Γράφει ο Τάσος Παππάς
Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής πάντοτε προκαλούσαν εντάσεις. Από τη δημόσια συζήτηση δεν έλειπαν οι εθνικιστικές κραυγές και οι δίκες προθέσεων. Κάθε φορά που μια κυβέρνηση αποφάσιζε να κινηθεί στη λογική της εκλογίκευσης των αντιθέσεων με τους γείτονες, δεχόταν κριτική για ανεπίτρεπτη υποχώρηση και..
ηττοπαθή συμβιβασμό.
Το ενδιαφέρον είναι ότι τα εθνικά θέματα δίχαζαν και τα κόμματα, στο εσωτερικό των οποίων υπήρχαν υπολογίσιμα ρεύματα που ασκούσαν κριτική στις ηγεσίες για επιλογές που αμφισβητούσαν τα στερεότυπα. Αν εξαιρεθεί το ΚΚΕ, το οποίο έχει σταθερή θέση (καταγγέλλει την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ, τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, τις αστικές κυβερνήσεις ως υπεύθυνους για την ένταση), όλα τα άλλα κόμματα αντιμετώπισαν εσωτερικές κρίσεις.
Το Μακεδονικό ήταν η αιτία για να χάσει τη δεδηλωμένη ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1993 (διαφορετική εκδοχή έχει καταθέσει ο ίδιος στον Αλ. Παπαχελά – θεωρούσε ότι ήταν θύμα της διαπλοκής). Στο Μακεδονικό και στα ελληνοτουρκικά έχτισε την προσωπική καριέρα του ο Αντ. Σαμαράς. Το Μακεδονικό ήταν η αφορμή για να αποχωρήσουν οι ΑΝ.ΕΛΛ. από την κυβέρνηση Τσίπρα, να διασπαστούν και να διαλυθούν. Το Μακεδονικό χρησιμοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ. Με τους πατριδοκάπηλους του κόμματός του συμμάχησε για να χαϊδέψει τα αυτιά των ακροδεξιών.
Τα ελληνοτουρκικά προκάλεσαν πολλές αντιθέσεις στο ΠΑΣΟΚ και την περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου και την περίοδο του Κώστα Σημίτη. Ρίγη αγανάκτησης προκάλεσε σε βουλευτές του ΠΑΣΟΚ η επιλογή του Α. Παπανδρέου να ξεκινήσει συζητήσεις με την τουρκική ηγεσία, βάζοντας στο ράφι το Κυπριακό. Το λάθος… διορθώθηκε με την περίφημη φράση του «mea culpa» λίγο καιρό αργότερα. Το λεγόμενο πατριωτικό ρεύμα του ΠΑΣΟΚ που διαφωνούσε με τη γραμμή «δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτα», προτείνοντας το «δεν διεκδικούμε τίποτε εφόσον οι άλλοι δεν διεκδικούν τίποτα από την Ελλάδα», βγήκε στα κεραμίδια με τη διαχείριση της κρίσης των Ιμίων το 1996 και με τη συμφωνία της Μαδρίτης που υπέγραψαν Σημίτης - Ντεμιρέλ το 1997. Εκανε λόγο για «συνθήκη ντροπής», για «δεύτερη υποχώρηση του ελληνισμού μετά το 1922»!
Εντονη αντιπαράθεση υπήρχε και στο εσωτερικό της Ν.Δ. και στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ με αφορμή το σχέδιο Ανάν. Οι ηγεσίες το στήριξαν –με θέρμη ο Γιώργος Παπανδρέου, χλιαρά ο Κώστας Καραμανλής– αλλά πολλά στελέχη των δύο κομμάτων εξέφρασαν δημοσίως τη διαφωνία τους και έδωσαν μάχη για να καταψηφιστεί από τους Ελληνοκύπριους.
Σήμερα, στη Νέα Δημοκρατία υπάρχουν δύο στρατόπεδα. Υπέρ του διαλόγου με την Τουρκία τάσσονται ο νυν υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας, η πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, οι παράγοντες που ανήκουν στη φιλελεύθερη πτέρυγα και πιθανότατα ο ίδιος ο πρωθυπουργός: ο διπλωματικός σύμβουλός του κ. Ντόκος μίλησε ανοιχτά για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο ύστερα από συνεννόηση με την Τουρκία.
Στην απέναντι όχθη βρίσκονται ο Αντ. Σαμαράς, οι υπουργοί και οι βουλευτές που αναφέρονται σ’ αυτόν και το λόμπι των υπερπατριωτών (δημοσιολόγοι, απόστρατοί, διεθνολόγοι) με προσβάσεις στα ΜΜΕ, στο στελεχικό δυναμικό της Ν.Δ. και στον στενό πυρήνα της εξουσίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Κώστας Σημίτης, ο Γιώργος Παπανδρέου προσπάθησαν να αναμετρηθούν με το πρόβλημα. Αλλοτε οι μαξιμαλισμοί της Τουρκίας, άλλοτε οι απειλές της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, τους υποχρέωσαν να αναδιπλωθούν.
Ο Τσίπρας δεν είχε τέτοιο πρόβλημα στο κόμμα του. Δεν δίστασε να πάει κόντρα στο ρεύμα και κόντρα στην επιθυμία του κυβερνητικού εταίρου του και να λύσει το Μακεδονικό. Πώς θα πορευτεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα ελληνοτουρκικά; Μπορώ να υποθέσω τι θέλει. Δεν ξέρω όμως αν είναι διατεθειμένος να συγκρουστεί με τους οπαδούς της ακινησίας και της πυγμής, οι οποίοι δεν είναι αμελητέα ποσότητα στην παράταξή του και τον βοήθησαν να γίνει αρχηγός της Ν.Δ. και πρωθυπουργός.
- το κείμενο του Τάσου Παππά είναι από τηνΕφημερίδα των Συντακτών (13.8.2020)
Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής πάντοτε προκαλούσαν εντάσεις. Από τη δημόσια συζήτηση δεν έλειπαν οι εθνικιστικές κραυγές και οι δίκες προθέσεων. Κάθε φορά που μια κυβέρνηση αποφάσιζε να κινηθεί στη λογική της εκλογίκευσης των αντιθέσεων με τους γείτονες, δεχόταν κριτική για ανεπίτρεπτη υποχώρηση και..
ηττοπαθή συμβιβασμό.
Το ενδιαφέρον είναι ότι τα εθνικά θέματα δίχαζαν και τα κόμματα, στο εσωτερικό των οποίων υπήρχαν υπολογίσιμα ρεύματα που ασκούσαν κριτική στις ηγεσίες για επιλογές που αμφισβητούσαν τα στερεότυπα. Αν εξαιρεθεί το ΚΚΕ, το οποίο έχει σταθερή θέση (καταγγέλλει την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ, τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, τις αστικές κυβερνήσεις ως υπεύθυνους για την ένταση), όλα τα άλλα κόμματα αντιμετώπισαν εσωτερικές κρίσεις.
Το Μακεδονικό ήταν η αιτία για να χάσει τη δεδηλωμένη ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1993 (διαφορετική εκδοχή έχει καταθέσει ο ίδιος στον Αλ. Παπαχελά – θεωρούσε ότι ήταν θύμα της διαπλοκής). Στο Μακεδονικό και στα ελληνοτουρκικά έχτισε την προσωπική καριέρα του ο Αντ. Σαμαράς. Το Μακεδονικό ήταν η αφορμή για να αποχωρήσουν οι ΑΝ.ΕΛΛ. από την κυβέρνηση Τσίπρα, να διασπαστούν και να διαλυθούν. Το Μακεδονικό χρησιμοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ. Με τους πατριδοκάπηλους του κόμματός του συμμάχησε για να χαϊδέψει τα αυτιά των ακροδεξιών.
Τα ελληνοτουρκικά προκάλεσαν πολλές αντιθέσεις στο ΠΑΣΟΚ και την περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου και την περίοδο του Κώστα Σημίτη. Ρίγη αγανάκτησης προκάλεσε σε βουλευτές του ΠΑΣΟΚ η επιλογή του Α. Παπανδρέου να ξεκινήσει συζητήσεις με την τουρκική ηγεσία, βάζοντας στο ράφι το Κυπριακό. Το λάθος… διορθώθηκε με την περίφημη φράση του «mea culpa» λίγο καιρό αργότερα. Το λεγόμενο πατριωτικό ρεύμα του ΠΑΣΟΚ που διαφωνούσε με τη γραμμή «δεν διεκδικούμε τίποτε, δεν παραχωρούμε τίποτα», προτείνοντας το «δεν διεκδικούμε τίποτε εφόσον οι άλλοι δεν διεκδικούν τίποτα από την Ελλάδα», βγήκε στα κεραμίδια με τη διαχείριση της κρίσης των Ιμίων το 1996 και με τη συμφωνία της Μαδρίτης που υπέγραψαν Σημίτης - Ντεμιρέλ το 1997. Εκανε λόγο για «συνθήκη ντροπής», για «δεύτερη υποχώρηση του ελληνισμού μετά το 1922»!
Εντονη αντιπαράθεση υπήρχε και στο εσωτερικό της Ν.Δ. και στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ με αφορμή το σχέδιο Ανάν. Οι ηγεσίες το στήριξαν –με θέρμη ο Γιώργος Παπανδρέου, χλιαρά ο Κώστας Καραμανλής– αλλά πολλά στελέχη των δύο κομμάτων εξέφρασαν δημοσίως τη διαφωνία τους και έδωσαν μάχη για να καταψηφιστεί από τους Ελληνοκύπριους.
Σήμερα, στη Νέα Δημοκρατία υπάρχουν δύο στρατόπεδα. Υπέρ του διαλόγου με την Τουρκία τάσσονται ο νυν υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας, η πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, οι παράγοντες που ανήκουν στη φιλελεύθερη πτέρυγα και πιθανότατα ο ίδιος ο πρωθυπουργός: ο διπλωματικός σύμβουλός του κ. Ντόκος μίλησε ανοιχτά για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο ύστερα από συνεννόηση με την Τουρκία.
Στην απέναντι όχθη βρίσκονται ο Αντ. Σαμαράς, οι υπουργοί και οι βουλευτές που αναφέρονται σ’ αυτόν και το λόμπι των υπερπατριωτών (δημοσιολόγοι, απόστρατοί, διεθνολόγοι) με προσβάσεις στα ΜΜΕ, στο στελεχικό δυναμικό της Ν.Δ. και στον στενό πυρήνα της εξουσίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Κώστας Σημίτης, ο Γιώργος Παπανδρέου προσπάθησαν να αναμετρηθούν με το πρόβλημα. Αλλοτε οι μαξιμαλισμοί της Τουρκίας, άλλοτε οι απειλές της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, τους υποχρέωσαν να αναδιπλωθούν.
Ο Τσίπρας δεν είχε τέτοιο πρόβλημα στο κόμμα του. Δεν δίστασε να πάει κόντρα στο ρεύμα και κόντρα στην επιθυμία του κυβερνητικού εταίρου του και να λύσει το Μακεδονικό. Πώς θα πορευτεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα ελληνοτουρκικά; Μπορώ να υποθέσω τι θέλει. Δεν ξέρω όμως αν είναι διατεθειμένος να συγκρουστεί με τους οπαδούς της ακινησίας και της πυγμής, οι οποίοι δεν είναι αμελητέα ποσότητα στην παράταξή του και τον βοήθησαν να γίνει αρχηγός της Ν.Δ. και πρωθυπουργός.
- το κείμενο του Τάσου Παππά είναι από τηνΕφημερίδα των Συντακτών (13.8.2020)