* Να ξεφύγεις δεν μπορείς!
Και δεν έχει και νόημα δηλαδή. Οπότε έκατσα κι εγώ να δω τα δύο επεισόδια της σειράς «Τα καλύτερά μας χρόνια», που προβλήθηκαν στην ΕΡΤ την περασμένη Πέμπτη και την περασμένη Παρασκευή μέσα σ’ ένα γενικό ταρατατζούμ και απέσπασαν.. όλες τις καλές κριτικές του κόσμου, συν κάτι νουμεράκια γύρω στο 10 % της εκατό που δεν τα βλέπει και τόσο εύκολα η δημόσια τηλεόραση.
* Τα καλά νέα πρώτα:
Η σκηνοθεσία είναι άρτια, η παραγωγή είναι άρτια και οι διάλογοι (αν εξαιρέσεις μερικούς αναπόφευκτους αναχρονισμούς…), άρτιοι είναι κι αυτοί. Κι από κοστούμια και φωτισμούς, όλα κομπλέ.
Όσο για τους ηθοποιούς, κανένα παράπονο. Μια χαρά τα καταφέρνουν και αυτοί, ιδίως στους δεύτερους ρόλους –όπου ο Ρένος Χαραλαμπίδης είναι εξόχως απολαυστικός στο ρόλο ενός μεγαλοεργολάβου οικοδομών!
* Πάμε όμως και στα άσχημα νέα:
Πρώτον η σειρά διαδραματίζεται στην Αθήνα του 1969 και φέρει την ονομασία «Τα καλύτερά μας χρόνια».
Λυπούμαι πολύ, αλλά για πολύ κόσμο η συγκεκριμένη χρονιά (και η συγκεκριμένη επταετία, βεβαίως) όχι «καλύτερα» χρόνια δεν ήταν αλλά χρόνια πολύ, πάρα πολύ χειρότερα. Στο σπίτι το δικό μου τουλάχιστον, ο πατέρας μου, πρώην ΕΠΟΝίτης έγκλειστος στο Γεντί Κουλέ, κάθε πρωί άνοιγε την πόρτα και αναρωτιόταν αν είχε έρθει ο γαλατάς ή η ασφάλεια…
* Πέρα από το όνομα όμως, είναι και το γενικότερο πνεύμα της σειράς. Που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει «Ο μικρός Νικόλας στη χώρα των συνταγματαρχών», μόνο που η χούντα απουσιάζει.
Μια φορά μόνο ακούσαμε στα δύο πρώτα επεισόδια για το «φόβο του χωροφύλακα», πλην όμως χωροφύλακα δεν είδαμε ούτε έναν.
Αντ’ αυτού, παρακολουθήσαμε μια κανονικότητα άνευ προηγουμένου, λες και δεν συνέβαινε τίποτε κακό, φριχτό ή απλώς δυσάρεστο στην Ελλάδα εν έτει 1969.
* Λυπούμαι πολύ, αλλά όταν υπάρχει το προηγούμενο του «Λούφα και Παραλλαγή», τότε τα «Καλύτερα μας χρόνια», μπορούν να σταθούν ως τηλεοπτικό προϊόν αλλά ως σειρά που θέλει να αποδώσει το πνεύμα μιας εποχής διόλου δεν στέκουν. Τελεία.
Και δεν έχει και νόημα δηλαδή. Οπότε έκατσα κι εγώ να δω τα δύο επεισόδια της σειράς «Τα καλύτερά μας χρόνια», που προβλήθηκαν στην ΕΡΤ την περασμένη Πέμπτη και την περασμένη Παρασκευή μέσα σ’ ένα γενικό ταρατατζούμ και απέσπασαν.. όλες τις καλές κριτικές του κόσμου, συν κάτι νουμεράκια γύρω στο 10 % της εκατό που δεν τα βλέπει και τόσο εύκολα η δημόσια τηλεόραση.
* Τα καλά νέα πρώτα:
Η σκηνοθεσία είναι άρτια, η παραγωγή είναι άρτια και οι διάλογοι (αν εξαιρέσεις μερικούς αναπόφευκτους αναχρονισμούς…), άρτιοι είναι κι αυτοί. Κι από κοστούμια και φωτισμούς, όλα κομπλέ.
Όσο για τους ηθοποιούς, κανένα παράπονο. Μια χαρά τα καταφέρνουν και αυτοί, ιδίως στους δεύτερους ρόλους –όπου ο Ρένος Χαραλαμπίδης είναι εξόχως απολαυστικός στο ρόλο ενός μεγαλοεργολάβου οικοδομών!
* Πάμε όμως και στα άσχημα νέα:
Πρώτον η σειρά διαδραματίζεται στην Αθήνα του 1969 και φέρει την ονομασία «Τα καλύτερά μας χρόνια».
Λυπούμαι πολύ, αλλά για πολύ κόσμο η συγκεκριμένη χρονιά (και η συγκεκριμένη επταετία, βεβαίως) όχι «καλύτερα» χρόνια δεν ήταν αλλά χρόνια πολύ, πάρα πολύ χειρότερα. Στο σπίτι το δικό μου τουλάχιστον, ο πατέρας μου, πρώην ΕΠΟΝίτης έγκλειστος στο Γεντί Κουλέ, κάθε πρωί άνοιγε την πόρτα και αναρωτιόταν αν είχε έρθει ο γαλατάς ή η ασφάλεια…
* Πέρα από το όνομα όμως, είναι και το γενικότερο πνεύμα της σειράς. Που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει «Ο μικρός Νικόλας στη χώρα των συνταγματαρχών», μόνο που η χούντα απουσιάζει.
Μια φορά μόνο ακούσαμε στα δύο πρώτα επεισόδια για το «φόβο του χωροφύλακα», πλην όμως χωροφύλακα δεν είδαμε ούτε έναν.
Αντ’ αυτού, παρακολουθήσαμε μια κανονικότητα άνευ προηγουμένου, λες και δεν συνέβαινε τίποτε κακό, φριχτό ή απλώς δυσάρεστο στην Ελλάδα εν έτει 1969.
* Λυπούμαι πολύ, αλλά όταν υπάρχει το προηγούμενο του «Λούφα και Παραλλαγή», τότε τα «Καλύτερα μας χρόνια», μπορούν να σταθούν ως τηλεοπτικό προϊόν αλλά ως σειρά που θέλει να αποδώσει το πνεύμα μιας εποχής διόλου δεν στέκουν. Τελεία.
- από τη στήλη medioΠΙΛΑΦΟ του newpost