Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης
Μια από τις πιο γλυκές απολαύσεις της δημοσιογραφίας, είναι να επιβεβαιώνονται όσα γράφεις. Με καθυστέρηση έστω, άλλωστε η επαλήθευση είναι σαν την εκδίκηση. Καλή είναι και ζεστή, αλλά σαν την κρύα δεν έχει!
Πάμε όμως ένα ταξίδι στο χρόνο, στον περασμένο Ιανουάριο για την ακρίβεια, όταν έγραφα εδώ στο..
Newpost το κείμενο με τίτλο «Γιατί το σκάω απ’ το Παγκράτι». Και σημείωνα εκεί, μεταξύ άλλων:
«Αυτή η περιοχή του κάτω Παγκρατίου, που στις αρχές της περασμένης δεκαετίας ήταν ένα ειδυλλιακό καρτιέ, έχει μετατραπεί σε κάτι που μοιάζει με την Πλάκα εκεί στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα με αρχές δεκαετίας του ογδόντα. Σε ένα Κέντρο Διερχομένων δηλαδή, όπου οι Διερχόμενοι θεωρούν ότι ο χώρος του ανήκει να κάνουν ό,τι γουστάρουν, όποτε το γουστάρουν, όπως το γουστάρουν. Βλέπε, για παράδειγμα, τα μπαρ που έχουν ανοίξει σωρηδόν και ξερνάνε διαρκώς μεθυσμένους στις δύο, στις τρεις, στις τέσσερεις το πρωί. Ο Θεός να τους έχει καλά, δεν λέω, αλλά άμα ακούς τον κάθε γκαζμά να ουρλιάζει κάτω απ’ το μπαλκόνι σου πίττα απ’ τα μοχίτα εκεί γύρω στις δυόμιση, το βγάζεις το Λούγκερ. Με μεγάλη ευκολία…»Τα έγραφα τα ανωτέρω εν βρασμώ ψυχής και με περιλάβανε τότε ορισμένοι και ορισμένες σε κάτι κρυφές και φανερές ομάδες του δικτύου, σε φάση «άντε στο καλό ρε φίλε», «σήκω φύγε αφού δε γουστάρεις», «να μη σε ξαναδούμε στα μέρη μας» και λοιπά εύοσμα. Μου τα διάβασε η φίλη μου η Μαίρη, που ανακατεύεται με τέτοιες ιστορίες και έχει και υπομονή μαζί με νεανικό ενθουσιασμό. Μπράβο στη Μαίρη, δώστε της ένα μπισκοτάκι!
Τις εισέπραξα τις κατάρες κι έκατσα στ’ αυγά μου. Γιατί αν δεν ήξεραν αυτοί που γράφανε τα οξαποδώ, ήξερα εγώ τι συμβαίνει. Και κατανοούσα πολύ καλά ότι η κατάσταση δεν επρόκειτο να καλυτερεύσει. Διαρκώς θα χειροτερεύει, με τη λογική της πιάτσας, δηλαδή, ότι αφού δέκα καλοί χωράνε, γιατί να μη χωρέσουν κι άλλοι δέκα καπάκι; Με ένα διάλειμμα, διαλειμματάκι τόσο δα λόγω κορωνοϊού και ξανά προς τη δόξα τραβά. Με την άδεια των οργάνων της τάξεως φυσικά…
Είχαμε μείνει όμως στην εκδίκηση και στο πως τη σερβίρουν. Προσωπικώς την αποκόμισα μέσω κειμένου που δημοσιεύθηκε προ ολίγων ημερών στην «Καθημερινή», υπό τον τίτλο «Η Αρχελάου, η απώλεια του μέτρου και ο αστικός χώρος». Όπου, μεταξύ άλλων, σημείωνε ο συντάκτης Απόστολος Λακασάς:
«Για παράδειγμα, είναι προσβολή προς τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας όταν ο ιδιοκτήτης ενός μπαρ στο ισόγειό της τους αγνοεί, παρότι του έχουν κάνει ουκ ολίγες υποδείξεις, και καταγγελίες, για ηχορύπανση.Κι αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά στο καθημερινό καουμποϊλίκι που βιώνουν οι κάτοικοι της περιοχής. Τώρα που το άλλοτε ειδυλλιακό καρτιέ έγινε Ντίσνεϋλαντ της εστίασης, το πάρτυ δεν σταματάει ποτέ. Και έπεται συνέχεια, το είπα και πιο πάνω, μιας και περιορισμοί κανενός είδους δεν υφίστανται πια. Το λέω με πόνο ψυχής, γιατί έζησα οκτώ χρόνια εκεί πέρα, αλλά ισχύει εκατό τοις εκατό:
Είναι προσβολή για τους κατοίκους της γειτονιάς τα καφέ να κλείνουν με τέτοιο προκλητικό τρόπο τα πεζοδρόμια.
Είναι προσβολή για τους περιοίκους, οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων εστίασης να τοποθετούν μηχανάκια μπροστά στα μαγαζιά τους, ώστε οι πελάτες να έχουν θέα, καθισμένοι και στις δύο πλευρές του πεζοδρομίου.
Εντέλει, είναι προσβολή για τους ανθρώπους που είχαν δεχθεί με χαρά τους νέους επιχειρηματίες οι τελευταίοι να επιτρέπουν στους πελάτες τους να διπλοπαρκάρουν στον πλατύ οδόστρωμα, μπροστά στα μαγαζιά τους».
Για άλλους είναι ο Μεγάλος Περίπατος και για το Παγκράτι είναι ο Μεγάλος Απόπατος…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr