Μια φίλη που δεν την λέγαν Λίνα. Αλλιώς την έλεγαν δηλαδή, αλλά ας την πούμε ‘Λίνα’ για να πάει το έργο παρακάτω. Η Λίνα που δεν την λέγαν Λίνα ήταν συμμαθήτρια μας. Η πρώτη της τάξης μας που παντρεύτηκε. Τρελός έρωτας, τρελός για δέσιμο, βαθύς κι αβυσσαλέος. Ο Νίκος που δεν τον λέγαν Νίκο, ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος.. Μακριά μαλλιά και γένια κατά το τρέντ της εποχής, έπαιζε και κιθάρα αμέ, Συννεφούλα Συννεφούλα να γυρίσεις σου ζητώ. Μαρκούζε, χακί αμπέχωνο και στον τοίχο ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο. Όλα τα είχε ο Νίκος, all inclusive που λένε και τα κορίτσια έλιωναν.
Τρέλα έπαθε με τη Λίνα. Τρέλα, αμόκ, έχασε τον κόσμο του, έχασε το φως του. Πάνε όλες οι γκόμενες οι πρώην κι οι επόμενες, Λίνα, Λίνα μόνο Λίνα, Λίνα κι άγιος ο Θεός. Από πίσω την κυνηγούσε, έξω από το σπίτι της την έστηνε και να τα ραβασάκια, να τα βιβλία τα κόκκινα του Μάο και τα κεφάλαια του Μαρξ με ολίγη από Αναγνωστάκη.
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ.
Μαλακίες. Φιγούρα σκέτη. Ούτε που νόγαγε ο Νίκος απ’ τα μεγάλα του ποιητή. Απλώς τα παπαγάλιζε για να μαγέψει την Δουλτσινέα του. Κι εκείνη μαγεύτηκε. Κι όταν έμεινε έγκυος παντρεύτηκαν τσακ μπαμ. Σταμάτησε κι εκείνη τις σπουδές, ε λίγο να ξεπεταχτεί το παιδί και μετά θα συνέχιζε.
Τα όμορφα παλικάρια όμορφα καίγονται. Περνούν τα χρόνια και προσπερνούν τα όνειρα. Κάτι πάει στραβά, μια αρρώστια, μια κακιά στιγμή, μια λάθος εκτίμηση, κι έρχεται η ζωή σου τούμπα. Το συνηθίζεις σιγά σιγά. Μπορεί να μην έγινες ποτέ η μετενσάρκωση του Τσε Γκεβάρα αλλά δόξα τω Θεώ να λέμε. Μια δουλειά καλή, μια καλή γυναίκα, ένα καλό παιδί, ένα δεύτερο καλό παιδί κι ένα ρεμάλι που δεν ξέρεις σε ποιον έμοιασε. Πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν τα εγγόνια…
Με τη Λίνα και τον Νίκο βγήκαμε έξω ένα βράδυ αυτό που λένε ‘τα δυο ζευγάρια’. Ήταν η δίκη της Ελένης Τοπαλούδη τότε και γι’ αυτό συζητούσαμε. Για την βία, την γυναικοκτονία, την πατριαρχία. Ο Νίκος πρώτος και καλύτερος, φεμινιστής ένθερμός και ενθουσιώδης.
«Μα πώς μπορούν κι απλώνουν χέρι σε μια γυναίκα, πώς; Με ποιο δικαίωμα τα καθάρματα; Α όλα κι όλα εγώ είμαι φεμινιστής».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς ο Νίκος ο φεμινιστής δεν άφησε τη γυναίκα του σε χλωρό κλαρί. Ό,τι έλεγε κι ό,τι έκανε η Λίνα το έβγαζε σκάρτο.
«Άστο κορίτσι μου δεν τα λες καλά, θα το πω εγώ.»
«Θυμάσαι Έλενα τι κουκλάρα ήταν το γυναικάκι μου, παν αυτά τώρα ε γριούλα μου;»
«Λίνα, μην τρως άλλο δεν θα χωράς στην πόρτα χαχαχα».
«Αν παχύνεις κι άλλο θα σε χωρίσω χαχαχα».
«Τότε που περνούσε η μπογιά σου χαχαχα…»
«Τον γιο ΤΗΣ απ’ τα κανακέματα τον έκανε σαν τα μούτρα της…»
«Ο γιος ΜΟΥ πήρε υποτροφία».
«Άσε να μιλήσουμε κι εμείς που ξέρουμε πέντε πράγματα παραπάνω».
«Δεν είναι ‘κοινοτυπία’ είναι ‘κοινοτοπία’ αγάπη μου.»
Έτσι πήγε το βιολί όλο το βράδυ. Η Λίνα με το χαμόγελο στα χείλη αποδεχόταν τα πατσαβούρια που έτρωγε στη μούρη σαν να ήταν κάτι νορμάλ. Μια κανονικότητα, μια καθημερινότητα δυστοπική, το σύνδρομο της Στοκχόλμης σε όλο του το μεγαλείο. Αν κάποιος τής μιλούσε για λεκτική κακοποίηση, θα τού ‘κοβε και την καλημέρα.
«Αν άπλωνες χέρι πάνω μου Νίκο, θα στο έκοβα από τη ρίζα». είπε του Νίκου κι εκείνος τής χαμογέλασε.
Ο θύτης και το θύμα πιάστηκαν αγκαζέ και κατηφόρισαν προς το πάρκινγκ.
Δεν υπάρχει μόνον σωματική κακοποιήση. Υπάρχει και λεκτική κακοποίηση.
Τρέλα έπαθε με τη Λίνα. Τρέλα, αμόκ, έχασε τον κόσμο του, έχασε το φως του. Πάνε όλες οι γκόμενες οι πρώην κι οι επόμενες, Λίνα, Λίνα μόνο Λίνα, Λίνα κι άγιος ο Θεός. Από πίσω την κυνηγούσε, έξω από το σπίτι της την έστηνε και να τα ραβασάκια, να τα βιβλία τα κόκκινα του Μάο και τα κεφάλαια του Μαρξ με ολίγη από Αναγνωστάκη.
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ.
Μαλακίες. Φιγούρα σκέτη. Ούτε που νόγαγε ο Νίκος απ’ τα μεγάλα του ποιητή. Απλώς τα παπαγάλιζε για να μαγέψει την Δουλτσινέα του. Κι εκείνη μαγεύτηκε. Κι όταν έμεινε έγκυος παντρεύτηκαν τσακ μπαμ. Σταμάτησε κι εκείνη τις σπουδές, ε λίγο να ξεπεταχτεί το παιδί και μετά θα συνέχιζε.
Τα όμορφα παλικάρια όμορφα καίγονται. Περνούν τα χρόνια και προσπερνούν τα όνειρα. Κάτι πάει στραβά, μια αρρώστια, μια κακιά στιγμή, μια λάθος εκτίμηση, κι έρχεται η ζωή σου τούμπα. Το συνηθίζεις σιγά σιγά. Μπορεί να μην έγινες ποτέ η μετενσάρκωση του Τσε Γκεβάρα αλλά δόξα τω Θεώ να λέμε. Μια δουλειά καλή, μια καλή γυναίκα, ένα καλό παιδί, ένα δεύτερο καλό παιδί κι ένα ρεμάλι που δεν ξέρεις σε ποιον έμοιασε. Πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν τα εγγόνια…
Με τη Λίνα και τον Νίκο βγήκαμε έξω ένα βράδυ αυτό που λένε ‘τα δυο ζευγάρια’. Ήταν η δίκη της Ελένης Τοπαλούδη τότε και γι’ αυτό συζητούσαμε. Για την βία, την γυναικοκτονία, την πατριαρχία. Ο Νίκος πρώτος και καλύτερος, φεμινιστής ένθερμός και ενθουσιώδης.
«Μα πώς μπορούν κι απλώνουν χέρι σε μια γυναίκα, πώς; Με ποιο δικαίωμα τα καθάρματα; Α όλα κι όλα εγώ είμαι φεμινιστής».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς ο Νίκος ο φεμινιστής δεν άφησε τη γυναίκα του σε χλωρό κλαρί. Ό,τι έλεγε κι ό,τι έκανε η Λίνα το έβγαζε σκάρτο.
«Άστο κορίτσι μου δεν τα λες καλά, θα το πω εγώ.»
«Θυμάσαι Έλενα τι κουκλάρα ήταν το γυναικάκι μου, παν αυτά τώρα ε γριούλα μου;»
«Λίνα, μην τρως άλλο δεν θα χωράς στην πόρτα χαχαχα».
«Αν παχύνεις κι άλλο θα σε χωρίσω χαχαχα».
«Τότε που περνούσε η μπογιά σου χαχαχα…»
«Τον γιο ΤΗΣ απ’ τα κανακέματα τον έκανε σαν τα μούτρα της…»
«Ο γιος ΜΟΥ πήρε υποτροφία».
«Άσε να μιλήσουμε κι εμείς που ξέρουμε πέντε πράγματα παραπάνω».
«Δεν είναι ‘κοινοτυπία’ είναι ‘κοινοτοπία’ αγάπη μου.»
Έτσι πήγε το βιολί όλο το βράδυ. Η Λίνα με το χαμόγελο στα χείλη αποδεχόταν τα πατσαβούρια που έτρωγε στη μούρη σαν να ήταν κάτι νορμάλ. Μια κανονικότητα, μια καθημερινότητα δυστοπική, το σύνδρομο της Στοκχόλμης σε όλο του το μεγαλείο. Αν κάποιος τής μιλούσε για λεκτική κακοποίηση, θα τού ‘κοβε και την καλημέρα.
«Αν άπλωνες χέρι πάνω μου Νίκο, θα στο έκοβα από τη ρίζα». είπε του Νίκου κι εκείνος τής χαμογέλασε.
Ο θύτης και το θύμα πιάστηκαν αγκαζέ και κατηφόρισαν προς το πάρκινγκ.
Δεν υπάρχει μόνον σωματική κακοποιήση. Υπάρχει και λεκτική κακοποίηση.
- το κείμενο της Ελενας Ακρίτα είναι από ΤΑ ΝΕΑ (28.11.2020)