Ο δημοσιογράφος Νίκος Σβέρκος καταγράφει έξι μιντιακές ιστορίες που συνιστούν τραγελαφικά επεισόδια
ενός μιντιακού συστήματος που δομήθηκε πάνω σε εξυπηρετήσεις,
ρουσφετάκια, ρουσφετάρες, μαύρο χρήμα, διαφημιστική έξαρση και αέναη
διαπλοκή.
Ακολουθεί η ανάρτηση του Νίκου Σβέρκου στο fb:..
Με τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού φίλους δημοσιογράφους μάς συνδέει, μεταξύ άλλων, η ευχαρίστηση να λέμε και να γελάμε με ιστορίες που μοιραζόμαστε για άλλους δημοσιογράφους.
Έχουμε επιλέξει να πουλάμε ιστορίες για να ζήσουμε και τις πιο εξωφρενικές που γνωρίζουμε τις μοιραζόμαστε μεταξύ μας για να γελάμε τρανταχτά. Ορισμένες είναι πραγματικά βουτηγμένες στο αστείο. Άλλες είναι, βέβαια, εξοργιστικές, σε βαθμό να απορούν οι εκτός χώρου με το ότι καγχάζουμε με αυτές.
Αγαπημένες μου τέτοιες ιστορίες:
Για να νομιμοποιηθεί όλο αυτό το σύστημα, μα και για να κλείνουν διαρκώς τα στόματα, επινοήθηκε ο όρος «δημοσιογραφικό λειτούργημα». Με αυτόν τον τρόπο ο φουκαράς εργάτης της γραφίδας, της γραφομηχανής και του υπολογιστή θεωρείτο περίπου το ίδιο με το κάθε λακέ της εξουσίας, το κάθε αρχιλαμόγιο, τον κάθε τζουτζέ, που, αν ήταν αρκετά πονηροί, πλούτιζαν στην πλάτη των εργατών.
Αδύνατο λοιπόν να κατανοήσει κανείς πώς ένας εργάτης του Τύπου, ένας άνθρωπος της καθημερινής πίεσης και των άθλιων μισθών, μπορεί να προσβληθεί από το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό που δημιουργεί προβληματισμό είναι πόσο βαθιά απαξιωμένο είναι το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Και η απαξίωση δεν εκφράζεται στην προσωπική επαφή, δεν έχει γυρίσει ποτέ κανένας να πει κατά πρόσωπο «Αλήτες Ρουφιάνοι Δημοσιογράφοι», μα είναι μια φράση που τριγυρίζει στο συλλογικό θυμικό. Το οποίο ξεσπά μέσα στην ζούγκλα θραυσμάτων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, εκεί που οι νευρώσεις ανακατεύονται με την γελοιότητα του προσωπικού «μεγαλείου».
Αντί λοιπόν να προσπαθούμε να τρομπάρουμε το σκασμένο «μεγαλείο» μας, αυτό το οποίο εντέχνως μας φόρεσαν τα κάθε λογής «αφεντικά», να κατανοήσουμε όλες και όλοι γιατί εξεγείρεται ο κόσμος εναντίον όσων δηλώνουν δημοσιογράφοι.
Ακολουθεί η ανάρτηση του Νίκου Σβέρκου στο fb:..
Με τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού φίλους δημοσιογράφους μάς συνδέει, μεταξύ άλλων, η ευχαρίστηση να λέμε και να γελάμε με ιστορίες που μοιραζόμαστε για άλλους δημοσιογράφους.
Έχουμε επιλέξει να πουλάμε ιστορίες για να ζήσουμε και τις πιο εξωφρενικές που γνωρίζουμε τις μοιραζόμαστε μεταξύ μας για να γελάμε τρανταχτά. Ορισμένες είναι πραγματικά βουτηγμένες στο αστείο. Άλλες είναι, βέβαια, εξοργιστικές, σε βαθμό να απορούν οι εκτός χώρου με το ότι καγχάζουμε με αυτές.
Αγαπημένες μου τέτοιες ιστορίες:
- Ο αξιότατος συντάκτης, που ζητούσε από θιασάρχες να προσλάβουν την όμορφη μα ατάλαντη σύζυγό του. Εάν δεν του έκαναν το χατήρι, έγραφε με ψευδώνυμο κριτική για την παράσταση και την «έθαβε». Την επόμενη χρονιά ο θιασάρχης έπαιρνε την αρτίστα χωρίς καν οντισιόν.
- Η ρεπόρτερ και μετέπειτα τηλεπερσόνα που προσπάθησε να στείλει το βλαστάρι της στην Αμερική για ορθοδοντική με έξοδα του ταμείου των δημοσιογράφων. Όταν μέλη της διοίκησης πήραν χαμπάρι την μεθόδευση, εκείνη είπε αφοπλιστικά «μα το ίδιο έκανε πέρυσι ο (τάδε) και ο (δείνα)».
- Ο ανταποκριτής άγνωστου ξένου μέσου, που την ώρα κοινής συνέντευξης Τύπου του Ομπάμα με τον Τσίπρα στο Μαξίμου έσπρωχνε συναδέλφους του για να πάει στην πρώτη σειρά. Ήθελε να επιδείξει στον αμερικάνο πρόεδρο τα δύο λαστιχένια βραχιολάκια που φορούσε στο χέρι και που είχε εξασφαλίσει από την τελετή ορκωμοσίας του
- Ο φέρελπις δημοσιογράφος που ενώ είχε τέσσερις παράλληλες πλήρεις απασχολήσεις σε μέσα ενημέρωσης (μην απορείτε γιατί, η δουλειά μπορεί να γίνει τσαπατσούλικα και εξ αποστάσεως) επιδίωξε να πάρει και δουλειά σε γραφείο Τύπου υπουργείου. Την πήρε με το επιχείρημα «έχω και ένα παιδί να θρέψω». Να σημειώσουμε εδώ πως δεν είχε παιδί.
- Ο ψευτο-δημοσιογράφος και ψευτοεκδότης, που έφτασε από την φτώχεια στην καταξίωση χρησιμοποιώντας το επώνυμό του, καθώς ήταν συνεπώνυμος με κεντρικό πολιτικό πρόσωπο. Σημαντικό επίτευγμα του, όταν κάλεσε τον εισαγωγέα πρωτοποριακών κινητών τηλεφώνων και ζήτησε να σταλούν δέκα από αυτά για την (τάδε) εφημερίδα, «επειδή είναι καλά παιδιά». Ο αντιπρόσωπος ψάρωσε και τα έστειλε. Έτσι οι υπάλληλοί του έμειναν απλήρωτοι άλλους έξι μήνες, καθώς τους έλεγε «μέχρι και άι-φόουν σας πήρα βρε αχάριστοι».
- Ο σημερινός μεγαλο-δημοσιογράφος που ξημεροβραδιαζόταν και ξεφραγκιαζόταν στους μπουφέδες πρωινού σε χειμερινό θέρετρο της Ελβετίας μπας και πιάσει κουβέντα με κάποιον από τους μεγιστάνες που έκαναν διακοπές. Ο συγκεκριμένος κατάφερε να αρπάξει μια γερή πνευμονία όταν αναγκάστηκε να κοιμηθεί στο αμάξι του, καθώς τα λεφτά του είχαν τελειώσει.
Για να νομιμοποιηθεί όλο αυτό το σύστημα, μα και για να κλείνουν διαρκώς τα στόματα, επινοήθηκε ο όρος «δημοσιογραφικό λειτούργημα». Με αυτόν τον τρόπο ο φουκαράς εργάτης της γραφίδας, της γραφομηχανής και του υπολογιστή θεωρείτο περίπου το ίδιο με το κάθε λακέ της εξουσίας, το κάθε αρχιλαμόγιο, τον κάθε τζουτζέ, που, αν ήταν αρκετά πονηροί, πλούτιζαν στην πλάτη των εργατών.
Αδύνατο λοιπόν να κατανοήσει κανείς πώς ένας εργάτης του Τύπου, ένας άνθρωπος της καθημερινής πίεσης και των άθλιων μισθών, μπορεί να προσβληθεί από το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό που δημιουργεί προβληματισμό είναι πόσο βαθιά απαξιωμένο είναι το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Και η απαξίωση δεν εκφράζεται στην προσωπική επαφή, δεν έχει γυρίσει ποτέ κανένας να πει κατά πρόσωπο «Αλήτες Ρουφιάνοι Δημοσιογράφοι», μα είναι μια φράση που τριγυρίζει στο συλλογικό θυμικό. Το οποίο ξεσπά μέσα στην ζούγκλα θραυσμάτων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, εκεί που οι νευρώσεις ανακατεύονται με την γελοιότητα του προσωπικού «μεγαλείου».
Αντί λοιπόν να προσπαθούμε να τρομπάρουμε το σκασμένο «μεγαλείο» μας, αυτό το οποίο εντέχνως μας φόρεσαν τα κάθε λογής «αφεντικά», να κατανοήσουμε όλες και όλοι γιατί εξεγείρεται ο κόσμος εναντίον όσων δηλώνουν δημοσιογράφοι.