Γράφει ο Τάσος Παππάς
Τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών ζητούν μετ’ επιτάσεως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας και η επικεφαλής του ΚΙΝ.ΑΛΛ. Φώφη Γεννηματά. Ο πρωθυπουργός μέχρι τώρα αρνείται, αν και ζητάει από τα κόμματα συναίνεση για τους χειρισμούς του στα ελληνοτουρκικά. Για ποιον..
λόγο ο κ. Μητσοτάκης δεν ανταποκρίνεται; Εχουν κατατεθεί στη δημόσια συζήτηση διάφορες ερμηνείες:
• Συμπεριφέρεται αλαζονικά και δεν θέλει να δώσει στους πολιτικούς αντιπάλους του την ευκαιρία να παίξουν ρόλο συνδιαμορφωτή της εξωτερικής πολιτικής. Το επιχείρημα έχει βάση. Στη Νέα Δημοκρατία είναι κυρίαρχο το αίσθημα της παντοδυναμίας. Οποτε η αντιπολίτευση ασκεί κριτική για τις αποφάσεις της και τις επιλογές της, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και οι κορυφαίοι υπουργοί απαντούν ότι «σας κερδίσαμε σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, στις δημοσκοπήσεις πάμε περίφημα, οπότε δεν δικαιούστε να ομιλείτε».
• Επειδή είναι ανασφαλής προσπαθεί με κάθε μέσο να αποφύγει μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης με τους πολιτικούς αρχηγούς γιατί θα υποχρεωθεί να ανοίξει τα χαρτιά του, να αφήσει κατά μέρος τις γενικολογίες, να περιγράψει με σαφήνεια την πολιτική του, να διατυπώσει χωρίς περικοκλάδες τις κόκκινες γραμμές του, να απαντήσει επί της ουσίας στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, να τοποθετηθεί χωρίς μεγαλοστομίες στα ζητήματα που θα του βάλουν οι συνομιλητές του και στην πίεση που θα του ασκήσουν για να υπάρξει συμφωνία περί του πρακτέου. Και για να μην ξεχνιόμαστε, στα συμβούλια των πολιτικών αρχηγών κρατούνται πρακτικά, στα οποία έχουν πρόσβαση όλοι οι συμμετέχοντες.
Γι’ αυτό προτιμά τα τηλεοπτικά μηνύματα στον ελληνικό λαό όπου ουδείς του φέρνει αντίρρηση, τις προστατευμένες συνεντεύξεις σε φιλικά δίκτυα όπου οι δύσκολες ερωτήσεις δεν γίνονται, τις τηλεφωνικές ή διά ζώσης επαφές με τους πολιτικούς αρχηγούς όπου η κουβέντα για ευνόητους λόγους εξαντλείται σε τυπικότητες. Με την πρακτική των παράνομων ηχογραφήσεων να έχει γίνει καθεστώς, είναι λογικό όλοι να μετρούν τα λόγια τους για να μην εκτεθούν.
Τέλος, όταν δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, παρεμβαίνει στη Βουλή όπου οι παράλληλοι μονόλογοι του δίνουν ασφάλεια αφού διαθέτει ένα μεγάλο όπλο που κανένας άλλος πρωθυπουργός δεν είχε την περίοδο της μεταπολίτευσης: τα μπουκωμένα μέσα ενημέρωσης, τα οποία μετατρέπουν τις ήττες του στις μάχες των εντυπώσεων σε προσωπικούς θριάμβους.
• Εκτιμά ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου δεν έχει το πολιτικό ανάστημα ούτε την πείρα να διαχειριστεί τόσο κρίσιμες υποθέσεις. Μπορεί ο ρόλος της, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, να είναι διακοσμητικός, ωστόσο στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών θα πρέπει να λειτουργήσει συνθετικά για να μην καταλήξει σε ναυάγιο η διαδικασία, εξέλιξη που θα πλήξει το κύρος και την εικόνα του. Και ως γνωστόν και ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του δίνουν μεγάλη σημασία στην επικοινωνία.
• Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που πιστεύω ότι μετράει πολύ για τον κ. Μητσοτάκη. Αν αποφασίσει να είναι ο εαυτός του και παρουσιάσει με ειλικρίνεια τις απόψεις του στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών για τα ελληνοτουρκικά, είναι πολύ πιθανόν να εξασφαλίσει την κατανόηση του κ. Τσίπρα και της κ. Γεννηματά (ούτε ο ένας ούτε η άλλη θα τον χαρακτηρίσουν ενδοτικό, όπως δυστυχώς έκανε αυτός με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ όταν συζητιόταν η Συμφωνία των Πρεσπών), είναι όμως σίγουρο ότι θα δυσαρεστήσει την ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματός του, ο αρχηγός της οποίας, Αντ. Σαμαράς, έχει δηλώσει ότι «δεν πας σε διάλογο με τους πειρατές». Με τόσα ζητήματα ανοιχτά και πολύ ενοχλητικά (εθνικά, οικονομία, πανδημία) το τελευταίο που θα ήθελε ο κ. Μητσοτάκης στην παρούσα φάση είναι μια εσωκομματική αντιπολίτευση που θα θέσει εν αμφιβόλω την ηγεμονία του.
- το κείμενο του Τάσου Παππά είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών (17.8.2020)
Τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών ζητούν μετ’ επιτάσεως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας και η επικεφαλής του ΚΙΝ.ΑΛΛ. Φώφη Γεννηματά. Ο πρωθυπουργός μέχρι τώρα αρνείται, αν και ζητάει από τα κόμματα συναίνεση για τους χειρισμούς του στα ελληνοτουρκικά. Για ποιον..
λόγο ο κ. Μητσοτάκης δεν ανταποκρίνεται; Εχουν κατατεθεί στη δημόσια συζήτηση διάφορες ερμηνείες:
• Συμπεριφέρεται αλαζονικά και δεν θέλει να δώσει στους πολιτικούς αντιπάλους του την ευκαιρία να παίξουν ρόλο συνδιαμορφωτή της εξωτερικής πολιτικής. Το επιχείρημα έχει βάση. Στη Νέα Δημοκρατία είναι κυρίαρχο το αίσθημα της παντοδυναμίας. Οποτε η αντιπολίτευση ασκεί κριτική για τις αποφάσεις της και τις επιλογές της, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και οι κορυφαίοι υπουργοί απαντούν ότι «σας κερδίσαμε σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, στις δημοσκοπήσεις πάμε περίφημα, οπότε δεν δικαιούστε να ομιλείτε».
• Επειδή είναι ανασφαλής προσπαθεί με κάθε μέσο να αποφύγει μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης με τους πολιτικούς αρχηγούς γιατί θα υποχρεωθεί να ανοίξει τα χαρτιά του, να αφήσει κατά μέρος τις γενικολογίες, να περιγράψει με σαφήνεια την πολιτική του, να διατυπώσει χωρίς περικοκλάδες τις κόκκινες γραμμές του, να απαντήσει επί της ουσίας στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, να τοποθετηθεί χωρίς μεγαλοστομίες στα ζητήματα που θα του βάλουν οι συνομιλητές του και στην πίεση που θα του ασκήσουν για να υπάρξει συμφωνία περί του πρακτέου. Και για να μην ξεχνιόμαστε, στα συμβούλια των πολιτικών αρχηγών κρατούνται πρακτικά, στα οποία έχουν πρόσβαση όλοι οι συμμετέχοντες.
Γι’ αυτό προτιμά τα τηλεοπτικά μηνύματα στον ελληνικό λαό όπου ουδείς του φέρνει αντίρρηση, τις προστατευμένες συνεντεύξεις σε φιλικά δίκτυα όπου οι δύσκολες ερωτήσεις δεν γίνονται, τις τηλεφωνικές ή διά ζώσης επαφές με τους πολιτικούς αρχηγούς όπου η κουβέντα για ευνόητους λόγους εξαντλείται σε τυπικότητες. Με την πρακτική των παράνομων ηχογραφήσεων να έχει γίνει καθεστώς, είναι λογικό όλοι να μετρούν τα λόγια τους για να μην εκτεθούν.
Τέλος, όταν δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, παρεμβαίνει στη Βουλή όπου οι παράλληλοι μονόλογοι του δίνουν ασφάλεια αφού διαθέτει ένα μεγάλο όπλο που κανένας άλλος πρωθυπουργός δεν είχε την περίοδο της μεταπολίτευσης: τα μπουκωμένα μέσα ενημέρωσης, τα οποία μετατρέπουν τις ήττες του στις μάχες των εντυπώσεων σε προσωπικούς θριάμβους.
• Εκτιμά ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου δεν έχει το πολιτικό ανάστημα ούτε την πείρα να διαχειριστεί τόσο κρίσιμες υποθέσεις. Μπορεί ο ρόλος της, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, να είναι διακοσμητικός, ωστόσο στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών θα πρέπει να λειτουργήσει συνθετικά για να μην καταλήξει σε ναυάγιο η διαδικασία, εξέλιξη που θα πλήξει το κύρος και την εικόνα του. Και ως γνωστόν και ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του δίνουν μεγάλη σημασία στην επικοινωνία.
• Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που πιστεύω ότι μετράει πολύ για τον κ. Μητσοτάκη. Αν αποφασίσει να είναι ο εαυτός του και παρουσιάσει με ειλικρίνεια τις απόψεις του στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών για τα ελληνοτουρκικά, είναι πολύ πιθανόν να εξασφαλίσει την κατανόηση του κ. Τσίπρα και της κ. Γεννηματά (ούτε ο ένας ούτε η άλλη θα τον χαρακτηρίσουν ενδοτικό, όπως δυστυχώς έκανε αυτός με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ όταν συζητιόταν η Συμφωνία των Πρεσπών), είναι όμως σίγουρο ότι θα δυσαρεστήσει την ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματός του, ο αρχηγός της οποίας, Αντ. Σαμαράς, έχει δηλώσει ότι «δεν πας σε διάλογο με τους πειρατές». Με τόσα ζητήματα ανοιχτά και πολύ ενοχλητικά (εθνικά, οικονομία, πανδημία) το τελευταίο που θα ήθελε ο κ. Μητσοτάκης στην παρούσα φάση είναι μια εσωκομματική αντιπολίτευση που θα θέσει εν αμφιβόλω την ηγεμονία του.
- το κείμενο του Τάσου Παππά είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών (17.8.2020)