Καλό ταξίδι!
Ηταν το ξωτικό μας. Μικροκαμωμένος, αθόρυβος, απόκοσμος. Οσο μπόι τού έλειπε τόση οξυδέρκεια διέθετε. Την ακουμπούσε πάνω στις σελίδες που φιλοτεχνούσε. Η σπιρτάδα του μυαλού του έβγαινε στους τίτλους του, στον τρόπο.. που αντιλαμβανόταν το θέμα. Οι χιουμοριστικές ατάκες του έσκαγαν σαν κροτίδες λύτρωσης στη δύσκολη καθημερινότητα της εφημερίδας.
Ο Πανούλης ήταν ήρεμη δύναμη για όλους εμάς. Στήριγμα και αποκούμπι χωρίς να το διαλαλεί, πηγή έμπνευσης χωρίς να το διεκδικεί. Δεν μας φόρτωσε ποτέ κανένα βάρος. Σαν να μην είχε βάρος ο ίδιος. Χριστουγεννιάτικα, όμως, μας φόρτωσε πόνο. Ποιος; Ο πάντα διακριτικός και καλοσυνάτος Πανούλης! Το ξωτικό μας…
Ελένη Γκρούη / EφΣυν
Γιατί, ρε Πάνο!
Πλάκωσε αντάρα κι οδυρμός χρονιάρες μέρες την εφημερίδα μας. Το «μαντάτο» του Πάνου Σαράκη σκέπασε με κατήφεια την όποια εορταστική ατμόσφαιρα απομένει στον ευφρόσυνο τοκετό της Βηθλεέμ σε εποχές κορονοϊού και σκληρής καραντίνας. Το βουβό κλάμα των συναδέλφων στο ακουστικό αντικατέστησε τις συνήθεις ευχές. Κι οι μακρόσυρτες παύσεις στην τηλεφωνική γραμμή τον γοερό θρήνο της μεγάλης απώλειας που προκαλεί ισχυρό σοκ σε όλους μας. Είναι τόσο άδικο να πεθαίνεις ανήμερα Χριστούγεννα, ορόσημο που συμβολίζει αρχαιόθεν την αναγέννηση της ύπαρξης και τον επιπολασμό της ελπίδας.
Ενας λόγος παραπάνω όταν είσαι μόλις πενήντα εφτά χρόνων, πλαισιώνεσαι από δεκάδες λατρευτά πρόσωπα κι ονειρεύεσαι να μερεμετίσεις, να διακοσμήσεις και να εγκατασταθείς στο καινούργιο σου σπίτι. Ενα έμφραγμα που αντιμετωπίστηκε επιτυχώς με μπαλονάκι τον Σεπτέμβριο και εξελισσόταν ομαλά τον Οκτώβριο παρουσίασε επιπλοκές στα μέσα Νοεμβρίου, επιδείνωση τον Δεκέμβριο, προτού οδηγήσει στη διασωλήνωση και κατόπιν στο αναπάντεχο τέλος.
Νοσηλεία σε μονόκλινο απροσπέλαστο στους πάντες εκτός απ’ τ’ αδέλφια σου, που κι αυτά μόνο με βάρδιες μπορούσαν για ορισμένες ώρες να επισκεφθούν, αφού προηγουμένως επιδείκνυαν αρνητικό διαγνωστικό τεστ, συνιστούσε δεύτερο πρωθύστερο θάνατο. Οσο θερμά κι αν σου παρασταθούν φιλαράκια και συνάδελφοι, το σύρμα του τηλεφώνου αποδεικνύεται αφάνταστα ψυχρό, ανίκανο να μεταφέρει τη ζεστασιά που κρύβουν κάτι τέτοιες ώρες ένα άγγιγμα, ένα χαμόγελο ή η κουβέντα περί ανέμων και υδάτων πάνω απ’ το προσκεφάλι.
Θύμιζε τον θυμόσοφο και ατακαδόρο πατέρα του ο Πάνος. Τον επικαλείτο άλλωστε διαρκώς ως εμπνευστή των βαθυστόχαστων ρήσεων που ξαμολούσε και έκαναν ολόκληρη την αίθουσα σύνταξης να ξεκαρδίζεται. Εντάχθηκε στο τμήμα των συντακτών ύλης της «Εφ.Συν.», έπειτα από ικανό διάστημα στην ανεργία. Εκτιμούσε την ευκαιρία που του έδωσε το συνεταιριστικό μας εγχείρημα και μας έβγαζε πάντοτε ασπροπρόσωπους. Πολύπειρος «υλατζής», χρημάτισε επί χρόνια υπεύθυνος έκδοσης στον «Επενδυτή» μέχρι το κλείσιμό του.
Ομόρφαινε τις σελίδες μας με ευφάνταστους τίτλους, χαρακτηριστικές φωτογραφίες, συνοδευόμενες από εύγλωττες λεζάντες, με υπέρτιτλους και πλάγιους που συνόψιζαν επακριβώς κάθε ρεπορτάζ, το οποίο αναδείκνυαν τα «κασέ» του· «αρχιτέκτονας» της δημοσιογραφίας με τα όλα του. Ατομο υψηλού αναστήματος, καίτοι μικρός το δέμας. Ηπιων τόνων, αλλά με έντονη προσωπικότητα. Μιλούσε μεταξύ μύστακος –εάν είχε– και οδόντων. Ισα ίσα που ακουγόταν. Διέθετε ωστόσο ευφυές και αθόρυβο χιούμορ. Και παροιμιώδη ψυχραιμία επίσης.
Στις κρίσιμες στιγμές επωμιζόταν αυτοβούλως το απαιτητικότερο κομμάτι της δουλειάς. Και «πετούσε» καλοζυγισμένες ατάκες, με αινιγματική αγρινιώτικη προφορά, τόσο χαμηλόφωνα που καταβάλλαμε εργώδεις προσπάθειες να τις «πιάσουμε». Μόλις τις ανθιζόμαστε, όμως, σκορπούσαν τρανταχτά, λυτρωτικά γέλια. Τι λόγια να πρωτοχωρέσει για τον Παναγιώτη τούτο το στενόχωρο κατεβατό, καθώς πλημμυρίζει με το πένθιμο «γιατί» του χαμού του, οι οδυνηρές απαντήσεις στο οποίο το βρέχουν με δάκρυα; Στους γονείς, τα αδέλφια, τα ανίψια και στους πολλούς αγαπητούς του φίλους, θερμά συλλυπητήρια.
Δημήτρης Νανούρης / EφΣυν
***
Ενας έντιμος, ήσυχος ανήσυχος
Mία μόλις εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα έμαθα ότι ο Πάνος ήταν άρρωστος και μάλιστα βαριά [μπες-βγες κι εγώ στα νοσοκομεία δεν είχα πολλές επαφές με τους συναδέλφους). Και ανήμερα Χριστούγεννα ακούσαμε ότι πάει ο Πάνος. Σοκ. Σχεδόν αθόρυβα, όπως αθόρυβος, αλλά πλήρης εσωτερικών ήχων, ήταν στη ζωή του. Τα τελευταία πέντε χρόνια κάναμε λίγη παρέα στην εφημερίδα. Λιγομίλητος αλλά με ένα ιδιότυπο χιούμορ, διακριτικός, ευγενικός· αφανής σχεδόν αλλά συμπάσχων με όποιον πονούσε και στενοχωριόταν. Μας έφερνε τσικουδιά κάθε καλοκαίρι από τη Σητεία («η καλύτερη στη χώρα», περηφανευόταν -και είχε δίκιο).
Πίναμε και καπνίζαμε στον διάδρομο έξω από την εφημερίδα και λέγαμε για τα προβλήματα στη μέση μας -και άλλα. Μια μέρα μού έδωσε μια ποιητική συλλογή της εξαιρετικής ποιήτριας Πελαγίας Φυτοπούλου. Δεν θυμάμαι τι με απασχολούσε τότε και μου έτρωγε πολύ χρόνο και του πρότεινα να γράψει ο ίδιος μια μικρή κριτική. «Δεν κάνω τέτοια» μου απάντησε.
Ευτυχώς επέμεινα και μου παρέδωσε ένα διαμαντάκι, που δημοσιεύτηκε (6/3/2017) στις «Ριζοσπαστικές Αναγνώσεις». Μεταφέρω δυο λόγια του με τον προυστικής υφής πρόλογό του: «Αρκετά χρόνια πίσω καθόμουν σε μια μπάρα -σιγά την είδηση» [Στο μεταξύ γνώρισε μια κυρία] «Ηταν της γενιάς μου, είχε πολύ καλή κουβέντα, ήταν ουδέτερα νοσταλγική προς τα ξερόβραχα της πατρίδας μας, ήταν καλή πότης, ήταν ίσια στο βλέμμα». Αναρωτιόταν [στο κείμενό του]: «Αλλά, πάλι, η ποίηση υπάρχει;
Τα ποιήματα υπάρχουν ή είναι μια εφεύρεση των μορφωμένων για να με κάνουν να νιώθω αμήχανα;». Και αμέσως μετά: «Σπάνια διαβάζω ποίηση, όπως καταλάβατε, αλλά όταν το κάνω δεν περιμένω να χαρώ κιόλας. Από περιέργεια ξεκινάω και με αυτή συνήθως καταλήγω... Υπάρχει μια ποίηση με λόγο ανατρεπτικό για να μας θυμίζει πως δεν μας περισσεύει πολύς καιρός για γέλια. Μας πήραν τ' αρπακτικά του κόσμου μας και δεν προλάβαμε να οχυρωθούμε. Και τώρα δεν υπάρχει άλλος να τρέχει για μας. Μήπως έπρεπε να σταθούμε να κοιτάξουμε τα θηρία στα μάτια;».
Στη συνέχεια και αφού παραθέτει έναν στίχο της ποιήτριας «...Να την προσέχεις την ποίηση/ μια μέρα μπορεί να μας ξεκάνει όλους» καταλήγει, σχεδόν αναστενάζοντας: «Εμ, αυτά είναι που φοβάμαι».
Ευρηματική, έξυπνη, τρυφερή γραφή, αυτοσαρκαστική, ανήσυχη μέσα στην ησυχία του. Δεν γνωρίζω αν είχε διαβάσει τον Προυστ ή κάποιον από τους μπίτνικ, η γραφή του όμως έδειχνε έναν ώριμο πρωτίστως αναγνώστη και έναν ωριμότερο συγγραφέα. Κρίμα που δεν μας άφησε κάτι.
Μερικά Σάββατα πίναμε ένα ποτό στη «Μουριά», στα Εξάρχεια -ήσυχο, έντιμο ποτό. Ακριβώς όπως ήταν: ήσυχος, έντιμος, σιωπηλός, με βλέμμα όμως που σε ακτινογραφούσε. Ουδέποτε σχολιάστηκε αρνητικά στην εφημερίδα -από κανέναν. Το ήθος και η ποιότητα λάμπουν μόνο, δεν σχολιάζονται. Και αυτά θα μας λείψουν.
Γιώργος Σταματόπουλος / ΕφΣυν