του Χρήστου Ξανθάκη
Πριν από μερικούς μήνες έκλεισα τα τριαντατρία χρόνια δημοσιογραφικού βίου. Ξεκίνησα στον «Σχολιαστή», με μια συνέντευξη του κιθαρίστα των Green on Red (ενδιαφέρων τύπος, συνεχίζει κι αυτός άνευ διακοπής), συνέχισα στον Top FM και στον 902 Αριστερά στα FM, προσγειώθηκα στην «Ελευθεροτυπία», έκατσα εκεί χρόνια και ζαμάνια, και εδώ και..
πεντέμιση έτη με διαβάζετε από τις σελίδες του Νewpost. Ενδιαμέσως έκανα και ολίγη τηλεόραση, συν ολίγο ενημερωτικό ραδιόφωνο, βάλε και ντιτζέη σε μουσικές εκπομπές, μην τα γράφω όλα, θέλουμε χρόνο πολύ και για μερικά εξ αυτών δεν μπορώ να πω ότι είμαι πολύ περήφανος…
Όπως δεν είναι περήφανοι αρκετοί αρθρογράφοι της εποχής, για την κατάσταση της δημοσιογραφίας στις μέρες μας. Θρήνος πέφτει, ενίοτε και οδυρμός για την πάλαι ποτέ κραταιή τέταρτη εξουσία και για το λειτούργημα (λειτούργημα!) του δημοσιογράφου που έχουν καταπέσει στα τάρταρα και ελπίδα δεν έχουν να ξαναδούν το φως του ήλιου. Γιατί λείπουν οι συντάκτες, γιατί λείπουν οι εκδότες, γιατί λείπουν οι πένες, γιατί λείπουν οι φωνές και είμαστε πλέον στον πάτο, πιο κάτω δεν γίνεται. Ενώ πρώτα ανθίζανε τα γιούλια κι οι βιόλες και όσο για τα γιασεμιά εκεί να δείτε πια λουλούδια, μισό μέτρο το καθένα!
Προσωπικώς τα διαβάζω όλα τα ανωτέρω με μια σχετική επιφυλακτικότητα. Τριαντατρία χρόνια στο κουρμπέτι είναι αυτά, τα περισσότερα μάλιστα στο ρεπορτάζ των media. Κάτι κατέχω λοιπόν από το παρελθόν και τις πρακτικές του παρελθόντος και αυτό το κάτι με εμποδίζει να φορέσω κι εγώ τις πλερέζες και να θρηνήσω την χαμένη τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι και παλαιότερα οι εκδότες ασκούσαν πιέσεις (πολύ κομψά το λέω…) για να πετύχουν τους σκοπούς τους, θυμάμαι πρωτοσέλιδα φωτιά που αναρωτιότανε αν στην Ελλάδα υπάρχει κράτος, θυμάμαι ρεπορτάζ που τη μία μέρα έφερναν τον τόπο ανάποδα και την επομένη δεν τα έβρισκες ούτε μονόστηλα, θυμάμαι θαύματα και θαυματοποιούς να χαλάνε κόσμο, θυμάμαι ακόμη ακόμη τον πυρετό του χρηματιστηρίου να καταλαμβάνει το σύνολο των ελληνικών media και τον ιό του εκσυγχρονισμού να κυλάει ακάθεκτος στις φλέβες τους, μαζί με τα μικρόβια του διακοποδάνειου και του εορτοδάνειου. Για να μην μιλήσω για τους Ολυμπιακούς αγώνες, που αναστήσανε τα όνειρα μιας ολόκληρης φυλής πριν την κατακρημνίσουν στο βάραθρο του χρέους…
Ναι, τα έχουμε ξαναζήσει όλα όσα ζούμε τώρα, τα έχουμε ξαναζήσει μία και δύο και τρεις φορές. Ίσως όχι με τόσο κάθετη μεθοδολογία και τόσο μπρουτάλ πρακτική, αλλά τα έχουμε ξαναζήσει. Κι αν τ’ αφεντικά τρέχανε στα μέγαρα και όχι στα γήπεδα, ο πυρήνας της μπίζνας δεν άλλαζε εν τέλει. Τα ελληνικά media κάνανε αυτό που έπρεπε να κάνουν και οι όποιες εξαιρέσεις επιβεβαίωναν απλώς τον κανόνα.
Οπότε δεν ωφελεί να μοιρολογούμε τον χαμένο Παράδεισο. Δεν έχει νόημα, μιας και ο Παράδεισος αυτός ήταν φτιαγμένος από φελιζόλ και τον είχανε χτίσει στην άμμο. Ίσως ήταν τα προνόμια μας τα δημοσιογραφικά πιο χειροπιαστά στο παρελθόν και ίσως μας σεβόταν λίγο περισσότερο ο κόσμος. Γι’ αυτά μπορούμε να δακρύσουμε, αλλά μην περιμένουμε πια κατανόηση από μια κοινωνία που τραβάει των παθών της τον τάραχο εδώ και ένα σκασμό χρόνια. Όταν δεν έχεις να πληρώσεις το ρεύμα και δεν σου περισσεύει φράγκο για βενζίνα, είναι λίγο δύσκολο να συγκινηθείς από το κλάμα για τη χαμένη τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Πριν από μερικούς μήνες έκλεισα τα τριαντατρία χρόνια δημοσιογραφικού βίου. Ξεκίνησα στον «Σχολιαστή», με μια συνέντευξη του κιθαρίστα των Green on Red (ενδιαφέρων τύπος, συνεχίζει κι αυτός άνευ διακοπής), συνέχισα στον Top FM και στον 902 Αριστερά στα FM, προσγειώθηκα στην «Ελευθεροτυπία», έκατσα εκεί χρόνια και ζαμάνια, και εδώ και..
πεντέμιση έτη με διαβάζετε από τις σελίδες του Νewpost. Ενδιαμέσως έκανα και ολίγη τηλεόραση, συν ολίγο ενημερωτικό ραδιόφωνο, βάλε και ντιτζέη σε μουσικές εκπομπές, μην τα γράφω όλα, θέλουμε χρόνο πολύ και για μερικά εξ αυτών δεν μπορώ να πω ότι είμαι πολύ περήφανος…
Όπως δεν είναι περήφανοι αρκετοί αρθρογράφοι της εποχής, για την κατάσταση της δημοσιογραφίας στις μέρες μας. Θρήνος πέφτει, ενίοτε και οδυρμός για την πάλαι ποτέ κραταιή τέταρτη εξουσία και για το λειτούργημα (λειτούργημα!) του δημοσιογράφου που έχουν καταπέσει στα τάρταρα και ελπίδα δεν έχουν να ξαναδούν το φως του ήλιου. Γιατί λείπουν οι συντάκτες, γιατί λείπουν οι εκδότες, γιατί λείπουν οι πένες, γιατί λείπουν οι φωνές και είμαστε πλέον στον πάτο, πιο κάτω δεν γίνεται. Ενώ πρώτα ανθίζανε τα γιούλια κι οι βιόλες και όσο για τα γιασεμιά εκεί να δείτε πια λουλούδια, μισό μέτρο το καθένα!
Προσωπικώς τα διαβάζω όλα τα ανωτέρω με μια σχετική επιφυλακτικότητα. Τριαντατρία χρόνια στο κουρμπέτι είναι αυτά, τα περισσότερα μάλιστα στο ρεπορτάζ των media. Κάτι κατέχω λοιπόν από το παρελθόν και τις πρακτικές του παρελθόντος και αυτό το κάτι με εμποδίζει να φορέσω κι εγώ τις πλερέζες και να θρηνήσω την χαμένη τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι και παλαιότερα οι εκδότες ασκούσαν πιέσεις (πολύ κομψά το λέω…) για να πετύχουν τους σκοπούς τους, θυμάμαι πρωτοσέλιδα φωτιά που αναρωτιότανε αν στην Ελλάδα υπάρχει κράτος, θυμάμαι ρεπορτάζ που τη μία μέρα έφερναν τον τόπο ανάποδα και την επομένη δεν τα έβρισκες ούτε μονόστηλα, θυμάμαι θαύματα και θαυματοποιούς να χαλάνε κόσμο, θυμάμαι ακόμη ακόμη τον πυρετό του χρηματιστηρίου να καταλαμβάνει το σύνολο των ελληνικών media και τον ιό του εκσυγχρονισμού να κυλάει ακάθεκτος στις φλέβες τους, μαζί με τα μικρόβια του διακοποδάνειου και του εορτοδάνειου. Για να μην μιλήσω για τους Ολυμπιακούς αγώνες, που αναστήσανε τα όνειρα μιας ολόκληρης φυλής πριν την κατακρημνίσουν στο βάραθρο του χρέους…
Ναι, τα έχουμε ξαναζήσει όλα όσα ζούμε τώρα, τα έχουμε ξαναζήσει μία και δύο και τρεις φορές. Ίσως όχι με τόσο κάθετη μεθοδολογία και τόσο μπρουτάλ πρακτική, αλλά τα έχουμε ξαναζήσει. Κι αν τ’ αφεντικά τρέχανε στα μέγαρα και όχι στα γήπεδα, ο πυρήνας της μπίζνας δεν άλλαζε εν τέλει. Τα ελληνικά media κάνανε αυτό που έπρεπε να κάνουν και οι όποιες εξαιρέσεις επιβεβαίωναν απλώς τον κανόνα.
Οπότε δεν ωφελεί να μοιρολογούμε τον χαμένο Παράδεισο. Δεν έχει νόημα, μιας και ο Παράδεισος αυτός ήταν φτιαγμένος από φελιζόλ και τον είχανε χτίσει στην άμμο. Ίσως ήταν τα προνόμια μας τα δημοσιογραφικά πιο χειροπιαστά στο παρελθόν και ίσως μας σεβόταν λίγο περισσότερο ο κόσμος. Γι’ αυτά μπορούμε να δακρύσουμε, αλλά μην περιμένουμε πια κατανόηση από μια κοινωνία που τραβάει των παθών της τον τάραχο εδώ και ένα σκασμό χρόνια. Όταν δεν έχεις να πληρώσεις το ρεύμα και δεν σου περισσεύει φράγκο για βενζίνα, είναι λίγο δύσκολο να συγκινηθείς από το κλάμα για τη χαμένη τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr