Όταν η δημοσιογραφία ανοίγει το δρόμο στις θεωρίες συνωμοσίας
του Χρήστου Ξανθάκη
Σας το είχα ξαναγράψει πριν από κάτι εβδομάδες, που είχα πάει Πλαταμώνα για διακοπές (λέμε τώρα…) και πλατσανούσα στη θάλασσα και ήταν δίπλα μου κάτι γριές και το βιονικό αυτί του ρεπόρτερ Ξανθάκη, κατέγραψε την κουβέντα τους.
Ότι δηλαδή λέγανε η μία στην άλλη «αχ τι καλά και γλυτώσαμε..
απ’ τον κορωνοϊό και τον νικήσαμε μια χαρίτσα», τέτοια τέλος πάντων εύοσμα και εδώδιμα, με τη μία από τις θείτσες να το μοστράρει το σπουδαίο το επιχείρημα:
«Ε βέβαια, εδώ δεν είδαμε ούτε ένα φέρετρο. Στην Ιταλία είδατε τι έγινε; Γεμάτος φέρετρα ο τόπος!»
Κρατείστε το αυτό ως σημείωση, θα μας χρειαστεί στη συνέχεια του αναγνώσματος.
Και πάμε στην κουμπάρα μου τη Γωγώ, η οποία αυτές τις μέρες διακοπεύει (λέμε τώρα…) στη γενέτειρά της, την Πάτρα. Όπου μένει στο πατρικό της, στη συνοικία Ψαροφάι, εργατική γειτονιά, φτωχαδάκια και μικροαστοί, αλλά όχι λουμπενάρες. Κι αυτό κρατείστε το έχει μια σημασία.
Μιλάμε με την κουμπάρα στο τηλέφωνο, «τι κάνει η μάνα σου;», «τι κάνει η δικιά σου;», «πώς πάς με τη δουλειά;», «τι γίνεται στα Εξάρχεια τώρα που λείπω;», τα γνωστά. Λέμε, λέμε, λέμε, κάποια στιγμή γυρνάει η Γωγώ και σπρεχάρει:
«Ρε Χρήστο, έχω τρομάξει από το πόσος κόσμος στη γειτονιά έρχεται και μου λέει ότι δεν υπάρχει κορωνοϊός. Ότι είναι κατασκεύασμα και μεγάλο παραμύθι και μας το πουλάνε με δόλιους σκοπούς και θέλουν το κακό μας. Και πώς να υπάρχει κορωνοϊός, αφού ούτε ένας γνωστός μας, ούτε ένας δικός μας άνθρωπος δεν έχει αρρωστήσει, κανένας δεν ξέρουμε που να έπαθε το κακό…»
Το κλείνω το τηλέφωνο με τη Γωγώ και αρχίζω να προβληματίζομαι. Γιατί δεν συμβαίνουν μόνο στο Ψαροφάι στην Πάτρα όσα μου περιγράφει, συμβαίνουν και στα Τρίκαλα, συμβαίνουν και στη Σαλονίκη, και στην Αθήνα συμβαίνουν και θα ήθελα κάποια στιγμή να σας δείξω πόσοι και πόσες με ρωτάνε «πες μας ρεπόρτερ, εσύ που είσαι μέσα στα πράματα, είναι ή δεν είναι μούφα ο ιός, υπάρχει ή δεν υπάρχει, μας λένε ή δεν λένε ψέματα, τι συμβαίνει, τίποτα δεν ξέρουμε»!
Και δεν ψάχνονται πλάσματα ψωνισμένα και ψεκασμένα, ψάχνονται άνθρωποι κανονικοί με δουλειές, με οικογένειες, με παρελθόν και μέλλον, με σκοτούρες ένα σωρό στην κεφάλα τους, σαν εμένα και σαν εσένα αγαπητέ αναγνώστη και αγαπητή αναγνώστρια. Η μισή Ελλάδα ψάχνεται και αν ψάχνεται η μισή Ελλάδα, τότε δεν είναι μεμονωμένο το φαινόμενο, δεν αφορά σε πέντε-δέκα εκκεντρικούς. Είναι μια ιστορία κάτι παραπάνω από μαζική, με πρωταγωνιστή το έλλειμμα ενημέρωσης…
Και εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ. Στην προσπάθεια μας να πουλήσουμε ατόφιο και ολοσούμπητο το αφήγημα «νικήσαμε τον κορωνοϊό», χάσαμε ως κλάδος δημοσιογραφικός και την τελευταία ρανίδα εγκυρότητας. Σε δυο μήνες μέσα εκπέσαμε από το ζενίθ στο ναδίρ και δεν μας πιστεύει πλέον κανένας και καμιά. Οπότε, ό,τι πληροφορίες και να καταθέσουμε πλέον για τα εμβόλια, τις μάσκες, για τις θεραπείες, για τον ιό τον ίδιο και την επικινδυνότητά του, ακούγονται στ’ αυτιά των Ελλήνων και των Ελληνίδων ως ινφομέρσιαλ. Και μάλιστα ως ινφομέρσιαλ της κακιάς ώρας, που δεν μπορεί επ’ ουδενί να συναγωνιστεί τις εξαιρετικά θελκτικές θεωρίες των απανταχού συνωμοσιολόγων.
Ε ναι παιδιά, αλήθειες να λέμε. Αν είναι ο άλλος να διαλέξει ανάμεσα σε δύο μούφες, θα διαλέξει τη μούφα που του αφήνει και κάποιο περιθώριο ελπίδας και κάποιο περιθώριο ελευθερίας και κάποιο περιθώριο αμφισβήτησης. Και θα γυρίσει την πλάτη στους δημοσιογράφους, που τη μία σερβίρουν γιουβέτσι, την άλλη κοκορέτσι και την τρίτη στουπέτσι, αλλά απαιτούν από τον κόσμο να τους πιστεύει κάθε φορά το ίδιο και να καταπίνει αμάσητες τις ρητορείες τους.
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
του Χρήστου Ξανθάκη
Σας το είχα ξαναγράψει πριν από κάτι εβδομάδες, που είχα πάει Πλαταμώνα για διακοπές (λέμε τώρα…) και πλατσανούσα στη θάλασσα και ήταν δίπλα μου κάτι γριές και το βιονικό αυτί του ρεπόρτερ Ξανθάκη, κατέγραψε την κουβέντα τους.
Ότι δηλαδή λέγανε η μία στην άλλη «αχ τι καλά και γλυτώσαμε..
απ’ τον κορωνοϊό και τον νικήσαμε μια χαρίτσα», τέτοια τέλος πάντων εύοσμα και εδώδιμα, με τη μία από τις θείτσες να το μοστράρει το σπουδαίο το επιχείρημα:
«Ε βέβαια, εδώ δεν είδαμε ούτε ένα φέρετρο. Στην Ιταλία είδατε τι έγινε; Γεμάτος φέρετρα ο τόπος!»
Κρατείστε το αυτό ως σημείωση, θα μας χρειαστεί στη συνέχεια του αναγνώσματος.
Και πάμε στην κουμπάρα μου τη Γωγώ, η οποία αυτές τις μέρες διακοπεύει (λέμε τώρα…) στη γενέτειρά της, την Πάτρα. Όπου μένει στο πατρικό της, στη συνοικία Ψαροφάι, εργατική γειτονιά, φτωχαδάκια και μικροαστοί, αλλά όχι λουμπενάρες. Κι αυτό κρατείστε το έχει μια σημασία.
Μιλάμε με την κουμπάρα στο τηλέφωνο, «τι κάνει η μάνα σου;», «τι κάνει η δικιά σου;», «πώς πάς με τη δουλειά;», «τι γίνεται στα Εξάρχεια τώρα που λείπω;», τα γνωστά. Λέμε, λέμε, λέμε, κάποια στιγμή γυρνάει η Γωγώ και σπρεχάρει:
«Ρε Χρήστο, έχω τρομάξει από το πόσος κόσμος στη γειτονιά έρχεται και μου λέει ότι δεν υπάρχει κορωνοϊός. Ότι είναι κατασκεύασμα και μεγάλο παραμύθι και μας το πουλάνε με δόλιους σκοπούς και θέλουν το κακό μας. Και πώς να υπάρχει κορωνοϊός, αφού ούτε ένας γνωστός μας, ούτε ένας δικός μας άνθρωπος δεν έχει αρρωστήσει, κανένας δεν ξέρουμε που να έπαθε το κακό…»
Το κλείνω το τηλέφωνο με τη Γωγώ και αρχίζω να προβληματίζομαι. Γιατί δεν συμβαίνουν μόνο στο Ψαροφάι στην Πάτρα όσα μου περιγράφει, συμβαίνουν και στα Τρίκαλα, συμβαίνουν και στη Σαλονίκη, και στην Αθήνα συμβαίνουν και θα ήθελα κάποια στιγμή να σας δείξω πόσοι και πόσες με ρωτάνε «πες μας ρεπόρτερ, εσύ που είσαι μέσα στα πράματα, είναι ή δεν είναι μούφα ο ιός, υπάρχει ή δεν υπάρχει, μας λένε ή δεν λένε ψέματα, τι συμβαίνει, τίποτα δεν ξέρουμε»!
Και δεν ψάχνονται πλάσματα ψωνισμένα και ψεκασμένα, ψάχνονται άνθρωποι κανονικοί με δουλειές, με οικογένειες, με παρελθόν και μέλλον, με σκοτούρες ένα σωρό στην κεφάλα τους, σαν εμένα και σαν εσένα αγαπητέ αναγνώστη και αγαπητή αναγνώστρια. Η μισή Ελλάδα ψάχνεται και αν ψάχνεται η μισή Ελλάδα, τότε δεν είναι μεμονωμένο το φαινόμενο, δεν αφορά σε πέντε-δέκα εκκεντρικούς. Είναι μια ιστορία κάτι παραπάνω από μαζική, με πρωταγωνιστή το έλλειμμα ενημέρωσης…
Και εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ. Στην προσπάθεια μας να πουλήσουμε ατόφιο και ολοσούμπητο το αφήγημα «νικήσαμε τον κορωνοϊό», χάσαμε ως κλάδος δημοσιογραφικός και την τελευταία ρανίδα εγκυρότητας. Σε δυο μήνες μέσα εκπέσαμε από το ζενίθ στο ναδίρ και δεν μας πιστεύει πλέον κανένας και καμιά. Οπότε, ό,τι πληροφορίες και να καταθέσουμε πλέον για τα εμβόλια, τις μάσκες, για τις θεραπείες, για τον ιό τον ίδιο και την επικινδυνότητά του, ακούγονται στ’ αυτιά των Ελλήνων και των Ελληνίδων ως ινφομέρσιαλ. Και μάλιστα ως ινφομέρσιαλ της κακιάς ώρας, που δεν μπορεί επ’ ουδενί να συναγωνιστεί τις εξαιρετικά θελκτικές θεωρίες των απανταχού συνωμοσιολόγων.
Ε ναι παιδιά, αλήθειες να λέμε. Αν είναι ο άλλος να διαλέξει ανάμεσα σε δύο μούφες, θα διαλέξει τη μούφα που του αφήνει και κάποιο περιθώριο ελπίδας και κάποιο περιθώριο ελευθερίας και κάποιο περιθώριο αμφισβήτησης. Και θα γυρίσει την πλάτη στους δημοσιογράφους, που τη μία σερβίρουν γιουβέτσι, την άλλη κοκορέτσι και την τρίτη στουπέτσι, αλλά απαιτούν από τον κόσμο να τους πιστεύει κάθε φορά το ίδιο και να καταπίνει αμάσητες τις ρητορείες τους.
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr