Πίστευα ακόμα, ειλικρινά, ότι η κακοποίηση ήταν έγκλημα της βαθιάς επαρχίας και των εξαθλιωμένων οικονομικά στρωμάτων - μια τραγική παρενέργεια της φτώχιας και της άγνοιας.
Τη δεύτερη φορά που άκουσα από γυναίκα που αγαπούσα και θαύμαζα ότι ο άντρας της τη σάπιζε στο ξύλο κάθε μέρα, ακόμα και μπροστά στο παιδί, έμεινα άναυδος. Μια γυναίκα δυναμική, θαρραλέα, ανεξάρτητη και φιλόστοργη, χαρισματική επιστήμων - πώς ήταν δυνατόν;
Τη δεύτερη φορά που άκουσα από γυναίκα που αγαπούσα και θαύμαζα ότι ο άντρας της τη σάπιζε στο ξύλο κάθε μέρα, ακόμα και μπροστά στο παιδί, έμεινα άναυδος. Μια γυναίκα δυναμική, θαρραλέα, ανεξάρτητη και φιλόστοργη, χαρισματική επιστήμων - πώς ήταν δυνατόν;
Πίστευα ακόμα, ειλικρινά, πως οι άντρες που δέρνουν τις γυναίκες τους εντοπίζουν και τρέφονται από κάποια αδυναμία.
Τρίτη φορά δεν υπήρξε, γιατί στο μεταξύ είχαν ανοίξει τα μάτια μου, έστω κι αργοπορημένα, κι είχα αντιληφθεί πως η απορία μου ήταν κομμάτι του προβλήματος: αναζητούσα την αιτία ενός απεχθούς εγκλήματος στο θύμα του, στις ακραίες συνθήκες - σε οτιδήποτε, προκειμένου να μην παραδεχτώ ότι ο μόνος ένοχος, ο δράστης, ήταν ένας άντρας καθημερινός, που ενδεχομένως, στην επιφάνεια του κοιωνικού του ρόλου, ελάχιστα διέφερε από μένα.
Σήμερα, ευτυχώς, αναγνωρίζουμε δημόσια πως το έγκλημα της κακοποίησης δεν λογαριάζει κοινωνικές, οικονομικές, ή άλλες παραμέτρους, ότι οποιαδήποτε γυναίκα είναι δυνάμει θύμα, κι ότι ο εγκληματίας δεν έχει κέρατα και κόκκινα μάτια, αλλά μπορεί να είναι ο - εξ όψεως καλός και αφοσιωμένος - σύζυγος της διπλανής πόρτας.
Και συγχρόνως, ορισμένα μέσα ενημέρωσης, κι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, μένουν εγκληματικά καθηλωμένα στο παρελθόν, κι εξακολουθούν να στοχοποιούν τα θύματα: "έρωτες" που "θολώνουν το μυαλό", όπλα που εκπυρσοκροτούν από μόνα τους, γυναίκες που ακόμα και νεκρές υπομένουν την κακοποίηση, όταν δεν ενοχοποιούνται ανερυθρίαστα για τα "πάθη" που οδήγησαν, τάχα, στη δολοφονία τους.
Να αφουγκραζόμαστε τις γυναίκες, λοιπόν - συγγενείς και φίλες, συνεργάτιδες και γνωστές - όταν, με πελώριο θάρρος, μας ανοίγουν την καρδιά τους, για ν' ανοίξουμε, με τη σειρά μας, το μυαλό μας.
Κανένα θύμα αγριότητας δεν είναι ένοχο. Κανένα έγκλημα δεν διαπράττεται από μόνο του. Καμιά γυναίκα δεν πρέπει, μπροστά στη βία, να αισθάνεται μόνη.
Τρίτη φορά δεν υπήρξε, γιατί στο μεταξύ είχαν ανοίξει τα μάτια μου, έστω κι αργοπορημένα, κι είχα αντιληφθεί πως η απορία μου ήταν κομμάτι του προβλήματος: αναζητούσα την αιτία ενός απεχθούς εγκλήματος στο θύμα του, στις ακραίες συνθήκες - σε οτιδήποτε, προκειμένου να μην παραδεχτώ ότι ο μόνος ένοχος, ο δράστης, ήταν ένας άντρας καθημερινός, που ενδεχομένως, στην επιφάνεια του κοιωνικού του ρόλου, ελάχιστα διέφερε από μένα.
Σήμερα, ευτυχώς, αναγνωρίζουμε δημόσια πως το έγκλημα της κακοποίησης δεν λογαριάζει κοινωνικές, οικονομικές, ή άλλες παραμέτρους, ότι οποιαδήποτε γυναίκα είναι δυνάμει θύμα, κι ότι ο εγκληματίας δεν έχει κέρατα και κόκκινα μάτια, αλλά μπορεί να είναι ο - εξ όψεως καλός και αφοσιωμένος - σύζυγος της διπλανής πόρτας.
Και συγχρόνως, ορισμένα μέσα ενημέρωσης, κι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, μένουν εγκληματικά καθηλωμένα στο παρελθόν, κι εξακολουθούν να στοχοποιούν τα θύματα: "έρωτες" που "θολώνουν το μυαλό", όπλα που εκπυρσοκροτούν από μόνα τους, γυναίκες που ακόμα και νεκρές υπομένουν την κακοποίηση, όταν δεν ενοχοποιούνται ανερυθρίαστα για τα "πάθη" που οδήγησαν, τάχα, στη δολοφονία τους.
Να αφουγκραζόμαστε τις γυναίκες, λοιπόν - συγγενείς και φίλες, συνεργάτιδες και γνωστές - όταν, με πελώριο θάρρος, μας ανοίγουν την καρδιά τους, για ν' ανοίξουμε, με τη σειρά μας, το μυαλό μας.
Κανένα θύμα αγριότητας δεν είναι ένοχο. Κανένα έγκλημα δεν διαπράττεται από μόνο του. Καμιά γυναίκα δεν πρέπει, μπροστά στη βία, να αισθάνεται μόνη.
Αύγουστος Κορτώ (fb)