Κάθομαι τώρα εγώ ο ρεπόρτερ και διαβάζω ότι μέσα στις καραντίνες (ένα και δύο, όπως τα μπλοκμπάστερζ!), αυξήθηκε η κατανάλωση ηρεμιστικών, αγχολυτικών, υπνωτικών, αυτών των χαπιών τέλος πάντων που μπορεί να μη σου φέρνουν την ευτυχία αλλά την αταραξία κάπως την πετυχαίνουν. Πενήντα τοις εκατό επάνω, ογδόντα τοις εκατό επάνω,.. εκατό τοις εκατό επάνω, χρυσές δουλειές κάνουν οι γιατροί και τα φαρμακεία.
Είναι η κλεισούρα, σίγουρα. Είναι που σου λείπουν το θέατρο και το σινεμά. Είναι που έχασες το μπαρ, τη βαβούρα, την πολυκοσμία. Αλλά, θα μου επιτρέψετε να προσθέσω κι έναν παράγοντα ακόμη:
Είναι που έκοψε λάσπη και η Θεά Τύχη!
Και πριν το σπάσω σε πενηνταράκια, να διευκρινίσω ότι αφενός δεν είμαι τζογαδόρος και αφετέρου δεν με πληρώνει ο ΟΠΑΠ για να τον διαφημίσω.
Με το πρώτο ξεμπέρδεψα στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν έφτασα κάποια στιγμή να περνάω σχεδόν εικοσιτετράωρα στο τραπέζι της πόκας. Το γλένταγα, δεν λέω, αλλά κάποια στιγμή μπήκε στη ζωή μου εκείνη που κοιμάται πλάι μου κι έπρεπε ν’ αποφασίσω που θα έστρεφα την προσοχή μου. Στα κάλλη της ή στην τράπουλα; Έκανα την επιλογή μου και έκτοτε δεν το έχω μετανιώσει!
Μου ‘μεινε όμως από τότε και καταλαβαίνω πολύ καλά την ψυχολογία του ανθρώπου που ψάχνεται για μια γκράντε φαντασίωση στη ζωή του. Ή μάλλον για μια γκράντε φαντασίωση ότι θ’ αλλάξει τη ζωή του. Από τη μια στιγμή στην άλλη, από το ένα λεπτό στο επόμενο, ένα τσακ κι έφυγες φίλε, ανοίγει η πόρτα η μεγάλη και αντίο μιζέρια. Κάπως έτσι τέλος πάντων, δεν βλέπω πια και πολλή τηλεόραση και δεν κατέχω την γλώσσα των σποτακίων…
Προσοχή, δεν μιλάω εδώ για τον εθισμένο και τον κολλημένο! Αυτός έχει τη δικιά του τη διαδρομή και τις δικές του τις συνήθειες, που πλησιάζουν στα όρια του τραγικού και είναι δουλειά των ειδικών και όχι των δημοσιογράφων να τις αντιμετωπίσουν. Εδώ μιλάω για τον απλό, τον νορμάλ άνθρωπο που παίζει που και που, μια φορά την εβδομάδα πες, ένα Τζόκερ, ένα Λόττο, κάνα στοιχηματάκι, που παίρνει το λαχείο του, το Λαϊκό ή το Εθνικό και το Κρατικό τώρα σιμά κοντά, το Πρωτοχρονιάτικο που λέμε.
Θα μου πεις υπάρχει το δίκτυο να κάνει ο καθένας τα κουμάντα του. Θα σου απαντήσω μπράβο που το σκέφτηκες, μόνο που δεν είναι το ίδιο. Η ζούρλια και η φούρια της γιορτής είναι που σου ανεβάζουν το ηθικό και σε κάνουν να πιστεύεις στη ρέντα σου και να μπουκάρεις στο Προποτζίδικο, να βουτάς τον πλανόδιο πωλητή για «το καλό» που λένε και οι θειάκες. Κι αν σου τύχει, σου έτυχε. Αν σου τύχει, αρχίζει το γλέντι. Αν σου τύχει, κάπως αλλιώς τη φέρνεις βόλτα τη ζωή. Αν σου τύχει…
Μα κι αν δεν σου τύχει, υπάρχει πάντα η επόμενη φορά. Έτσι για το γαμώτι, για μια ελπίδα στην άκρη του μυαλού σου ότι θα σκιστεί το παραπέτασμα και θα πάρει δρόμο η καντήφλα. Μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό το ξέρω, αλλά ποιος και ποια μπορούν να ζήσουν χωρίς ολίγο παραμύθι; Ιδίως αυτές τις μέρες που το μόνο που ακούς είναι για κρούσματα, θύματα, εμβόλια και διασωληνωμένους!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr