του Νότη Μαυρουδή
Από παλιά προσπαθούσα να αντιληφθώ την αφαιρετικότητα στις εικαστικές τέχνες και όταν άκουγα συζητήσεις περί αυτού, κάτι με δυσκόλευε συνήθως να συλλάβω το περιεχόμενο και την μορφή της. Θεωρούσα βεβαίως πως για να υπάρχει ανάγκη έκφρασης τής αφαιρετικότητας..
στις πλαστικές τέχνες, ασφαλώς θα υπάρχει (ως ζητούμενο) και στη μουσική…
Ωστόσο, ομολογώ πως με βασάνισε για χρόνια αυτός ο προβληματισμός, αφού η λέξη «αφαιρετική» είναι αρκετά σαφής και έχει να κάνει πασιφανώς με την αφαίρεση στοιχείων. Όμως, ενώ μου είναι σαφές πως από τα 2 αν αφαιρέσεις το 1 μένει 1, σε έναν ζωγραφικό πίνακα δεν μπορούσα να «πιάσω» την «επιβεβλημένη» αφαίρεση και ακόμα περισσότερο, την «υποχρεωτική» αφαιρετικότητα!
Μια πρώτη σκέψη που περνάει και μας οδηγεί στην αποφυγή υπερβολικού… φορτώματος ενός έργου, με περισσότερα στοιχεία απ’ ό,τι χρειάζεται, είναι η ανάγκη τού καλλιτέχνη να «απελευθερωθεί» από την πραγματικότητα, να αποτυπώσει αισθήματα και σκέψεις πέρα από την αισθητότητα· και, από εδώ, αρχίζουν τα αυτονόητα ερωτήματα: άραγε πόσα «πράγματα» χρειάζονται; Πώς αποφασίζεται η ποσότητα των στοιχείων; Πώς θα νιώσει ο δημιουργός, αν το έργο του κριθεί παραφορτωμένο, σε σχέση με τα αισθητικά ρεύματα της εποχής και αν του υποδειχθεί, από κάποιους τεχνοκριτικούς πως θα «πρέπει», να αφαιρεθούν τα… πλεονάζοντα; Είναι άραγε θέμα… βάρους και χρειάζεται να… ελαφρύνει το υλικό του; Ίσως, στην ολοκλήρωση του έργου και όταν ο δημιουργός μαζέψει τα πινέλα και τις μπογιές του, να μπορούμε να αποφανθούμε εμείς οι θεατές, ενίοτε και θιασώτες, εάν το έργο χρειάζεται αφαίρεση…
Θυμάμαι, προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, ο εκ Σμύρνης φίλος μου ζωγράφος Γιώργος Σικελιώτης (1917-1984), όταν το ατελιέ του ήταν στην Καλλιθέα, συχνά με καλούσε σε στιγμές που θα τελείωνε, ένα έργο του, επειδή του είχα πει πως μ’ ενδιαφέρει η στιγμή της ολοκλήρωσης, όταν ο καλλιτέχνης βάζει την τελεία στο έργο και όχι κατά την διάρκεια της εργασίας του. Τότε λοιπόν έτρεχα με την μηχανή για να τον προλάβω σε αυτή την φάση. Ο Σικελιώτης ήταν υπέρβαρος και χειμώνα-καλοκαίρι, όταν ήταν σε τέτοια φάση ολοκλήρωσης, ήταν πάντα μούσκεμα στον ιδρώτα και… λαχανιασμένος! Ο ίδιος μου έλεγε, όταν τον ρωτούσα περί αυτού, πως παλεύει με την αγωνία του να μην προσθέσει τίποτα το περιττό, που να βαραίνει τις γραμμές και τα χρώματά του. Μου έλεγε χαρακτηριστικά πως: «έστω και μια γραμμή επί πλέον, μπορεί να καταστήσει το έργο α ν ι σ ό ρ ρ ο π ο»!!!
Ομολογώ πως μου ήταν πολύ ωφέλιμες εκείνες οι επισκέψεις στο εργαστήρι του, αφού με προβλημάτιζαν δημιουργικά παρακολουθώντας το τελείωμα ενός έργου, ενός τόσο σημαντικού ζωγράφου. Ο ίδιος λοιπόν «παρέδιδε» το έργο του στο κοινό, όταν ενέκρινε το όλον και υπέγραφε τελεσίδικα το αποτέλεσμα των σκέψεων, των συναισθημάτων, της αισθητικής του.
Το παράδειγμα και η άποψη του Γιώργου Σικελιώτη έγινε για μένα μόνιμη θέση, η οποία εκφράσθηκε, πρυτάνεψε και πρυτανεύει στη ζωή μου, ακόμα και στα τραγούδια μου, στις ισορροπίες μεταξύ στίχου (λόγου) και μουσικής. Πρόσεχα πάντα να αποφεύγω τους αισθητικούς ακροβατισμούς, τα πολύπλοκα μελωδικά σχήματα και τις φλύαρες ενορχηστρώσεις· πρόσεχα, με αληθινή προσήλωση, να μην υπάρχει αυτή η… παραπανίσια νότα που θα φόρτωνε το τραγούδι καθιστώντας το, α ν ι σ ό ρ ρ ο π ο.
Έχω πλείστα παραδείγματα τέτοιας αισθητικής συμπεριφοράς ανεξέλεγκτου φόρτου από συνθέτες, οι οποίοι την «ποσότητα» τη θεωρούν ικανότητα και επίδειξη γνώσης, με αποτέλεσμα να εντυπωσιάζουν ένα κοινό που δεν γνωρίζει, ούτε… χαμπαριάζει από βαριά και ελαφρά φορτία…
Ο κάθε δημιουργός έχει τις δικές του σκέψεις και με αυτές πορεύεται. Δεν θα προσπαθήσει, σώνει και καλά, να είναι αφαιρετικός η φορτωμένος. Ό,τι υπάρχει στον μέσα κόσμο τής γνώσης, της ευαισθησίας και της αισθητικής του, θα το βγάλει προς τα έξω και δεν θα περάσουν, από το μυαλό και το έργο του, οι εποχές και οι συνθήκες της παγκόσμιας ανάγκης για αλλαγές των αισθητικών ισορροπιών.
Το ζητούμενο θεωρώ πως «θα πρέπει» να είναι η απλοποίηση, η λιτότητα της φόρμας, αλλά αυτό το «θα πρέπει» είναι εξωπραγματικό γιατί, απλούστατα, ο καθένας από εμάς «θα πρέπει» να έχει τις δικές του σκέψεις και αντιλήψεις. Δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε όλοι στην ίδια αντίληψη, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν τραγικό και επικίνδυνο για την ελευθερία έκφρασης του ανθρώπου. Επομένως αυτή η… ανισορροπία και η προσωπική αίσθηση περί αυτής, είναι εκείνη ακριβώς η οποία καθορίζει την δυναμική των τάσεων, των στιλ, των αντιλήψεων και των ιδεών…
Και, για να ολοκληρώσω, θα προσέθετα (ελπίζω όχι περιττά) πως το εργαλείο της αφαιρετικότητας οφείλουν να διαθέτουν όσοι γράφουν, όσοι ομιλούν, όσοι δημιουργούν.
Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα μιας δήλωσης του ζωγράφου Nicholas Wilton που λέει: «Η αφαίρεση, όπως η ποίηση, δεν διατηρούν μια ξεκάθαρη αφήγηση αλλά προσφέρουν ένα θραύσμα, ένα κομμάτι από μια μυστηριωδώς οικεία αφήγηση. Στους πίνακες μου, εξακολουθεί να υπάρχει μια σειρά από αναγνωρίσιμες φυσικές μορφές, οι οποίες τώρα έχουν δώσει ένα προσωπικό αφαιρετικό αλφάβητο σχημάτων, χρωμάτων και μορφών.»
Η τηλοψία και όσοι την στηρίζουν μπροστά και πίσω απ’ το γυαλί, παρουσιαστές, δημοσιογράφοι, προσκεκλημένοι, παραγωγοί εκπομπών, στην πλειοψηφία τους, «διδάσκουν» τη φλυαρία και τον ξύλινο λόγο (την εφιαλτικά στείρα επανάληψη στερεότυπων και δοσμένων φράσεων-εντολών, απ’ όλους τους πολιτικούς φορείς) Εκεί, η αφαιρετικότητα των φράσεων είναι ως μη υπάρχουσα. Η άσκοπη φλυαρία, ο κενός λόγος είναι στην ημερήσια διάταξη.
Ένα επιτυχημένο, σφικτό κινηματογραφικό μοντάζ, είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα ακύρωσης της «φλυαρίας» λόγου και εικόνας, εξαιτίας της ανάγκης χρονομετρημένης έκφρασης, που υποχρεώνει την χρήση τού πιο ενδιαφέροντος υλικού και την αφαίρεση περιττών καταγραφών που έγιναν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Οι χρονογράφοι και οι σχολιαστές των Μέσων (έντυπων και ηλεκτρονικών) έχουν χρέος να εξασκηθούν στον σύντομο και περιεκτικό λόγο των κειμένων.
Οι τέχνες είναι δημιουργική εργασία, η οποία θα συμπορεύεται με τη διαρκή προσπάθεια για έλεγχο της πολυλογίας, υπέρ τής οικονομίας τής έκφρασης.
Τελικά, μήπως η αφαιρετικότητα ως εργαλείο σκέψης και έκφρασης, έχει ανάγκη εκπαιδευτικής διδασκαλίας και μελέτης από τη σχολική ηλικία;
Από παλιά προσπαθούσα να αντιληφθώ την αφαιρετικότητα στις εικαστικές τέχνες και όταν άκουγα συζητήσεις περί αυτού, κάτι με δυσκόλευε συνήθως να συλλάβω το περιεχόμενο και την μορφή της. Θεωρούσα βεβαίως πως για να υπάρχει ανάγκη έκφρασης τής αφαιρετικότητας..
Ωστόσο, ομολογώ πως με βασάνισε για χρόνια αυτός ο προβληματισμός, αφού η λέξη «αφαιρετική» είναι αρκετά σαφής και έχει να κάνει πασιφανώς με την αφαίρεση στοιχείων. Όμως, ενώ μου είναι σαφές πως από τα 2 αν αφαιρέσεις το 1 μένει 1, σε έναν ζωγραφικό πίνακα δεν μπορούσα να «πιάσω» την «επιβεβλημένη» αφαίρεση και ακόμα περισσότερο, την «υποχρεωτική» αφαιρετικότητα!
Μια πρώτη σκέψη που περνάει και μας οδηγεί στην αποφυγή υπερβολικού… φορτώματος ενός έργου, με περισσότερα στοιχεία απ’ ό,τι χρειάζεται, είναι η ανάγκη τού καλλιτέχνη να «απελευθερωθεί» από την πραγματικότητα, να αποτυπώσει αισθήματα και σκέψεις πέρα από την αισθητότητα· και, από εδώ, αρχίζουν τα αυτονόητα ερωτήματα: άραγε πόσα «πράγματα» χρειάζονται; Πώς αποφασίζεται η ποσότητα των στοιχείων; Πώς θα νιώσει ο δημιουργός, αν το έργο του κριθεί παραφορτωμένο, σε σχέση με τα αισθητικά ρεύματα της εποχής και αν του υποδειχθεί, από κάποιους τεχνοκριτικούς πως θα «πρέπει», να αφαιρεθούν τα… πλεονάζοντα; Είναι άραγε θέμα… βάρους και χρειάζεται να… ελαφρύνει το υλικό του; Ίσως, στην ολοκλήρωση του έργου και όταν ο δημιουργός μαζέψει τα πινέλα και τις μπογιές του, να μπορούμε να αποφανθούμε εμείς οι θεατές, ενίοτε και θιασώτες, εάν το έργο χρειάζεται αφαίρεση…
Θυμάμαι, προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, ο εκ Σμύρνης φίλος μου ζωγράφος Γιώργος Σικελιώτης (1917-1984), όταν το ατελιέ του ήταν στην Καλλιθέα, συχνά με καλούσε σε στιγμές που θα τελείωνε, ένα έργο του, επειδή του είχα πει πως μ’ ενδιαφέρει η στιγμή της ολοκλήρωσης, όταν ο καλλιτέχνης βάζει την τελεία στο έργο και όχι κατά την διάρκεια της εργασίας του. Τότε λοιπόν έτρεχα με την μηχανή για να τον προλάβω σε αυτή την φάση. Ο Σικελιώτης ήταν υπέρβαρος και χειμώνα-καλοκαίρι, όταν ήταν σε τέτοια φάση ολοκλήρωσης, ήταν πάντα μούσκεμα στον ιδρώτα και… λαχανιασμένος! Ο ίδιος μου έλεγε, όταν τον ρωτούσα περί αυτού, πως παλεύει με την αγωνία του να μην προσθέσει τίποτα το περιττό, που να βαραίνει τις γραμμές και τα χρώματά του. Μου έλεγε χαρακτηριστικά πως: «έστω και μια γραμμή επί πλέον, μπορεί να καταστήσει το έργο α ν ι σ ό ρ ρ ο π ο»!!!
Ομολογώ πως μου ήταν πολύ ωφέλιμες εκείνες οι επισκέψεις στο εργαστήρι του, αφού με προβλημάτιζαν δημιουργικά παρακολουθώντας το τελείωμα ενός έργου, ενός τόσο σημαντικού ζωγράφου. Ο ίδιος λοιπόν «παρέδιδε» το έργο του στο κοινό, όταν ενέκρινε το όλον και υπέγραφε τελεσίδικα το αποτέλεσμα των σκέψεων, των συναισθημάτων, της αισθητικής του.
Το παράδειγμα και η άποψη του Γιώργου Σικελιώτη έγινε για μένα μόνιμη θέση, η οποία εκφράσθηκε, πρυτάνεψε και πρυτανεύει στη ζωή μου, ακόμα και στα τραγούδια μου, στις ισορροπίες μεταξύ στίχου (λόγου) και μουσικής. Πρόσεχα πάντα να αποφεύγω τους αισθητικούς ακροβατισμούς, τα πολύπλοκα μελωδικά σχήματα και τις φλύαρες ενορχηστρώσεις· πρόσεχα, με αληθινή προσήλωση, να μην υπάρχει αυτή η… παραπανίσια νότα που θα φόρτωνε το τραγούδι καθιστώντας το, α ν ι σ ό ρ ρ ο π ο.
Έχω πλείστα παραδείγματα τέτοιας αισθητικής συμπεριφοράς ανεξέλεγκτου φόρτου από συνθέτες, οι οποίοι την «ποσότητα» τη θεωρούν ικανότητα και επίδειξη γνώσης, με αποτέλεσμα να εντυπωσιάζουν ένα κοινό που δεν γνωρίζει, ούτε… χαμπαριάζει από βαριά και ελαφρά φορτία…
Ο κάθε δημιουργός έχει τις δικές του σκέψεις και με αυτές πορεύεται. Δεν θα προσπαθήσει, σώνει και καλά, να είναι αφαιρετικός η φορτωμένος. Ό,τι υπάρχει στον μέσα κόσμο τής γνώσης, της ευαισθησίας και της αισθητικής του, θα το βγάλει προς τα έξω και δεν θα περάσουν, από το μυαλό και το έργο του, οι εποχές και οι συνθήκες της παγκόσμιας ανάγκης για αλλαγές των αισθητικών ισορροπιών.
Το ζητούμενο θεωρώ πως «θα πρέπει» να είναι η απλοποίηση, η λιτότητα της φόρμας, αλλά αυτό το «θα πρέπει» είναι εξωπραγματικό γιατί, απλούστατα, ο καθένας από εμάς «θα πρέπει» να έχει τις δικές του σκέψεις και αντιλήψεις. Δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε όλοι στην ίδια αντίληψη, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν τραγικό και επικίνδυνο για την ελευθερία έκφρασης του ανθρώπου. Επομένως αυτή η… ανισορροπία και η προσωπική αίσθηση περί αυτής, είναι εκείνη ακριβώς η οποία καθορίζει την δυναμική των τάσεων, των στιλ, των αντιλήψεων και των ιδεών…
Και, για να ολοκληρώσω, θα προσέθετα (ελπίζω όχι περιττά) πως το εργαλείο της αφαιρετικότητας οφείλουν να διαθέτουν όσοι γράφουν, όσοι ομιλούν, όσοι δημιουργούν.
Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα μιας δήλωσης του ζωγράφου Nicholas Wilton που λέει: «Η αφαίρεση, όπως η ποίηση, δεν διατηρούν μια ξεκάθαρη αφήγηση αλλά προσφέρουν ένα θραύσμα, ένα κομμάτι από μια μυστηριωδώς οικεία αφήγηση. Στους πίνακες μου, εξακολουθεί να υπάρχει μια σειρά από αναγνωρίσιμες φυσικές μορφές, οι οποίες τώρα έχουν δώσει ένα προσωπικό αφαιρετικό αλφάβητο σχημάτων, χρωμάτων και μορφών.»
Η τηλοψία και όσοι την στηρίζουν μπροστά και πίσω απ’ το γυαλί, παρουσιαστές, δημοσιογράφοι, προσκεκλημένοι, παραγωγοί εκπομπών, στην πλειοψηφία τους, «διδάσκουν» τη φλυαρία και τον ξύλινο λόγο (την εφιαλτικά στείρα επανάληψη στερεότυπων και δοσμένων φράσεων-εντολών, απ’ όλους τους πολιτικούς φορείς) Εκεί, η αφαιρετικότητα των φράσεων είναι ως μη υπάρχουσα. Η άσκοπη φλυαρία, ο κενός λόγος είναι στην ημερήσια διάταξη.
Ένα επιτυχημένο, σφικτό κινηματογραφικό μοντάζ, είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα ακύρωσης της «φλυαρίας» λόγου και εικόνας, εξαιτίας της ανάγκης χρονομετρημένης έκφρασης, που υποχρεώνει την χρήση τού πιο ενδιαφέροντος υλικού και την αφαίρεση περιττών καταγραφών που έγιναν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Οι χρονογράφοι και οι σχολιαστές των Μέσων (έντυπων και ηλεκτρονικών) έχουν χρέος να εξασκηθούν στον σύντομο και περιεκτικό λόγο των κειμένων.
Οι τέχνες είναι δημιουργική εργασία, η οποία θα συμπορεύεται με τη διαρκή προσπάθεια για έλεγχο της πολυλογίας, υπέρ τής οικονομίας τής έκφρασης.
Τελικά, μήπως η αφαιρετικότητα ως εργαλείο σκέψης και έκφρασης, έχει ανάγκη εκπαιδευτικής διδασκαλίας και μελέτης από τη σχολική ηλικία;