέλια Τριχωνίδας μια εποχή που ο όμορφος αυτός τόπος του μόχθου δεν είχε ακόμη φως αλλά λάμπες πετρελαίου (το ρεύμα πήγε όταν ο Πάνος ήταν στην Πέμπτη Δημοτικού). Τα παιδικά του χρόνια δεν θα μπορούσαν να είναι αλλιώς: επιστροφή από το σχολείο, λίγο φαγητό στο πόδι και μετά ολοταχώς στα χωράφια για να βοηθήσει τους δικούς του, στις ελιές και στα καπνά. Οργωμα με το μουλάρι (όπως και το ρεύμα, το τρακτέρ ήρθε αργότερα), μάζεμα της ελιάς μία-μία με το χέρι, μάζεμα του καπνού ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, σκάψιμο και ξεχορτάριασμα. Επιστροφή στο σπίτι όταν έδυε ο ήλιος, όπου αποκαμωμένος από όλα αυτά έπρεπε και «να διαβάσεις». «Να προχωρήσεις, να προκόψεις». Στόχο το είχε βάλει αυτό ο πατέρας του -που αγαπούσε τα γράμματα, αλλά όταν ήταν 10 ετών ξέσπασε ο Πόλεμος του ‘40 και η κατοχή και αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο - και τα κατάφερε: εφτά παιδιά, όλα έβγαλαν πανεπιστήμιο.
Στο Αγρίνιο «κατέβηκαν» όταν ο Πάνος πήγε Γυμνάσιο. Τα χρόνια κύλησαν παρόμοια. Το σχολείο σχολείο αλλά κι η δουλειά δουλειά. Εφηβος πια, εκδηλώνει την αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Είναι καλός, ταχύς, εκρηκτικός. Παίζει δεξί εξτρέμ στην τοπική ΑΕΚ Καλυβίων προς μεγάλη χαρά των φίλων του, αλλά όχι της αγαπημένης του μητέρας η οποία τον έβλεπε κάθε τρεις και λίγο να επιστρέφει χτυπημένος. Ωσπου, αφού έσπασε μια φορά το χέρι του, αφού το έσπασε και δεύτερη, αποφάσισε να σταματήσει. Τελειώνει πια το Λύκειο, έρχεται η ώρα να αποφασίσει τι θα κάνει στη ζωή του. Δίνει εξετάσεις στην Ανωτάτη Βιομηχανική στον Πειραιά, περνά, μα δεν πάει ποτέ. Επηρεασμένος από τον αγαπημένο του ποιητή Νίκο Καββαδία επιλέγει να γίνει ασυρματιστής στα καράβια. Γράφεται στη σχετική σχολή στην Πρέβεζα. Παρακολουθεί μαθήματα για κάποιους μήνες, αλλά διαπιστώνει ότι ούτε αυτό τον εκφράζει. Ερχεται στην Αθήνα, γράφεται στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας. Με τα πρώτα μαθήματα σκέφτεται: «Αυτό μάλιστα!».
Ξεκινά η ζωή στην Αθήνα. Φιλίες, ανησυχίες, βόλτες στο κέντρο και δη στα αγαπημένα του Εξάρχεια και ατελείωτη δουλειά στην εφημερίδα. Πολιτικά και κοινωνικά ευαίσθητος ακούει με προσοχή και συμμετέχει στα προβλήματα των γύρω του. Οπου μπορεί προσπαθεί να προτείνει λύσεις, να εντοπίσει διεξόδους. Τυπικές σχέσεις και φιλίες δεν κάνει ποτέ. Πώς θα μπορούσε άραγε να συμβεί κάτι τέτοιο με τον Πάνο;
Τους τελευταίους μήνες άρχισε να αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα υγείας. Μαχητής όπως ήταν έδειχνε να τα ξεπερνά. Κανονίζαμε, μάλιστα, μόλις με το καλό βγει από το νοσοκομείο, να τον βοηθήσουμε να μετακομίσει στο καινούργιο του σπίτι, δώρο του αδελφού του, του Χριστόφορου.
Μετά από τόσα χρόνια στην Αθήνα και το ενοίκιο (είπαμε, ανήκε στους δημοσιογράφους εκείνους που δεν κάνουν «περιουσίες» εκμεταλλευόμενοι το επάγγελμα), θα αποκτούσε ένα μικρό σπιτάκι, στο αγαπημένο του κέντρο της πόλης πάντα, στον Αγιο Παντελεήμονα. Τελευταία φορά μιλήσαμε στο τηλέφωνο πριν από έναν μήνα περίπου:
- Πάνο μου, στο νοσοκομείο είσαι;
- Ναι. Είχα πάλι ενοχλήσεις στην καρδιά, πονούσα και αφόρητα. «Εφαγα πολύ ξύλο» τις τελευταίες μέρες, Λευτέρη. Φρικτοί πόνοι, σου λέω. Τους παρακαλούσα να μου κάνουν μορφίνη...
- Ολα καλά θα πάνε. Ξέρω ότι στο νοσοκομείο που είσαι έχει όμορφες νοσηλεύτριες. Τις χούφτωσες; Χούφτωσ’ τες, χούφτωσ’ τες! Τη θυμάσαι την ατάκα του Παπαγιαννόπουλου προς τον Κωνσταντάρα;
- Πάψε, βρε μαλάκα, είναι και η αδελφή μου μπροστά.
Γελάσαμε πολύ εκείνο το πρωινό. Το γέλιο του ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσα από τον Πάνο. Η μετακόμιση που κανονίζαμε δεν θα γίνει ποτέ. Η Μοίρα ετοίμαζε άλλου είδους «μετακόμιση». Και πώς να την εμποδίσεις αυτή, αγαπημένε μου φίλε; Πάλεψες γενναία για δεύτερη φορά με τον Θάνατο. Την πρώτη, βρέφος ακόμη, όταν αρρώστησες βαριά και πολλοί σε είχαν ξεγραμμένο, βγήκες νικητής. Τώρα, η μάχη ήταν πιο άνιση, τα μέτωπα πολλά. Τώρα, ξεκουράσου στην αγκαλιά του τόπου που τόσο αγάπησες.
Δεν πίστευες και δεν πιστεύω σε αυτά, Πάνο μου, αλλά η σκέψη μου έχει αυτονομηθεί και σε φαντάζεται εκεί που είσαι, όπου είσαι, να βρίσκεσαι με άλλους αγαπημένους συναδέλφους να πιάνετε συζητήσεις και τα επιχειρήματα να ρέουν εξίσου άφθονα με τσίπουρο και κρασί: τον Βαγγέλη Καραγεώργο, τον Περικλή Κοροβέση, τον Γιάννη Καλαϊτζή... Μα πάνω απ’ όλα να τα ξαναλέτε μετά από τόσα χρόνια με την αγαπημένη σου αδελφή, τη Λόλα, που τόσο άδικα και τόσο πρόωρα έφυγε για το ταξίδι αυτό μόλις στα 25 της.
Καλή αντάμωση, Πάνο μου. Αλλά να ξέρεις ότι αυτό που έγινε δεν του αρέσει καθόλου του Κινέζου...
Λευτέρης Βαγγελάτος / Εφημερίδα των Συντακτών