Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Ακρίτα: Συγγνώμη, δεν έδωσα το άρθρο μου στον Μπογδάνο να το εγκρίνει

Αν διαφωνεί, ας πει στα «Νέα» να με απολύσουν

Συγγνώμη δεν έδωσα το άρθρο μου στον Μπογδάνο να το εγκρίνει. Αν διαφωνεί, ας πει στα ‘Νέα’ να με απολύσουν. Να γελάσουμε και λίγο.
Αυτό έγραψε η Ελενα Ακρίτα στο fb κοινοποιώντας το άρθρο της στην εφημερίδα Τα ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου (18.7.2020) για τα προσφυγάκια με τίτλο..
«Τα ασυνόδευτα της πλατείας»
Ακολουθεί το εξαιρετικό κείμενο της δημοσιογράφου:
Στην δεκαετία του ’60, τα ασυνόδευτα προσφυγάκια του σήμερα - αυτά τα παιδιά που φυτρώνουν σαν χορταράκια σε καταυλισμούς, σε παραπήγματα και σε παγκάκια, έρμαια του κάθε δουλέμπορου και νταβατζή – ήταν τα ‘ορφανά της Βουλιαγμένης’. Το Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης ιδρύθηκε το 1920 και στέγασε αρχικά τα ορφανά από την καταστροφή της Μικράς Ασίας κι ύστερα εκείνα που έχασαν τους γονείς τους στον πόλεμο του ’40.
Στο λόφο κοντά στα λιμανάκια, εκεί στον Λαιμό Καβουρίου, η διοίκηση
του Ορφανοτροφείου νοίκιαζε στους νοικοκυραίους της εποχής μικρά ξύλινα λυόμενα: έτσι τα λέγαμε κατ’ ευφημισμόν, παράγκες ξύλινες ήταν.
Περνούσα εκεί τα πρώτα μου καλοκαίρια στο ‘λυόμενο’ του θείου Γιώργου. Για μπάνιο πηγαίναμε στα λιμανάκια εκείνων των ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών. Εκεί τα ‘παιδάκια με τις μαμάδες’ συναντούσαν τα ‘παιδάκια χωρίς μαμάδες’. Ένα λιλιπούτειος στρατός με μαύρα ομοιόμορφα μαγιό… Πειθαρχημένα έκαναν το μπάνιο τους, πειθαρχημένα σκουπίζονταν με ξέθωρες πετσέτες και πειθαρχημένα επέστρεφαν στο Ορφανοτροφείο.
Μόλις τα έβλεπε η μαμά-κλώσα κακάριζε πανικόβλητη και μάζευε τα βλαστάρια της κάτω απ’ τις ασφυκτικές φτερούγες:
“Μην πλησιάζεις, αυτά τα παιδιά είναι βρόμικα”.
“Μην δίνεις τη μπάλα σου, είναι γεμάτα αρρώστιες και θα σε κολλήσουν”.
“Μην του μιλάς, είδες πως βρίζει”.
Οι μανάδες αυτές τότε δεν ήταν ‘ρατσίστριες’. ‘Καλές μανάδες’ ήτανε. Φροντίζανε την υγεία και την ασφάλεια του παιδιού τους που κινδύνευε από τα 6χρονα καθάρματα του Ορφανοτροφείου. Που - όπως όλοι γνωρίζουμε - είναι βρόμικα, άρρωστα, λένε ‘’α γαμήσου’, και ΘΑ γίνουν αλήτες, οι κλέφτες, οι φονιάδες. Όπως τα προσφυγάκια που ΘΑ γίνουν τρομοκράτες και τζιχαντιστές. Γι’ αυτό, τα συνομήλικα παιδιά τα αποφεύγαν, τα μεγαλύτερα παιδιά τα δέρνανε: για το ΘΑ. Απλά πράγματα.
Τα ‘ορφανά της Βουλιαγμένης’ του χτες είναι τα προσφυγάκια του σήμερα. Είναι οι βρόμικοι, άρρωστοι, κλαμένοι μπόμπιρες που σέρνουν πίσω τους ένα παλιοστρώμα και μια μπάλα για να διανύσουν την απόσταση από το τίποτα στο πουθενά. Είτε στην πλατεία Βικτωρίας είτε στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης.
Όχι, δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι της Βουλιαγμένης έτσι. Την θεία Νέλλη τα παιδάκια την λάτρευαν. Τους χαμογελούσε, τους γλυκομιλούσε, ενθάρρυνε τους γιους της κι εμένα να παίζουν μαζί τους. Μετά βδελυγμίας την αντιμετώπιζαν οι ‘γλυκιές μανούλες’ με το μπιφτέκι στο χέρι και την σκληράδα στο μάτι.
Δεν ήταν βέβαια όλοι οι κάτοικοι της Βουλιαγμένης έτσι. Όπως δεν είναι και σήμερα όλοι οι Έλληνες έτσι. Δεν χτυπάνε όλοι τα ξένα παιδιά, δεν καίνε όλοι σχολεία και καταλύματα, δεν κακοποιούν όλοι, δεν είναι όλοι ρατσιστόμουτρα. Και δεν τους τσουβαλιάζουμε στον ίδιο σάκο κι ας είναι τα όρια δυσδιάκριτα καμιά φορά.
Θυμάμαι στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης την κυρία Ελπιδα με το όμορφο όνομα και τα τρία παιδιά. Πάντα γελαστή και καλοσυνάτη, πάντα με τον γλυκό τον λόγο και με τα καλούδια που κερνούσε απλόχερα τους λουόμενους της παραλίας. Αυτή η γλυκύτατη κυρία η έξω καρδιά, μόλις κατέφθανε ο ομοιόμορφος στρατός των ορφανών πάντα με βήμα διστακτικό, πάντα βλέμμα ντροπαλό, εκείνη μάζευε κακήν κακώς τα δικά της παιδιά κι έφευγε βρίζοντας αυτούς που επέτρεπαν να ‘μαγαρίζουν’ τα ορφανά τη θάλασσα που θα κολυμπούσαν τα πριγκιπόπουλά της.
Η κυρία Ελπίδα του χτες είναι η κυρία Μαρία του σήμερα. Είναι η γελαστή μανούλα που δεν θέλει να κάτσει το παιδί της στο ίδιο θρανίο με το προσφυγάκι. Ρατσίστριες και οι δυο – μόνο που η πρώτη δεν ήξερε καν τη λέξη ‘ρατσισμός’. Κι η δεύτερη την θεωρεί εύσημο.
Κι έτσι συνεχίζουμε. Από τότε μέχρι τώρα κι από τώρα μέχρι πάντα και εις τον αιώνα των αιώνων χωρίς αμήν. Να περιθωριοποιούμε τα παιδιά. Τα παιδιά που δεν φταίνε.
Αλλά που θα πάει; ΘΑ φταίξουνε σίγουρα μεγαλώνοντας.