του Παντέλη Μπουκάλα
Λέξη των ημερών η «επακούμβηση», δεν ακούστηκε πάντως πρώτη φορά τώρα, μετά τη σύγκρουση της φρεγάτας «Λήμνος» με το τουρκικό πολεμικό «Κεμάλ Ρέις» που συνοδεύει το σεισμογραφικό «Ορούτς Ρέις». Οι στενές επαφές ανεπιθύμητου τύπου ανάμεσα σε πολεμικά σκάφη είναι αναπόφευκτες όποτε η συστηματικά αναθεωρητική Τουρκία νιώθει να τη στενεύουν οι συμφωνίες που έχει υπογράψει..
και διεκδικεί στο Αιγαίο μερίδιο αντίστοιχο των νεοοθωμανικών βλέψεών της. Στην τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα ο Τύπος αναπαρήγε συνήθως τον όρο «παρακούμβηση» της ναυτικής ορολογίας, αλλά πλέον έχει υιοθετήσει την «επακούμβηση», που, όπως γράφουν οι εξοικειωμένοι με τα στρατιωτικά, δηλώνει μια ήπια επαφή σκαφών, ενδεχομένως τυχαία, όχι σκόπιμη ή ύπουλη.
Η «επακούμβηση», με τα σεξουαλικά συμφραζόμενά της που παρήχθησαν αυτομάτως και αναπαρήχθησαν μαζικά στο ασφαλές διαδικτυακό πολεμικό μέτωπο, επικυρώνει κατά κάποιον τρόπο τη γνώμη του Λορέντζου Μαβίλη πως «δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, αλλά χυδαίοι άνθρωποι». Ο σωβινιστικός σεξισμός μάλιστα αναζωπυρώθηκε και εμπλουτίστηκε στη θέα της ζημιάς του τουρκικού πολεμικού. «Τους σκίσαμε τους Μογγόλους» κ.λπ. Πόσοι Κολοκοτρώνηδες θα έσπευδαν να βγουν Ι4 και Ι5, αν το «ατύχημα» αναβαθμιζόταν σε «θερμό επεισόδιο», καλύτερα ας μην το μάθουμε ποτέ.
Εν πάση περιπτώσει, παρά τη χρήση της τα τελευταία χρόνια, η «επακούμβηση» δεν έχει λεξικογραφηθεί. Δεν αποθησαυρίζεται ούτε στο Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη ούτε στο Λεξικό Μπαμπινιώτη ούτε στο Λεξικό της Ακαδημίας. Ο μόχθος του Εμμανουήλ Κριαρά, αποτυπωμένος στο πολύτιμο «Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100-1669», μας θυμίζει το ρήμα «επακουμβίζω/επακουμπίζω», που απαντά σε δύο από τα έμμετρα «βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα» που εξέδωσε ο ίδιος το 1955. Πρώτα στο «Μυθιστόρημα του Βέλθανδρου και της Χρυσάντζας»: «Εκεί ταώνι λαξευτόν καθήμενον επάνω, / επακουμβίζον γόνατον προς της χειρός το μέρος» (όπου ταώνι το παγόνι). Εδώ το «επακουμβίζω» σημαίνει «ακουμπώ, «στηρίζω». Κι έπειτα στο «Μυθιστόρημα του Φλώριου και της Πλάτζια-Φλώρας»: «Τώρα επακουμπήσαμεν στα χέρια σου, αυθέντη», με το ρήμα να σημαίνει «εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε κάποιον». Αυτό το τελευταίο ηχεί και προειδοποιητικά. Αν συνεχίσουμε να επακουμπούμε στα χέρια των αυθεντών του Βερολίνου, των Βρυξελλών, της Ουάσιγκτον, της Μόσχας, θα πρέπει να αυξήσουμε τη δοσολογία των αντιψευδαισθησιογόνων μας.
- το κείμενο του Παντελή Μπουκάλα είναι από την Καθημερινή (21.8.2020)
Λέξη των ημερών η «επακούμβηση», δεν ακούστηκε πάντως πρώτη φορά τώρα, μετά τη σύγκρουση της φρεγάτας «Λήμνος» με το τουρκικό πολεμικό «Κεμάλ Ρέις» που συνοδεύει το σεισμογραφικό «Ορούτς Ρέις». Οι στενές επαφές ανεπιθύμητου τύπου ανάμεσα σε πολεμικά σκάφη είναι αναπόφευκτες όποτε η συστηματικά αναθεωρητική Τουρκία νιώθει να τη στενεύουν οι συμφωνίες που έχει υπογράψει..
και διεκδικεί στο Αιγαίο μερίδιο αντίστοιχο των νεοοθωμανικών βλέψεών της. Στην τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα ο Τύπος αναπαρήγε συνήθως τον όρο «παρακούμβηση» της ναυτικής ορολογίας, αλλά πλέον έχει υιοθετήσει την «επακούμβηση», που, όπως γράφουν οι εξοικειωμένοι με τα στρατιωτικά, δηλώνει μια ήπια επαφή σκαφών, ενδεχομένως τυχαία, όχι σκόπιμη ή ύπουλη.
Η «επακούμβηση», με τα σεξουαλικά συμφραζόμενά της που παρήχθησαν αυτομάτως και αναπαρήχθησαν μαζικά στο ασφαλές διαδικτυακό πολεμικό μέτωπο, επικυρώνει κατά κάποιον τρόπο τη γνώμη του Λορέντζου Μαβίλη πως «δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, αλλά χυδαίοι άνθρωποι». Ο σωβινιστικός σεξισμός μάλιστα αναζωπυρώθηκε και εμπλουτίστηκε στη θέα της ζημιάς του τουρκικού πολεμικού. «Τους σκίσαμε τους Μογγόλους» κ.λπ. Πόσοι Κολοκοτρώνηδες θα έσπευδαν να βγουν Ι4 και Ι5, αν το «ατύχημα» αναβαθμιζόταν σε «θερμό επεισόδιο», καλύτερα ας μην το μάθουμε ποτέ.
Εν πάση περιπτώσει, παρά τη χρήση της τα τελευταία χρόνια, η «επακούμβηση» δεν έχει λεξικογραφηθεί. Δεν αποθησαυρίζεται ούτε στο Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη ούτε στο Λεξικό Μπαμπινιώτη ούτε στο Λεξικό της Ακαδημίας. Ο μόχθος του Εμμανουήλ Κριαρά, αποτυπωμένος στο πολύτιμο «Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100-1669», μας θυμίζει το ρήμα «επακουμβίζω/επακουμπίζω», που απαντά σε δύο από τα έμμετρα «βυζαντινά ιπποτικά μυθιστορήματα» που εξέδωσε ο ίδιος το 1955. Πρώτα στο «Μυθιστόρημα του Βέλθανδρου και της Χρυσάντζας»: «Εκεί ταώνι λαξευτόν καθήμενον επάνω, / επακουμβίζον γόνατον προς της χειρός το μέρος» (όπου ταώνι το παγόνι). Εδώ το «επακουμβίζω» σημαίνει «ακουμπώ, «στηρίζω». Κι έπειτα στο «Μυθιστόρημα του Φλώριου και της Πλάτζια-Φλώρας»: «Τώρα επακουμπήσαμεν στα χέρια σου, αυθέντη», με το ρήμα να σημαίνει «εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε κάποιον». Αυτό το τελευταίο ηχεί και προειδοποιητικά. Αν συνεχίσουμε να επακουμπούμε στα χέρια των αυθεντών του Βερολίνου, των Βρυξελλών, της Ουάσιγκτον, της Μόσχας, θα πρέπει να αυξήσουμε τη δοσολογία των αντιψευδαισθησιογόνων μας.
- το κείμενο του Παντελή Μπουκάλα είναι από την Καθημερινή (21.8.2020)