Δύο χρόνια τώρα οι συγγενείς και οι φίλοι των 102 νεκρών στο Μάτι κλαίνε τους δικούς τους ανθρώπους και εκατοντάδες άλλοι προσπαθούν να ξαναφτιάξουν αναμνήσεις σε νέα σπίτια χωρίς τίποτα να τους θυμίζει την προηγούμενη ζωή τους.
28 χρόνια τώρα μια οικογένεια θρηνεί τον 20χρονο γιο τους, Χρήστο Αξαρλιάν, την «παράπλευρη απώλεια» όπως.. τον είπαν οι θλιβεροί δολοφόνοι της 17 Νοέμβρη.
Ο Αξαρλιάν έπεσε νεκρός από την δολοφονική μανία, άρρωστα επενδεδυμένη με ιδεολογικούς μανδύες, των Κουφοντίνα, αδελφών Ξηρού, Γιωτόπουλου, κλπ μέλη της οργάνωσης.
Ο τότε Υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Παλαιοκρασάς ήταν δύσκολος στόχος λόγω του δύσβατου σημείου, την Καραγιώργη Σερβίας, που ήταν το υπουργείο του και οι πολλές αναβολές είχαν κάνει τους τρομοκράτες ανυπόμονους. Κι όποιον πάρει ο χάρος. Πυροδότησαν τη ρουκέτα, η θωρακισμένη Μερσεντές άντεξε, δίπλα όμως ο νεαρός που περπατούσε, όχι.
Τη ζωή του Αξαρλιάν δεν την «πήρε» κανένας χάρος. Την πήραν οι τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη.
Κι αυτό το 20χρονο παιδί που δεν πρόλαβε να εκπληρώσει τα όνειρά του, ο Θάνος Αξαρλιάν, πρέπει να το θυμόμαστε πάντα, και εμείς που ζήσαμε τις εποχές εκείνες και να τον μάθουν οι νεώτεροι γιατί είναι ένα θύμα μιας αποκρουστικής δολοφονικής ομάδας που νόμιζε ότι μπορεί να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια της.
Την ίδια βδομάδα όμως 26 χρόνια μετά την δολοφονία Αξαρλιάν ζήσαμε μια τραγωδία που δεν έχει περιγραφή και προηγούμενο. Άνθρωποι καίγονταν εγκλωβισμένοι ενώ είχαν την τύχη να μένουν δίπλα στη θάλασσα. Η τραγική ειρωνεία μιας αρχαίας τραγωδίας σε όλη της την τραγική έκταση.
Τους νεκρούς στο Μάτι τους σκέφτομαι όμως, δυστυχώς πιο συχνά από την ετήσια επέτειο της δολοφονικής πυρκαγιάς. Σε κάθε επίσκεψη σε γνωστές παραθεριστικές περιοχές της Αθήνας αλλά και άλλων περιοχών της Ελλάδας καραδοκούν, ακόμη και σήμερα, όλες εκείνες οι τοπογραφικές συνθήκες που συνέτειναν στην τραγωδία – σε συνδυασμό με τις όποιες ευθύνες αποδίδονται σιγά-σιγά στους υπευθύνους.
Με άλλα λόγια κάθε φορά που βλέπω τη δίοδο προς τη θάλασσα να κλείνει ένα όμορφο σπιτικό οργίζομαι, θυμάμαι και τελικά… βρίσκω μια άλλη δίοδο για μια βουτιά. Με την ηρεμία μου όμως, χωρίς να με καταδιώκουν οι φλόγες.
Ο καθένας ό,τι θυμάται το θυμάται για λίγο και μετά συνεχίζει τη ζωή του. Οι συγγενείς όμως, οι φίλοι, οι κολλητοί και πάνω απ’ όλους οι γονείς των νεκρών ζουν πλέον μια ζωή μαύρη, άδεια που κανείς μας δεν μπορεί να διανοηθεί.
Για όλους αυτούς οφείλουμε να μην ξεχνάμε και να θυμόμαστε. Η μνήμη, όσο κι αν πονάει μπορεί, ελπίζω, κάποτε να λειτουργήσει έτσι ώστε ίσως να σωθούν οι επόμενοι.
Γιάννης Καφάτος /
28 χρόνια τώρα μια οικογένεια θρηνεί τον 20χρονο γιο τους, Χρήστο Αξαρλιάν, την «παράπλευρη απώλεια» όπως.. τον είπαν οι θλιβεροί δολοφόνοι της 17 Νοέμβρη.
Ο Αξαρλιάν έπεσε νεκρός από την δολοφονική μανία, άρρωστα επενδεδυμένη με ιδεολογικούς μανδύες, των Κουφοντίνα, αδελφών Ξηρού, Γιωτόπουλου, κλπ μέλη της οργάνωσης.
Ο τότε Υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Παλαιοκρασάς ήταν δύσκολος στόχος λόγω του δύσβατου σημείου, την Καραγιώργη Σερβίας, που ήταν το υπουργείο του και οι πολλές αναβολές είχαν κάνει τους τρομοκράτες ανυπόμονους. Κι όποιον πάρει ο χάρος. Πυροδότησαν τη ρουκέτα, η θωρακισμένη Μερσεντές άντεξε, δίπλα όμως ο νεαρός που περπατούσε, όχι.
Τη ζωή του Αξαρλιάν δεν την «πήρε» κανένας χάρος. Την πήραν οι τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη.
Κι αυτό το 20χρονο παιδί που δεν πρόλαβε να εκπληρώσει τα όνειρά του, ο Θάνος Αξαρλιάν, πρέπει να το θυμόμαστε πάντα, και εμείς που ζήσαμε τις εποχές εκείνες και να τον μάθουν οι νεώτεροι γιατί είναι ένα θύμα μιας αποκρουστικής δολοφονικής ομάδας που νόμιζε ότι μπορεί να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια της.
Την ίδια βδομάδα όμως 26 χρόνια μετά την δολοφονία Αξαρλιάν ζήσαμε μια τραγωδία που δεν έχει περιγραφή και προηγούμενο. Άνθρωποι καίγονταν εγκλωβισμένοι ενώ είχαν την τύχη να μένουν δίπλα στη θάλασσα. Η τραγική ειρωνεία μιας αρχαίας τραγωδίας σε όλη της την τραγική έκταση.
Τους νεκρούς στο Μάτι τους σκέφτομαι όμως, δυστυχώς πιο συχνά από την ετήσια επέτειο της δολοφονικής πυρκαγιάς. Σε κάθε επίσκεψη σε γνωστές παραθεριστικές περιοχές της Αθήνας αλλά και άλλων περιοχών της Ελλάδας καραδοκούν, ακόμη και σήμερα, όλες εκείνες οι τοπογραφικές συνθήκες που συνέτειναν στην τραγωδία – σε συνδυασμό με τις όποιες ευθύνες αποδίδονται σιγά-σιγά στους υπευθύνους.
Με άλλα λόγια κάθε φορά που βλέπω τη δίοδο προς τη θάλασσα να κλείνει ένα όμορφο σπιτικό οργίζομαι, θυμάμαι και τελικά… βρίσκω μια άλλη δίοδο για μια βουτιά. Με την ηρεμία μου όμως, χωρίς να με καταδιώκουν οι φλόγες.
Ο καθένας ό,τι θυμάται το θυμάται για λίγο και μετά συνεχίζει τη ζωή του. Οι συγγενείς όμως, οι φίλοι, οι κολλητοί και πάνω απ’ όλους οι γονείς των νεκρών ζουν πλέον μια ζωή μαύρη, άδεια που κανείς μας δεν μπορεί να διανοηθεί.
Για όλους αυτούς οφείλουμε να μην ξεχνάμε και να θυμόμαστε. Η μνήμη, όσο κι αν πονάει μπορεί, ελπίζω, κάποτε να λειτουργήσει έτσι ώστε ίσως να σωθούν οι επόμενοι.
Γιάννης Καφάτος /