Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Γιατί κανένας δεν γουστάρει τους δημοσιογράφους;

του Χρήστου Ξανθάκη
Δυο είναι τα συμπεράσματα από το επίμαχο σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ, που εδώ και ολίγα εικοσιτετράωρα κάνει το γύρο τόσο του διαδικτύου όσο των διαδικτυακών συζητήσεων: Πρώτον, ότι σχεδόν ένα χρόνο μετά απ’ τις εκλογές το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα κατάφερε να επιβάλλει την ατζέντα των ημερών. Και δεύτερον, ότι εμάς τους..
δημοσιογράφους δεν μας αγαπάει κανείς!
Και να τα σπάσω σε πενηνταράκια για όλα τα μικρά παιδιά που πήγαν σχολείο επί Κεραμέως. Όσον αφορά στην ατζέντα, όλο πίσω απ’ τις εξελίξεις και τα τεκταινόμενα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Όλο έτρεχε και δεν έφτανε, όλο κυνηγούσε και δεν έπιανε, όλο ανηφόρα ήταν ο δρόμος και άσθμαινε. Ως και το ΚΚΕ δηλαδή, που δεν φιλοδοξεί να καθορίσει τις εξελίξεις, είχε μια μέρα όλη δική του την Πρωτομαγιά με την επαναστατική γυμναστική στο Σύνταγμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πάλι, νιξ…
Και τώρα, τα κατάφερε να επιβάλλει την ατζέντα του. Με τρόπο που μπορεί να μην αρέσει, με τρόπο που μπορεί να μην είναι και τόσο κομψός, με τρόπο που μπορεί να γέρνει μονόπαντα, αλλά τα κατάφερε. Αυτό οφείλει να του το πιστώσει κανείς στο πλαίσιο του πολιτικού παιχνιδιού και από εδώ και πέρα θα δούμε αν ήταν μια καινούρια αρχή ή ένα απλό πυροτέχνημα.
Όσο για τους δημοσιογράφους και τα συμπαρομαρτούντα αυτών, με το που είδα τις αντιδράσεις των πολλών (του «χοντρού λαού», που έλεγε κι ο γίγαντας ο Αντρέας) για το σποτάκι, θυμήθηκα μια έρευνα της MRB από το Δεκέβριο του 2017, που έδειχνε τους λειτουργούς του Τύπου στον πάτο των προτιμήσεων. Κάτω απ’ τις Ένοπλες Δυνάμεις, κάτω απ’ τα Πανεπιστήμια, κάτω από την Εκκλησία. Και είχα σημειώσει τότε σχετικώς, εδώ στο Νewpost:
«Διότι όσα ψέματα κι αν έχουν πει στους πολίτες οι καραβανάδες, οι καθηγητές και οι παπάδες, εμείς τους έχουμε πει περισσότερα! Και μάλιστα τους τα έχουμε πει με ψηλά τη μύτη, τους τα έχουμε πει με ύφος αυθεντίας, τους τα έχουμε πει ως αλήθειες ακλόνητες και όταν αποδείχτηκε ότι ήταν παραμύθια δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να ζητήσουμε συγγνώμη.
Αντιθέτως τρίψαμε τη μουρίτσα αναγνωστών, ακροατών και τηλεθεατών, προσπαθώντας να τους βγάλουμε χαζούς για μία ακόμη φορά. Του τύπου “εσείς δεν ξέρετε, εμείς ξέρουμε”. Λυπούμαι πολύ, αλλά αυτή ειδικά την αμαρτία κανείς και καμιά δεν πρόκειται να μας τη συγχωρήσει. Όλα τα υπόλοιπα μπορεί και να τα ξεχάσουν οι αναγνώστες, οι ακροατές, οι τηλεθεατές. Να τους φτύνουμε στα μούτρα και ύστερα να ζητάμε και τα ρέστα, δεν χωράει πουθενά. Και θα συνεχίσουμε να το πληρώνουμε, όσο το «ήμαρτον» δεν συναντάει την άκρη των χειλιών μας…»
Και κάπως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι σε όλες τις διαδικτυακές ψηφοφορίες (όχι και τόσο ακριβείς, αλλά ενδεικτικές), η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων και των συμμετεχουσών βρήκε το σποτάκι απολύτως επιτυχημένο. Όχι γιατί είναι τίποτα βαμμένοι Συριζαίοι, αλλά διότι μας σιχαίνονται.
Και μας σιχαίνονται επειδή τους κοροϊδέψαμε φόρα παρτίδα, δίχως κανένα ενδοιασμό. Μπορούσαμε να το κάνουμε και το κάναμε. Κι αν η παραμύθα ξεχνιέται κάποια στιγμή, όπως πλειστάκις έχουν αποδείξει οι πολιτικοί μας, η περιφρόνηση δεν λησμονιέται ποτέ. Σαν το προπατορικό αμάρτημα είναι και θα το χρεωνόμαστε ώσπου να βγάλει ο ήλιος κέρατα!

Υ.Γ.: Μιας και μιλάμε για δημοσιογράφους, έσκασε μύτη και μια ενδιαφέρουσα διαρροή ότι οι τράπεζες θα ήταν πολύ ευχαριστημένες με μια τροπολογιούλα των 25 λέξεων και θα απέσυραν τις ενστάσεις τους για τις αποζημιώσεις των πρώην εργαζόμενων της «Ελευθεροτυπίας». Δεν το προχωράμε αγαπούλες της κυβέρνησης, να σας έχουμε και μια υποχρέωση μέρες που ‘ναι;

- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr