του Χρήστου Ξανθάκη
Έχω ένα φίλο το Βαγγέλη, ας πούμε ότι τον λένε Βαγγέλη, που έχει περάσει απ’ όλα τα μεγάλα μαγαζιά στην πιάτσα των media. Στο εμπορικό τμήμα δούλευε, έφτασε κάποια στιγμή να γίνει και διευθυντικό στέλεχος, καριέρα τσίλικη, συνταξιούχος τώρα. Συναντιόμαστε με τον Βαγγέλη από καιρού εις καιρόν, πίνουμε κάναν καφέ, μου λέει καμιά ιστορία. Όπως τις προάλλες που ήμασταν στην..
πλατεία Προσκόπων και μου άρχισε το μπίρι μπίρι:
«Είμαι», μου λέει, «στην τάδε εφημερίδα και διευθύνω το εμπορικό. Και μιλάω όπως καταλαβαίνεις και με τους συντάκτες, μιας και αρκετοί απ’ αυτούς παίζανε τη μπαλίτσα τους σε διάφορες συμφωνίες. Μια μέρα έρχεται ένας δημοσιογράφος που τον ήξερα, κλείνει πόρτα, στρώνεται στο γραφείο μου, παίρνει ύφος συνωμοτικό και μου λέει:
Κύριε Βαγγέλη, έχω μια απορία.
Τι είναι ρε φίλε, του λέω εγώ.
Να, μου ξαναλέει, έχω το εξής πρόβλημα. Πήρα μεζονέτα μια χαρά στο Νέο Ψυχικό, πήρα και εξοχικό στην Εύβοια. Πήρα κι ένα σκαφάκι να έχω να βγαίνουμε με τα παιδιά σε καμιά έρημη παραλία. Και θέλω να σας ρωτήσω:
Τα κάνω όλα σωστά για το στάτους μου στον κλάδο; Ή μήπως πρέπει να κάνω και κάτι ακόμη για να μη μ’ έχουν οι συνάδελφοι για παρακατιανό;»
Τον θυμήθηκα τον ανωτέρω συνάδελφο αυτές τις μέρες, που περιμέναμε λεφτά οι πρώην της «Ελευθεροτυπίας», από την πώληση του κτιρίου στη Μίνωος. Τα παλιά μας γραφεία δηλαδή, που τα πήρε μια εταιρεία κι έσταξε λεφτά και τώρα θα τα κάνει κάτι άλλο, με την ευχή μου, πίσω δεν ξαναγυρνώ.
Ναι, κάτι λεφτά περιμέναμε, μερικοί και μερικές θα αποκόμιζαν δεκάδες χιλιάδες ευρώπουλα, αλλά οι περισσότεροι γύρω στο πεντοχίλιαρο θα καθαρίζανε. Πέντε συν, πέντε μείον, καταλαβαινόμαστε τώρα που θα καθόταν η μπίλια για τον καθένα και την καθεμιά. Φιστίκια που θα έλεγε κι ο συγχωρεμένος (;) ο Βγενόπουλος, αλλά άμα δεν έχεις δουλειά και τρέχει και το δάνειο είναι κάτι παραπάνω από βροχή λεφτών. Είναι μια, προσωρινή έστω, ανακούφιση από εκείνη την αδυσώπητη υποψία ότι θα καταλήξεις κλοσάρ κάτω απ’ τις ανισόπεδες στη λεωφόρο Αθηνών. Να βγει ο χειμώνας και βλέπουμε…
Ξέρω, ξέρω, οι περισσότεροι και οι περισσότερες, η συντριπτική πλειοψηφία από εσάς που με διαβάζετε αυτή την ώρα, ακούτε «δημοσιογράφος» και σκέπτεστε εκείνον τον τύπο με τη μεζονέτα και το εξοχικό και το σκαφάκι που μου διηγήθηκε τα κατορθώματά του ο κολλητός ο Βαγγέλης. Ότι και καλά κονομήσαμε τόσα πολλά στους καιρούς των παχέων αγελάδων, που φτάνουν και για τα παιδιά των παιδιών μας.
Και για κάποιους μπορεί να έχετε δίκιο. Ισχύει, μάλιστα, δίκιο έχετε ότι κάποιοι κονομήσανε και κονομήσανε κάτι παραπάνω από χοντρά. Αλλά δεν είμαστε όλοι έτσι. Υπάρχει κι άλλος κόσμος που σε παίρνει κλαίγοντας μέρα μεσημέρι γιατί δεν έχει να πληρώσει το ηλεκτρικό (το ηλεκτρικό γαμώ την τρέλα μου!), που δεν κλείνει μάτι γιατί το στεγαστικό έσκασε σαν χειροβομβίδα, που χάνει το χρώμα του γιατί το παιδί θέλει καινούρια παπούτσια και το πορτοφόλι δεν έχει ούτε κέρματα μέσα. Υπάρχουν και δεν μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών, πολλοί περισσότεροι είναι…
Οπότε, λογικό είναι να έχει ξεσπάσει κύμα οργής επειδή άσκησαν ανακοπή οι τράπεζες και αντί να δούμε λεφτά θα δούμε τον Γκιώνη. Ναι, κι αυτό το ξέρω, δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς οι δικηγόροι τους, θα τους τρέχανε οι μέτοχοι για απιστία. Επειδή όμως τα ψωροχιλιάρικα τα δικά μας είναι πασατέμπος για τις τράπεζες κι επειδή τέλος πάντων απ’ τα δικά μας τα λεφτά σώθηκαν μια και δυο και τρεις φορές, μήπως, λέω μήπως θα μπορούσαν λιγάκι να το ξανασκεφτούν. Και να πάρουν μια γενναία απόφαση, υπέρ των εκατοντάδων εργαζομένων, δημοσιογράφων, διοικητικών, τεχνικών της παλαιάς «Ελευθεροτυπίας», που περιμένουν πέντε φράγκα μπας και ξελασπώσουν; Δύσκολο, δεν λέω, αλλά καμιά φορά αυτά τα δύσκολα είναι που σε ξεχωρίζουν και όχι οι διαφημιστικές καμπάνιες με τα χαρούμενα τα πρόσωπα και τα πλατιά τα χαμόγελα στις φάτσες των κομπάρσων.
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr