του Χρήστου Ξανθάκη
Πας στην Νάπολι, μπαίνεις σ’ ένα μαγαζί, τρεις φωτογραφίες βλέπεις:
Την φωτογραφία της μαμάς, τη φωτογραφία του πολιούχου Σαν Τζενάρο και τη φωτογραφία του Ντιέγκο Μαραντόνα!
Τα δύο πρώτα εξηγούνται εύκολα, καθώς έχουν να κάνουν με τα θεία ή ό,τι τέλος πάντων έχουμε μάθει να θεωρούμε θείο στις ζωές μας..Το τρίτο είναι μια σχετικώς νέα προσθήκη, από τα χρόνια που ο Ντιέγκο ζωγράφιζε με τη φανέλα της πόλης και της χάριζε πρωταθλήματα. Τον πιο δύσκολο άθλο απ’ όλους, σε μια Ιταλία παντοτινά διχασμένη και παντοτινά χωρισμένη στα δύο. Όχι, λάθος έκανα, ο Μαραντόνα δεν χάρισε κανένα πρωτάθλημα στη Νάπολι. Ο Μαραντόνα χάρισε στη Νάπολι τη χαμένη της περηφάνια…
Και κάπως έτσι αναδείχθηκε σε τρίτο μέλος της αγίας και ομοουσίου τριάδος, μαμά, Σαν Τζενάρο, Ντιεγκίτο. Και κάπως έτσι κλαίνε σήμερα τα στενά και τα σοκάκια στην πόλη της Μαφίας, για μια φυσιογνωμία που σπάνια θα ξαναδούμε. Όχι μόνο στο χορτάρι, όχι μόνο στο γήπεδο, αλλά στον κόσμο ολόκληρο. Όπως θα λέγανε και στην ταινία «Τελευταία Έξοδος Ρίτα Χέηγουορθ»:
Ο Μαραντόνα μπουσούλησε μέσα σ’ ένα ποτάμι με σκατά και βγήκε καθαρός απ’ την άλλη πλευρά…
Ποτάμι; Σιγά το ποταμάκι! Μέσα σ’ έναν ωκεανό με σκατά κολύμπησε ο Ντιέγκο στη ζωή του όλη και δεν κόλλησε τίποτε επάνω του.
Ε ναι, γιατί να το αρνηθούμε, ναρκομανής, ψεύτης, απατεώνας, ζουρλός, κάφρος, δεν έλειπε και τίποτα απ’ τον μπαχτσέ του παιχταρά. Τις γραμμές τις ρούφαγε σαν την ηλεκτρική σκούπα, στο γήπεδο μέσα παραμύθιαζε τους πάντες, εκτός γηπέδου γινόταν βίαιος σε πρώτη ευκαιρία, μια φορά κι έναν καιρό είχε ταμπουρωθεί σπίτι του και ντουφέκαγε σαν τα κοτσύφια τους δημοσιογράφους που περίμεναν απέξω. Και από τακτ, τι να σας πω. «Σκουπίδι» ήταν ο ελαφρύτερος χαρακτηρισμός του για τον πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Τζορτζ Μπους τον νεώτερο!
Οπότε θα περίμενε κανείς να τον θεωρεί ο κόσμος κάτι σαν απόβρασμα, κάτι σαν σίχαμα, κάτι σαν γλίτσα και να απεχθάνεται και τη σκιά του ακόμη. Αντ’ αυτού, η λατρεία του Ντιέγκο μεγάλωνε μέρα με την ημέρα και οι οπαδοί του, οι οπαδοί αυτής της πολύχρωμης προσωπικότητας αυξάνονταν διαρκώς. Κι ο μύθος του, αντί να σβήνει έπαιρνε διαστάσεις εξωφρενικές. Πλάι στη μαμά και στον Σαν Τζενάρο…
Η εξήγηση; Η εξήγηση είναι απλή, είναι πάρα πολύ απλή:
Ο Μαραντόνα ήταν ένας από εμάς!
Δεν ήταν σπουδαγμένος, δεν ήταν μορφωμένος, δεν ήταν καν άριστος, αλλά καταλάβαινε απ’ τα σκώτια του μέσα πως περνούν και πως ταλαιπωρούνται οι ταπεινοί αυτού του κόσμου. Και φρόντιζε σε πρώτη ευκαιρία να το υπενθυμίζει στους κάθε είδους πανίσχυρους, είτε βγάζοντάς τους τη γλώσσα είτε υποστηρίζοντας τους εχθρούς τους. Τον Φιντέλ Κάστρο, τον Ούγκο Τσάβεζ, τον Νικολάς Μαδούρο.
Και δεν λέω εδώ ότι ο Ντιέγκο γνώριζε από πολιτική και οικονομία και διεθνείς σχέσεις. Λέω ότι με το δικό του στραβό και ανάποδο τρόπο έδειχνε καθαρά πως είναι με τα κορόιδα. Πως είναι με τους παρακατιανούς, πως είναι με τους ποπολάρους, πως είναι με την πλέμπα. Πως είναι με όσους και όσες δεν έχουν και δεν θα βρουν ποτέ στον ήλιο μοίρα. Ναι, με τα στραβά του και τ’ ανάποδά του και με τις καταστροφικές του συνήθειες που τον έστειλαν εν τέλει στον τάφο.
Και λοιπόν; Δικιά του ήταν η ζωή να τη σπαταλήσει και την σπατάλησε.
Con gusto, που λένε και στη Νάπολι, πίνοντας το εσπρεσάκι τους στη σκιά του Βεζούβιου…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost