του Χρήστου Ξανθάκη
Δεν μου συμβαίνει συχνά να ζηλεύω στον βίο τον δημοσιογραφικό. Εγωιστής είμαι, το παραδέχομαι, και όπως όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοι (και συνδέλφισσες!) νομίζω ότι τα κάνω όλα καλύτερα απ’ τους άλλους. Καμιά φορά ωστόσο, την καταπίνω την περηφάνια μου και το βγάζω το καπέλο…
Βλέπε το χθεσινό άρθρο.. της Ίντια Νάιτ στους Times του Λονδίνου, που έφερε τον τίτλο:
«Την προηγούμενη φορά χειροκροτήσαμε και μείναμε ενωμένοι. Τώρα αναρωτιόμαστε: Έχει κανείς ιδέα τι συμβαίνει;»
Φακ με ιφ άι νόου, που λένε και στο Ιστ Εντ. Κι αν αναρωτιέται η Νάιτ τι στο διάολο συμβαίνει στη Βρετανία, έναν κολοσσό του παγκόσμιου γίγνεσθαι, τι να πούμε ακριβώς εμείς εδώ πέρα στην Ψωροκώσταινα;
Ναι, την πρώτη φορά χειροκροτήσαμε. Όχι εγώ δηλαδή, εγώ δεν χειροκροτάω ούτε τον Παναθηναϊκό αυτές τις μέρες, αλλά ουκ ολίγοι συμπατριώτες μας ήταν που βγήκαν στα μπαλκόνια και δώσε παλαμάκια. Όσο για το ενωμένοι, υποδειγματική νομίζω πως ήταν η συμπεριφορά μας απέναντι στην πανδημία αφενός και στην καραντίνα αφετέρου.
Σποραδικά μόνο ήταν τα περιστατικά παλαβομάρας και ωχαδερφισμού και δεν αποτελούσαν σε καμία περίπτωση τον κανόνα. Μάλιστα ενωμένοι, ακόμη και το κίνημα το αντιλοκντάουν εντελώς ψόφιο ήταν σε σχέση με τις φουρτούνες άλλων χωρών.
Και ύστερα ήρθε το καλοκαίρι. Ύστερα ήρθε ο νόμος των τουρ οπερέητορς που επέβαλαν τη θέλησή τους. Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε, φέρτε φράγκα παιδιά, ντουλά, μπερντέ, μπικικίνια να λιγδώσει της πιάτσας το αντεράκι. Και βλέπουμε ύστερα τι θα συμβεί, βλέπουμε ύστερα τι θα προκύψει, βλέπουμε ύστερα πως θα αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες…
Και περιμένεις λοιπόν από τον μέσο Έλληνα (για να μη πω τον μέσο πιτσιρικά!) να βλέπει αυτό το πάρτι και να μην παίρνει πατρόν; Και περιμένεις λοιπόν να μην του μπούνε ιδέες ότι κάτι παίζεται πίσω απ’ την πλάτη του, για να μην πω πάνω στον κώλο του; Και περιμένεις λοιπόν να μην ξυπνήσει μέσα του, βαθιά στα σκώτια, το αγνό, απλό, ανόθευτο «δε γαμιέται» που χαρακτηρίζει τη φυλή μας; Και περιμένεις λοιπόν να μην γίνουμε κουλουβάχατα;
Για να μην μιλήσω για τους παπάδες, που απέδειξαν για μία ακόμη φορά ότι δίχως την ευλογία τους δεν κουνιέται φύλλο σε αυτόν τόπο. Κανείς δεν τους αντιστέκεται, κανείς δεν τους πάει κόντρα, κανείς δεν τους βγάζει γλώσσα. Κλείνει η εστίαση, κλείνει η ψυχαγωγία, στο δρόμο ένα σωρό άνθρωποι, τι τα θέλουν τα λεφτά, τρακόσια κιλά θα γίνουν; Οι εκκλησίες όμως κανένα πρόβλημα, οι παπάδες καμία μάσκα κι όσο για τη Θεία Μετάληψη, τι το θες το κουταλάκι να μου δώσεις το φαρμάκι που θα τραγούδαγε ο συγχωρεμένος ο Μητροπάνος…
Οπότε έχει δίκιο η κυρά Ίντια. Ή έστω ο υλατζής που της διάλεξε τον τίτλο, έχει απόλυτο δίκιο. Την προηγούμενη φορά γίναμε όλοι και όλες μια γροθιά και είπαμε πάμε στη μάχη να πολεμήσουμε. Τώρα όμως; Τώρα που μπήκαν οι καλικάντζαροι μέσα μας κι αναρωτιόμαστε αν έχει κανείς ιδέα τι συμβαίνει; Αν έχει κανείς ιδέα τι μας περιμένει; Αν έχει κανείς ιδέα πώς θα τα βγάλουμε πέρα; Πώς θα επιβιώσουμε γαμώ την τρέλα μου στο σύνολό μας, όχι πέντε εδώ και άλλοι δέκα πιο πέρα; Λυπούμαι πάρα πολύ, αλλά αυτή τη φορά τα βλέπω τα μπαλκόνια να μένουν έρημα και ο μοναδικός ήχος που θα ακούγεται απ’ τις μπαλκονόπορτες θα είναι εκείνος του Netflix…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr