Αναλυτικά η ανάρτηση του Γιάννη Αλμπάνη στο fb:
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η οικογένεια Βασιλοπούλου έμενε στη Γούβα στο Παγκράτι. Στο Παγκράτι γενικά κυριαρχούσαν οι Χίτες με τον Παπαγεωργίου. Αντίθετα, οι όμορες προσφυγικές γειτονιές (Καισαριανή, Βύρωνας, Υμηττός) ήταν προπύργια του ΕΑΜ. Το φυσικό και πολιτικό σύνορο ήταν η Φιλολάου. Ωστόσο, η Γούβα είχε μια ιδιομορφία. Ήταν μια γειτονιά πιο φτωχή από το υπόλοιπο Παγκράτι (αλλά όχι τόσο φτωχή όσο οι προσφυγικές γειτονιές), στην οποία κατοικούσαν πολλοί εσωτερικοί μετανάστες από την Πελοπόννησο. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί στη Γούβα είχαν παρουσία και οι δύο παρατάξεις. Από όσο καταλαβαίνω από διηγήσεις, ορισμένοι δρόμοι που σήμερα ανήκουν στον Υμηττό, τότε θεωρούνταν Γούβα.
Στις 28 Απριλίου 1944 Γερμανοί και τσολιάδες περικύκλωσαν το σπίτι της οδού Αγραίων 47 στον Υμηττό, το οποίο ήταν γιάφκα του ΕΛΑΣ.Ο Ιάσονας Χανδρινός γράφει ότι ήταν η μία από τις δύο αποθήκες οπλισμού του 2ου Τάγματος Βύρωνα-Γούβας του ΕΛΑΣ. Οι τρεις μαχητές που βρίσκονταν μέσα στη γιάφκα αρνήθηκαν να παραδοθούν κι έδωσαν πολύωρη σκληρή μάχη με τους πολιορκητές.
Η γιαγιά μου, Καλλιόπη Βασιλοπούλου το γένος Παρασκευοπούλου, αφηγούταν συχνά ότι παρακολούθησε όλα τα γεγονότα. Είχε σταθεί στο παράθυρο του σπιτιού της, κρατώντας στην αγκαλιά της τη θεία μου τη Μαρία. Το σπίτι ήταν σε ένα λοφάκι της Γούβας και είχε οπτική επαφή με τον οδό Αγραίων, ενώ ακούγονταν και οι ομιλίες. Ας έχουμε στο νου μας ότι τότε αυτές οι γειτονιές ήταν τότε πολύ πιο αραιοκατοικημένες και τα σπίτια χαμηλά.
Η γιαγιά μου έλεγε ότι η μάχη ξεκίνησε πριν το μεσημέρι και τελείωσε αργά το απόγευμα. Οι ταμπουρωμένοι αμύνονταν επί ώρες. Στο τέλος μάλλον είχε απομείνει ένας ο οποίος συνέχιζε να αντιστέκεται. Για να τον αποτελειώσουν, οι πολιορκητές έβαλαν με φλογοβόλο ή έριξαν κάποιου είδους εμπρηστικές βόμβες. Όταν σίγησαν τα όπλα, οι Γερμανοί και οι τσολιάδες έβγαλαν από το σπίτι της οδού Αγραίων τρεις καμένες μάζες. Η γιαγιά μου δεν μπορούσε να διακρίνει τι ακριβώς ήταν. Ο Γερμανός αξιωματικός στάθηκε μπροστά τους στα στάση προσοχής και χαιρέτισε στρατιωτικά, αποτίοντας φόρο τιμής στη γενναιότητα των αντιπάλων. Ο τσολιάς που ήταν δίπλα του φώναξε: «Ακόμα ζωντανός είναι γαμώ το Χριστό του», κι έριξε μια κλοτσιά στην «καμένη μάζα». Τότε η γιαγιά μου κατάλαβε ότι επρόκειτο για τα σώματα των τριών υπερασπιστών αυτού που αργότερα ονομάστηκε «Κάστρο του Υμηττού».
Η Καλλιόπη Βασιλοπούλου το γένος Παρασκευοπούλου, είχε αφηγηθεί πολλές φορές την ιστορίας της -την είχα ακούσει κι εγώ. Διαφέρει από ορισμένες άλλες αφηγήσεις που έχω διαβάσει για το «Κάστρο του Υμηττού». Είναι δουλειά των ιστορικών να διασταυρώσουν τα γεγονότα. Αισθάνομαι όμως ότι η μαρτυρία της έπρεπε να καταγραφεί.
Οι τρεις του «Κάστρου του Υμηττού» ήταν οι Δημήτρης Αυγέρης (18 χρονών), Κώστας Φολτόπουλος (17 χρονών) και Θανάσης Κιοκμενίδης (17 χρονών). Τα ονόματά τους δεν πρέπει να σταματήσουμε να τα μνημονεύουμε, όσα χρόνια και αν περάσουν. Ο τσολιάς ας μείνει για πάντα στην ανωνυμία της περιφρόνησης.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η οικογένεια Βασιλοπούλου έμενε στη Γούβα στο Παγκράτι. Στο Παγκράτι γενικά κυριαρχούσαν οι Χίτες με τον Παπαγεωργίου. Αντίθετα, οι όμορες προσφυγικές γειτονιές (Καισαριανή, Βύρωνας, Υμηττός) ήταν προπύργια του ΕΑΜ. Το φυσικό και πολιτικό σύνορο ήταν η Φιλολάου. Ωστόσο, η Γούβα είχε μια ιδιομορφία. Ήταν μια γειτονιά πιο φτωχή από το υπόλοιπο Παγκράτι (αλλά όχι τόσο φτωχή όσο οι προσφυγικές γειτονιές), στην οποία κατοικούσαν πολλοί εσωτερικοί μετανάστες από την Πελοπόννησο. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί στη Γούβα είχαν παρουσία και οι δύο παρατάξεις. Από όσο καταλαβαίνω από διηγήσεις, ορισμένοι δρόμοι που σήμερα ανήκουν στον Υμηττό, τότε θεωρούνταν Γούβα.
Στις 28 Απριλίου 1944 Γερμανοί και τσολιάδες περικύκλωσαν το σπίτι της οδού Αγραίων 47 στον Υμηττό, το οποίο ήταν γιάφκα του ΕΛΑΣ.Ο Ιάσονας Χανδρινός γράφει ότι ήταν η μία από τις δύο αποθήκες οπλισμού του 2ου Τάγματος Βύρωνα-Γούβας του ΕΛΑΣ. Οι τρεις μαχητές που βρίσκονταν μέσα στη γιάφκα αρνήθηκαν να παραδοθούν κι έδωσαν πολύωρη σκληρή μάχη με τους πολιορκητές.
Η γιαγιά μου, Καλλιόπη Βασιλοπούλου το γένος Παρασκευοπούλου, αφηγούταν συχνά ότι παρακολούθησε όλα τα γεγονότα. Είχε σταθεί στο παράθυρο του σπιτιού της, κρατώντας στην αγκαλιά της τη θεία μου τη Μαρία. Το σπίτι ήταν σε ένα λοφάκι της Γούβας και είχε οπτική επαφή με τον οδό Αγραίων, ενώ ακούγονταν και οι ομιλίες. Ας έχουμε στο νου μας ότι τότε αυτές οι γειτονιές ήταν τότε πολύ πιο αραιοκατοικημένες και τα σπίτια χαμηλά.
Η γιαγιά μου έλεγε ότι η μάχη ξεκίνησε πριν το μεσημέρι και τελείωσε αργά το απόγευμα. Οι ταμπουρωμένοι αμύνονταν επί ώρες. Στο τέλος μάλλον είχε απομείνει ένας ο οποίος συνέχιζε να αντιστέκεται. Για να τον αποτελειώσουν, οι πολιορκητές έβαλαν με φλογοβόλο ή έριξαν κάποιου είδους εμπρηστικές βόμβες. Όταν σίγησαν τα όπλα, οι Γερμανοί και οι τσολιάδες έβγαλαν από το σπίτι της οδού Αγραίων τρεις καμένες μάζες. Η γιαγιά μου δεν μπορούσε να διακρίνει τι ακριβώς ήταν. Ο Γερμανός αξιωματικός στάθηκε μπροστά τους στα στάση προσοχής και χαιρέτισε στρατιωτικά, αποτίοντας φόρο τιμής στη γενναιότητα των αντιπάλων. Ο τσολιάς που ήταν δίπλα του φώναξε: «Ακόμα ζωντανός είναι γαμώ το Χριστό του», κι έριξε μια κλοτσιά στην «καμένη μάζα». Τότε η γιαγιά μου κατάλαβε ότι επρόκειτο για τα σώματα των τριών υπερασπιστών αυτού που αργότερα ονομάστηκε «Κάστρο του Υμηττού».
Η Καλλιόπη Βασιλοπούλου το γένος Παρασκευοπούλου, είχε αφηγηθεί πολλές φορές την ιστορίας της -την είχα ακούσει κι εγώ. Διαφέρει από ορισμένες άλλες αφηγήσεις που έχω διαβάσει για το «Κάστρο του Υμηττού». Είναι δουλειά των ιστορικών να διασταυρώσουν τα γεγονότα. Αισθάνομαι όμως ότι η μαρτυρία της έπρεπε να καταγραφεί.
Οι τρεις του «Κάστρου του Υμηττού» ήταν οι Δημήτρης Αυγέρης (18 χρονών), Κώστας Φολτόπουλος (17 χρονών) και Θανάσης Κιοκμενίδης (17 χρονών). Τα ονόματά τους δεν πρέπει να σταματήσουμε να τα μνημονεύουμε, όσα χρόνια και αν περάσουν. Ο τσολιάς ας μείνει για πάντα στην ανωνυμία της περιφρόνησης.