Τσιμέντο να γίνει
Δεν είναι μόνο ότι τυχαίνει να γνωρίζω την περιοχή του Ερημίτη και θεωρώ ότι είναι από τα ελάχιστα πια σημεία που σε αφήνουν να καταλάβεις την φυσική ομορφιά που χάρισε εδώ και αιώνες στην Κέρκυρα τη φήμη ενός μοναδικού νησιού και αργότερα την αίγλη της αρχόντισσας. Αυτή που μάταια
αναζητά ο επισκέπτης πια πίσω από τις κακόγουστες οδικές εισόδους της πόλης με τις αμέτρητες πολύχρωμες κιτς πινακίδες και την άναρχη δόμηση. Αυτή που έχει εξαφανιστεί σε περιοχές όπως οι Μπενίτσες, εκεί που τα τσιμεντένια κουφάρια αλλοτινών ξενοδοχειακών μεγαθηρίων εύγλωττα εξηγούν γιατί το μοντέλο της τουριστικής ανάπτυξης από τον καιρό της χούντας και μετά βίασε με τον πιο χυδαίο τρόπο τον κορμό του νησιού. Και το τραυμάτισε ανεπανόρθωτα.
Είναι και το γεγονός ότι ζούμε σε μια αλλόκοτη περίοδο, που σε όλο τον πλανήτη συζητιέται η ανάγκη ενός άλλου μοντέλου ηπιότερης ανάπτυξης. Ολες οι επιστημονικές έρευνες προειδοποιούν για τις επόμενες πανδημίες και εξηγούν με απολύτως κατανοητό τρόπο ποιος είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που της επιταχύνει: Η απόλυτη αναντιστοιχία των ανθρώπινων δραστηριοτήτων με τις αντοχές και τις ισορροπίες της φύσης.
Οι επιδημιολόγοι μιλούν για το κακό της αστικοποίησης και καταστροφής του πράσινου, για τους κινδύνους του υπερτουρισμού, για την εξαφάνιση των φυσικών εμποδίων που στο παρελθόν μπορούσαν να αποτελέσουν τείχος για τα παθογόνα, για την μαζικοποίηση της ζωϊκής παραγωγής, για τη δημιουργία συνεχώς νέων πυρήνων διάδοσης ιων, που αν ζούσαμε με μεγαλύτερο σεβασμό στη φύση θα ήταν πολύ πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν. Κυρίως όμως εκτιμούν ότι αυτή η πανδημία δεν θα είναι και η τελευταία.
Είδαμε πόσο επικίνδυνη είναι η συγκέντρωση ανθρώπων σε περιορισμένους χώρους, όπως τα κρουαζιερόπλοια και οι πολυόροφες γιγαντιαίων διαστάσεων ξενοδοχειακές μονάδες δήθεν «αναψυχής».
Οι απλοί πολίτες με την κοινή λογική το έχουν κατανοήσει. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης απαντούν σε σχετικές έρευνες ότι θα προτιμήσουν για διακοπές, αν έχουν την οικονομική δυνατότητα, μικρά σπίτια, μεμονωμένες κατοικίες, πιο «ιδιωτικές» και ελεγχόμενες καταστάσεις. Και οι ειδικοί του κλάδου αναρωτιούνται πλέον σοβαρά αν θα μπορέσουν να ξανακάνουν ελκυστικές τις εγκαταστάσεις μαμούθ, πολλές από τις οποίες φέτος δεν θα ανοίξουν καν.
Οι μόνοι που φαίνεται να αδυνατούν να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβη και τι προκλήσεις μας περιμένουν είναι οι κυβερνήτες μας. Με το (άδειο) μυστρί στο χέρι καμαρώνουν μπροστά σε μακέτες μελλοντικών φαραωνικών έργων, που κινούνται ακριβώς ενάντια στη λογική του ήπιου τουρισμού, της ήπιας και αειφόρου ανάπτυξης, που υποτίθεται ότι αποτελεί πια στόχο όλου του πολιτισμένου κόσμου.
Αποδεικνύεται έτσι ότι οι δήθεν «μοντέρνοι» και «επιτελικοί» σχεδιαστές του μέλλοντός μας δεν είναι παρά συνεχιστές της παράδοσης κάποιων βλαχοδημάρχων, που παρουσίαζαν κάθε είδους τσιμεντοποίηση ως πρόοδο. Που έστηναν κακόγουστες παραστάσεις κόβοντας κορδέλες και κορδελάκια για να θαμπώσουν τους ιθαγενείς. Η λογική τους είναι τόσο κραυγαλέα αναχρονιστική, κοντόφθαλμη, αλλά κυρίως αδιέξοδη και επικίνδυνη. Επειδή επενδύει στην σωτηρία ενός μοντέλου που μοιάζει όλο και περισσότερο δυσλειτουργικό, ξεπερασμένο και τελικά αποτυχημένο.
Οι αντιστάσεις που εκδηλώνονται από σημαντικό κομμάτι της τοπικής κοινωνίας δείχνουν τουλάχιστον ότι ευτυχώς ο προφητικός στίχος του Πανούση «καίω τα δάση, χτίζω μεζονέτες, θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες» δεν πιάνει όλους τους Νεοέλληνες.
- από το μπλογκ του Κώστα Αργυρού, 28europe
Δεν είναι μόνο ότι τυχαίνει να γνωρίζω την περιοχή του Ερημίτη και θεωρώ ότι είναι από τα ελάχιστα πια σημεία που σε αφήνουν να καταλάβεις την φυσική ομορφιά που χάρισε εδώ και αιώνες στην Κέρκυρα τη φήμη ενός μοναδικού νησιού και αργότερα την αίγλη της αρχόντισσας. Αυτή που μάταια
αναζητά ο επισκέπτης πια πίσω από τις κακόγουστες οδικές εισόδους της πόλης με τις αμέτρητες πολύχρωμες κιτς πινακίδες και την άναρχη δόμηση. Αυτή που έχει εξαφανιστεί σε περιοχές όπως οι Μπενίτσες, εκεί που τα τσιμεντένια κουφάρια αλλοτινών ξενοδοχειακών μεγαθηρίων εύγλωττα εξηγούν γιατί το μοντέλο της τουριστικής ανάπτυξης από τον καιρό της χούντας και μετά βίασε με τον πιο χυδαίο τρόπο τον κορμό του νησιού. Και το τραυμάτισε ανεπανόρθωτα.
Είναι και το γεγονός ότι ζούμε σε μια αλλόκοτη περίοδο, που σε όλο τον πλανήτη συζητιέται η ανάγκη ενός άλλου μοντέλου ηπιότερης ανάπτυξης. Ολες οι επιστημονικές έρευνες προειδοποιούν για τις επόμενες πανδημίες και εξηγούν με απολύτως κατανοητό τρόπο ποιος είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που της επιταχύνει: Η απόλυτη αναντιστοιχία των ανθρώπινων δραστηριοτήτων με τις αντοχές και τις ισορροπίες της φύσης.
Οι επιδημιολόγοι μιλούν για το κακό της αστικοποίησης και καταστροφής του πράσινου, για τους κινδύνους του υπερτουρισμού, για την εξαφάνιση των φυσικών εμποδίων που στο παρελθόν μπορούσαν να αποτελέσουν τείχος για τα παθογόνα, για την μαζικοποίηση της ζωϊκής παραγωγής, για τη δημιουργία συνεχώς νέων πυρήνων διάδοσης ιων, που αν ζούσαμε με μεγαλύτερο σεβασμό στη φύση θα ήταν πολύ πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν. Κυρίως όμως εκτιμούν ότι αυτή η πανδημία δεν θα είναι και η τελευταία.
Είδαμε πόσο επικίνδυνη είναι η συγκέντρωση ανθρώπων σε περιορισμένους χώρους, όπως τα κρουαζιερόπλοια και οι πολυόροφες γιγαντιαίων διαστάσεων ξενοδοχειακές μονάδες δήθεν «αναψυχής».
Οι απλοί πολίτες με την κοινή λογική το έχουν κατανοήσει. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης απαντούν σε σχετικές έρευνες ότι θα προτιμήσουν για διακοπές, αν έχουν την οικονομική δυνατότητα, μικρά σπίτια, μεμονωμένες κατοικίες, πιο «ιδιωτικές» και ελεγχόμενες καταστάσεις. Και οι ειδικοί του κλάδου αναρωτιούνται πλέον σοβαρά αν θα μπορέσουν να ξανακάνουν ελκυστικές τις εγκαταστάσεις μαμούθ, πολλές από τις οποίες φέτος δεν θα ανοίξουν καν.
Οι μόνοι που φαίνεται να αδυνατούν να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβη και τι προκλήσεις μας περιμένουν είναι οι κυβερνήτες μας. Με το (άδειο) μυστρί στο χέρι καμαρώνουν μπροστά σε μακέτες μελλοντικών φαραωνικών έργων, που κινούνται ακριβώς ενάντια στη λογική του ήπιου τουρισμού, της ήπιας και αειφόρου ανάπτυξης, που υποτίθεται ότι αποτελεί πια στόχο όλου του πολιτισμένου κόσμου.
Αποδεικνύεται έτσι ότι οι δήθεν «μοντέρνοι» και «επιτελικοί» σχεδιαστές του μέλλοντός μας δεν είναι παρά συνεχιστές της παράδοσης κάποιων βλαχοδημάρχων, που παρουσίαζαν κάθε είδους τσιμεντοποίηση ως πρόοδο. Που έστηναν κακόγουστες παραστάσεις κόβοντας κορδέλες και κορδελάκια για να θαμπώσουν τους ιθαγενείς. Η λογική τους είναι τόσο κραυγαλέα αναχρονιστική, κοντόφθαλμη, αλλά κυρίως αδιέξοδη και επικίνδυνη. Επειδή επενδύει στην σωτηρία ενός μοντέλου που μοιάζει όλο και περισσότερο δυσλειτουργικό, ξεπερασμένο και τελικά αποτυχημένο.
Οι αντιστάσεις που εκδηλώνονται από σημαντικό κομμάτι της τοπικής κοινωνίας δείχνουν τουλάχιστον ότι ευτυχώς ο προφητικός στίχος του Πανούση «καίω τα δάση, χτίζω μεζονέτες, θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες» δεν πιάνει όλους τους Νεοέλληνες.
- από το μπλογκ του Κώστα Αργυρού, 28europe