του Χρήστου Ξανθάκη
Συζητάγαμε προχθές με το φίλο μου τον Γιώργο (ας τον πούμε Γιώργο) από τη συλλογική κουζίνα El Chef κι έφτασε κάποια στιγμή η κουβέντα και στο τζεντριφικέσιο. Όπου μου αράδιαζε παραδείγματα να αγοράζουν ξένοι επενδυτές πολυκατοικίες ολόκληρες στα Εξάρχεια (προσφάτως μία δίπλα στη πολύπαθη πλατεία).. και να τις διπλοκλειδώνουν από το πρώτο ως το τελευταίο διαμέρισμα, κλειστά όλα, ακόμη και τα καταστήματα στο ισόγειο, ρολά κατεβασμένα, καπούτ.
«Κάνουν υπομονή», μου είπε ο Γιώργος, «το χρήμα έχει πάντοτε τη δυνατότητα να κάνει υπομονή». Και μου υπενθύμισε ότι ανάλογη ήταν η κατάσταση και το 2008, όταν τα Εξάρχεια είχαν αρχίσει να θυμίζουν χιπστεράδικη γειτονιά πριν καν απ’ τους χίπστερς, μαζεύοντας όλη την προχώ Αθήνα στα στενάκια τους. Και ήρθε ο Κορκονέας να δολοφονήσει τον Γρηγορόπουλο και τελείωσε το παραμύθι. Όπως τελείωσε και η δική μου η κουβέντα με τον Γιώργο, γιατί άμα φτάνει μια συζήτηση στον Αλέξη πως διάολο την συνεχίζεις δεν ξέρω…
Πραγματικά δεν ξέρω δηλαδή κι έχουν περάσει δώδεκα χρόνια από τότε και δεν ήταν μια δολοφονία απλή, η άσφαλτος σείστηκε, η Αθήνα δονήθηκε, οι εξουσίες αναστατώθηκαν. Γυρνάει η φίλη μου η Μαίρη, μου λέει «ήταν το Πολυτεχνείο της γενιάς μας, ήταν ένα μεγάλο κίνημα της νεολαίας». Κι ο φίλος μου ο Βαγγέλης, ο δημοσιογράφος, το γατόνι, διαφωνεί: «Προβοκάτσια ήταν Ξανθάκη, η μεγαλύτερη προβοκάτσια των τελευταίων χρόνων»!
Ακούω εγώ.
Ακούω και δεν ξέρω τι να πω, γιατί οπωσδήποτε με ερεθίζουν τόσο τα κινήματα όσο και οι προβοκάτσιες, αλλά δεν βγαίνει ούτε μια στιγμή απ’ το μυαλό μου ο δολοφονημένος πιτσιρικάς. Τόσα χρόνια μέσα στον τάφο, τόσα χρόνια στο μνήμα, τόσα χρόνια μακριά απ’ τη ζωή, απ’ το γέλιο, τη χαρά. Τώρα ο Γρηγορόπουλος θα ήταν είκοσι οκτώ χρονών, στην καλύτερη περίοδο της ζωής του, ίσως είχε σπουδάσει, ίσως είχε κάνει μεταπτυχιακά, ίσως είχε βρει την πρώτη του δουλειά, ίσως την είχε παρατήσει, ίσως κράταγε στα χέρια του ένα κορίτσι, ίσως φίλαγε ένα κορίτσι, ίσως έκανε έρωτα. Στα είκοσι οκτώ σου, ο κόσμος σου ανήκει. Δικαιωματικά…
Κι ο Αλέξης είναι στον τάφο. Ενώ ο δολοφόνος του, αφού εξέτισε την ποινή του, βρήκε καταφύγιο στους κόλπους της εκκλησίας και έγινε επίτροπος σε ναό στην Μεσσηνία. Κάτι φροντίζει, υποθέτω, κάτι βάζει στη σειρά, κάτι έχει υπό την ευθύνη του. Αν μετάνιωσε δεν ξέρω, αλλά εξ όσων θυμάμαι από τη δίκη, δεν το έφερε και βαρέως. Ίσως τώρα που βρέθηκε κοντά στον Χριστό να το ξανασκεφτεί. Ίσως, πάλι, να έχει το νου του μόνο στο παγκάρι…
Κι εμείς; Τι κάνουμε ακριβώς εμείς; Πορείες δεν προβλέπονται όπως στο Πολυτεχνείο, δεν θα βγει κανένα κόμμα να πάρει την ευθύνη και να οργανώσει συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Στα Εξάρχεια από την άλλη βασιλεύουν οι ένστολοι και αφορμή ψάχνουν για να μοιράσουν πρόστιμα. Ένα κείμενο που φέρει τις υπογραφές πνευματικών και όχι μόνο ανθρώπων, ίσως προσφέρει τη λύση:
«Η 6η Δεκεμβρίου είναι η ημέρα του Αλέξανδρου, η ημέρα των νέων ανθρώπων, που βάλλονται από παντού.
Ας τους τιμήσουμε κι ας δείξουμε πως δεν τους ξεχνάμε.
Τηρώντας όλα τα μέτρα προστασίας (φορώντας μάσκες και κρατώντας αποστάσεις) θα βρεθούμε στην οδό Μεσολογγίου και Τζαβέλλα, στον τόπο της δολοφονίας του Αλέξανδρου, στο μνημείο που έχει στηθεί.
Για να αφήσουμε ένα λουλούδι, ένα γράμμα, μία υπόσχεση».
Ένα λουλούδι, ένα γράμμα, μια υπόσχεση. Ας το προσπαθήσουμε κι όπου μας βγάλει...
- από το newpost