Δεν έλαχε, στην περίοδο της δημοσιογραφικής μου διαδρομής, να εργαστώ υπό τη διεύθυνση του Κώστα Νίτσου, ενός από τα μυθικά δημοσιογραφικά πρόσωπα της δουλειάς μας. Συνέβη όμως να τον γνωρίσω το 1978 ως διευθυντή της βραχύβιας «Πρωινής Ελευθεροτυπίας» – βραχύβιας, μολονότι διέθετε εξαιρετικούς συντάκτες και συνεργάτες, με επικεφαλής τον Κώστα Νίτσο, αλλά χτυπούσε κυκλοφοριακά την απογευματινή αδελφή της, «Ελευθεροτυπία», πράγμα που.. οδήγησε τον εκδότη της Κίτσο Τεγόπουλο να την κλείσει.
Μέχρι τότε, ωστόσο, ο Κώστας Νίτσος είχε διανύσει μια λαμπρή δημοσιογραφική διαδρομή: διευθυντής επί μία και πλέον εικοσαετία των «Νέων», που κατέστησε μία από τις ισχυρότερες εφημερίδες. Διευθυντής (αφού «αποστρατεύτηκε» από τα «Νέα») του μοναδικού φύλλου της εφημερίδας «Αδέσμευτη Γνώμη» της ΕΣΗΕΑ, στη μεγάλη απεργία των δημοσιογράφων, τον Μάιο του 1975, που υποχρέωσε το -τότε- πανίσχυρο εκδοτικό κατεστημένο να ενδώσει στα δίκαια αιτήματα των δημοσιογράφων. Διευθυντής, όπως προανέφερα, εν συνεχεία, της «Πρωινής Ελευθεροτυπίας». Διευθυντής, για μικρό χρονικό διάσημα, το 1981, του Εθνικού Θεάτρου.
Πρότυπο
Για τους δημοσιογράφους τους ασχολούμενους με τα καλλιτεχνικά, όπως ελόγου μου, η δεύτερη σελίδα των «Νέων», που φρόντιζε ο ίδιος ο Νίτσος, ήταν από τα πρότυπά μας. Από κοντά και το περιοδικό «Θέατρο» (συλλεκτικό πλέον), που έβγαζε ο ίδιος, όπου και οι περίφημοι «Αστερίσκοι» του, που κυκλοφόρησαν το 1996 σε δύο τόμους απ’ τις εκδόσεις «Καστανιώτη». (Με εκδότη τον ίδιο τον Νίτσο κυκλοφόρησαν το 1990 σε τέσσερις τόμους τα θεατρικά άπαντα του Γιάννη Ρίτσου, με τον οποίο συνδεόταν με φιλία).
- από κείμενο του Δημήτρη Γκιώνη στην ΕφΣυν για τα πέντε χρόνια από τον θάνατο του Κώστα Νίτσου (ολόκληρο ΕΔΩ)