«Κακόβουλη», ενδεχομένως,.. ήταν και η «Καθημερινή» (όχι και πολύ φιλική προς τον ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδα...) που πριν από τρεις περίπου εβδομάδες είχε γράψει για «προσπάθεια του Μεγάρου Μαξίμου να ελέγξει τον ΕΟΔΥ» για να διορθώσει «αρρυθμίες» στη λειτουργία του, ενώ είχε αναφερθεί σε σύσκεψη που έγινε γι αυτόν ακριβώς το λόγο.
Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει πλέον καμία δυνατότητα εμπιστοσύνης στη σχέση της κοινωνίας με τους διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης. Έτσι κι αλλιώς, είχε γίνει φανερό εδώ και καιρό ότι γίνεται υποκαταγραφή των κρουσμάτων λόγω του πολύ περιορισμένου αριθμού των τεστ.
Επίσης, δεν είναι αντιπροσωπευτικό το πληθυσμιακό δείγμα που ελέγχεται, με αποτέλεσμα να μην είναι αξιόπιστα τα αποτελέσματα.
Από τη στιγμή που δεν υπήρχε και δεν υπάρχει έγκυρη εικόνα για την έκταση της πανδημίας, ήταν και είναι αντικειμενικά αδύνατη η πρόληψη και η έγκαιρη παρέμβαση στις πολύ επιβαρυμένες περιοχές. Αυτό, άλλωστε, πληρώνουμε τώρα με την τραγική κατάσταση στα νοσοκομεία, ειδικά στη βόρεια Ελλάδα.
Το νέο στοιχείο που προκύπτει μετά τα δημοσιεύματα της Κυριακής είναι ότι μαίνεται άγριος ενδοκυβερνητικός εμφύλιος. Ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας και ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ Παναγιώτης Αρκουμανέας εκτίθενται ως υπαίτιοι της αποτυχίας. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση βρέθηκε σε αδιέξοδο σε σχέση με την πανδημία, μαχαιρώνονται στα συντρίμμια.
Όλη αυτή την διαλυτική κατάσταση η επιτροπή των επιστημόνων που συμβουλεύει την κυβέρνηση την παρακολουθεί με απάθεια. Ποτέ δεν προειδοποίησαν για τους κινδύνους που συνεπάγεται η αναξιοπιστία στην καταγραφή των κρουσμάτων, ούτε για κυβερνητικές αποφάσεις αντίθετες προς τις δικές τους εισηγήσεις, όπως το άνοιγμα του τουρισμού το καλοκαίρι χωρίς καμία προϋπόθεση.
Και τώρα, μέσα στον θόρυβο για την υπόθεση Κικίλια - Αρκουμανέα, μέλη της επιτροπής λένε αντιφατικά πράγματα που δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλές συμπέρασμα. Η φωτιά θα μπορούσε να σβήσει με μια αναλυτική δήλωση του Σωτήρη Τσιόδρα που δεν έγινε ή με μια ανακοίνωση της επιτροπής που επίσης δεν εκδόθηκε.
Η ευθύνη των επιστημόνων είναι μεγάλη. Με τον αποσπασματικό και ανοργάνωτο τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνουν στη δημόσια συζήτηση συντηρούν τη σύγχυση και επομένως επιτείνουν τη συλλογική ανασφάλεια.
Η δημόσια παρουσία τους δεν είναι θεσμική και γι' αυτό δεν μπορούν να ανακουφίσουν την ελληνική κοινωνία που παρακολουθεί, ζαλισμένη, αποκαλύψεις, καταγγελίες, διαψεύσεις, φήμες, χωρίς να μπορεί να στηριχτεί σε κάποια βεβαιότητα.
Οι επιστήμονες δεν αποστασιοποιούνται από το σύστημα Μητσοτάκη που συγκλονίζεται από εμφύλιες έριδες και εσωτερικά ανταγωνιστικά πάθη με αποτέλεσμα να μολύνονται από την τοξικότητα του αλληλοσπαραγμού του.
Και αυτό είναι τραυματικό για το κύρος τους, πολύ περισσότερο για τους ανθρώπους που υποφέρουν από την ασθένεια, από το φόβο του θανάτου, από την αγωνία για τους δικούς τους και για την επόμενη μέρα - μαζί και από την ανικανότητα της κυβέρνησης να τους προστατεύσει.