Ο Γιώργος Καρελιάς γράφει στο news247 για τα λάθη και τις βιαστικές κινήσεις της κυβέρνησης, η οποία επαναπαύθηκε στο success story της άνοιξης. Οι "φτιαχτές καλές ειδήσεις" και οι φρούδες ελπιδες
Όταν τα πράγματα πάνε καλά, οι κυβερνήσεις διεκδικούν όλα τα εύσημα. Κρύβουν τα λάθη και αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού την.. κριτική. Όμως, όταν οι καταστάσεις ζορίζουν, αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν, τα ρίχνουν στην αντιπολίτευση και διοχετεύουν καλές, δήθεν, ειδήσεις για «μεγάλα έργα» και «μεταρρυθμίσεις» που «θα αλλάξουν τη ζωή μας». Είναι η προπαγανδιστική μέθοδος αλλαγής της ατζέντας, από την οποία δεν θα μπορούσε να αποστεί η σημερινή κυβέρνηση.
Και τα τρία αυτά στάδια τα έχουμε δει από την περασμένη άνοιξη, όταν ξέσπασε το κύμα της πανδημίας. Τότε, επειδή η Ελλάδα ήταν από τις χώρες που επλήγη λιγότερο, η κυβέρνηση απέκρουε κάθε κριτική ούτε δεχόταν τις επίμονες προτάσεις για ενίσχυση των νοσοκομείων, ώστε να είναι πιο έτοιμα αν ερχόταν δεύτερο κύμα της πανδημίας.
Ορισμένες κινήσεις έγιναν βιαστικά και χωρίς αυστηρά μέτρα. Το άνοιγμα του τουρισμού, για παράδειγμα, έγινε αρχικά χωρίς να απαιτείται τεστ για κάθε επισκέπτη. Και η απόφαση αυτή επενδύθηκε με επιστημονικά επιχειρήματα.
Το ίδιο συνέβη με την πρόταση να γίνονται μαζικά τεστ, ώστε να υπάρχει ασφαλέστερη εικόνα για την υγεινομική κατάσταση. Ετσι, στη σύσταση ορισμένων επιστημόνων «τεστ, τεστ, τεστ», ο κ. Τσιόδρας είχε απαντήσει ότι δεν προκρίνεται αυτή η μέθοδος γιατί δίνει «ψευδή αίσθηση ασφάλειας» και θα οδηγούσε σε «σπατάλη πόρων». Με αυτή τη λογική, η κυβέρνηση ποτέ δεν επέτρεψε να καλύπτει ο ΕΟΠΥΥ το κόστος του τεστ. Το πόσο μακριά από την πραγματική υγειονομική εικόνα, για παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, ήταν οι επιστήμονες φάνηκε από τη δήλωση Τσιόδρα στις Σεπτεμβρίου ότι η Θεσσαλονίκη «πάει καλά», σε αντίθεση με την Αθήνα.
Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση επαναπαύθηκε στο success story της άνοιξης. Και αγνόησε τις προειδοποιήσεις ότι μπορεί ο ιός να επανέλθει στο φθινόπωρο. Ετσι, δεν ενίσχυσε τα μέσα μεταφοράς, ήταν δίβουλη μπροστά σε όσα γίνονταν στο χώρο της Εκκλησίας (έπρεπε να πεθάνει ένας Μητροπολίτης και να νοσηλευθεί ο Αρχιεπίσκοπος, για να ανοίξουν τα στόματα) και, κυρίως, αγνόησε τις επανειλημμένες εκκλήσεις των ίδιων των ανθρώπων της υγείας (που, κατά τα άλλα αποκαλούσε ήρωες) να ενισχύσει τα νοσοκομεία, με αποτέλεσμα να τρέχει κυριολεκτικά στο παρά πέντε να εκπαιδεύσει προσωπικό για να στελεχώσει τις ΜΕΘ.
Τώρα που οι άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα κατά δεκάδες ή και εκατοντάδες και ξένα μέσα ενημέρωσης δεν αναπέμπουν πια ύμνους, αλλά λένε ότι η πανδημία έχει ξεφύγει στην Ελλάδα (αλλά, φυσικά, αυτά δεν προβάλλονται εδώ, όπως προβάλλονταν οι ύμνοι της άνοιξης), η κυβέρνηση πρέπει να αλλάξει την ατζέντα. Και το επιχειρεί, μέρα παρά μέρα, με τρεις τρόπους:
Πρώτον, δίνοντας φρούδες ελπίδες στους ανθρώπους που πλήττονται από τις απαγορεύσεις, διοχετεύοντας «σενάρια» για το άνοιγμα της αγοράς. Ποιο άνοιγμα με καλπάζουσα την πανδημία κι ενώ οι ειδικοί προειδοποιούν ότι βιαστικές κινήσεις μπορεί να έχουν μεγαλύτερο κόστος;
Δεύτερον, παίζοντας το «παιχνίδι» με τα εμβόλια, όταν όλοι οι ειδικοί λένε ότι για να εμβολιαστεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα χρειαστούν πέντε μήνες. «Καλό Πάσχα», δηλαδή, όπως είπε ένας γιατρός. Τί νόημα έχει αυτή η συζήτηση, όταν είμαστε στο Νοέμβριο, η αλυσίδα των θανάτων μεγαλώνει, οι ΜΕΘ εξαντλούνται και ο χειμώνας είναι μπροστά μας;
Τρίτον, διοχετεύοντας στα φιλικά της μέσα ενημέρωσης σχέδια «μεγάλων έργων» και «μεταρρυθμίσεις», που(προεξοφλούν ότι) «θα αλλάξουν τη ζωή μας». Όλα αυτά, φυσικά, βασίζονται στο(αναμενόμενο) πακέτο των ευρωπαϊκών κονδυλίων, για το οποίο, όμως, ακόμα δεν υπάρχει κανένα φως. Ποιο νόημα έχει αυτή η συζήτηση; Μα, να αλλάξει την ατζέντα δια της «μεθόδου των καλών ειδήσεων», η οποία, φυσικά, παραβλέπει ή κρύβει τι θα αφήσει πίσω της η πανδημία: έλλειμμα μνημονιακων εποχών, εξαφάνιση χιλιάδων επιχειρήσεων, θηριώδη ανεργία.
Φυσικά, ο κόσμος διψάει για καλές ειδήσεις, που θα λευκάνουν κάπως τη μαυρίλα από την μακάβρια κορονοατζέντα. Αρκεί αυτές οι ειδήσεις να μην είναι τόσο φτιαχτές που να δημιουργούν ψευδαισθήσεις. Είναι αυτό που έχει πει ο Μπιλ Γκέιτς: «Αν δεν μπορείς να το κάνεις καλό, τουλάχιστον κάνε το να φαίνεται καλό». Ή αυτό που έχει πει ο Μίλαν Κούντερα: «Η αισιοδοξία είναι το όπιο του λαού»