Δεν ξέρω πόσες μέρες βρίσκομαι στο σπίτι σχεδόν έγκλειστη. Δεν τις μετράω πια. Μου έκανε κακό. Στην αρχή της περιπέτειας, κάθε μέρα που τελείωνε την έσβηνα στο ημερολόγιο. Εκείνη η μαύρη γραμμή όμως μου γέννησε άλλα συναισθήματα και έτσι αποχωρίστηκα σχετικά σύντομα αυτήν την ιδέα. Πολλές οι σκέψεις, οι στοχασμοί, οι συγκινήσεις, οι..
διαπιστώσεις, οι αναθεωρήσεις, αλλά και οι ελλείψεις. Της οικογένειας, των φίλων, των συναδέλφων, των γειτόνων.
Ολες αυτές τις ημέρες και τις νύχτες αναλογίστηκα τι είναι αυτό που μου έχει λείψει περισσότερο. Τον πρώτο καιρό του εγκλεισμού είχα πεθυμήσει έναν καφέ, μια μπίρα, ένα κρασί με τους φίλους μου. Αργότερα μου έλειπε μια συγκέντρωση, από αυτές που ξεκινούσαν με φαγητό και κατέληγαν σε επιτραπέζια παιχνίδια στο σπίτι, καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο μέχρι το ξημέρωμα. Πιο μετά ήθελα να κυκλοφορήσω ελεύθερη, χωρίς να μ’ ενοχλεί η μάσκα στο πρόσωπο και στην αναπνοή μου, χωρίς να φουσκώνει η τσέπη μου από τα απολυμαντικά, χωρίς να με τσούζουν τα χέρια μου από τα απανωτά πλυσίματα. Νοσταλγούσα να μπω στο μετρό, να στριμωχτώ και να σιχτιρίσω που με πατάνε και με σπρώχνουν, να περιμένω στη στάση το τρόλεϊ και να εκνευριστώ που δεν έρχεται και άλλες τέτοιες καθημερινές συνήθειες.
Περνώντας ο καιρός όμως κατέληξα ότι αυτό που λαχταρώ απεγνωσμένα πάλι πίσω στη ζωή μου είναι η αγκαλιά. Αποζητώ να αγκαλιάσω τη μάνα μου, που με κοιτάζει με αγωνία όταν μπαίνω επιφυλακτικά στο σπίτι της με τη μάσκα και που της βάζω τις φωνές όταν δεν φοράει τη δικιά της, να της χαϊδέψω τα μαλλιά και να της πω «μη φοβάσαι, όλα καλά θα πάνε». Τον αγαπημένο, πιστό μου φίλο που μετά από ένα μήνα συναντηθήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας για να μου δώσει ένα δώρο και δεν τολμήσαμε να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον. Τον συνάδελφο που είδα μετά από πολύ καιρό στον δρόμο και η αυθόρμητη αρχική κίνηση να αγκαλιαστούμε έγινε κραυγή μαζί με γέλια «α, απαγορεύεται». Τα ανίψια μου, τον αδελφό μου, τους αγαπημένους μου...
Τελικά τίποτα, μα τίποτα δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Γιατί η αγκαλιά είναι ανάσα, είναι ζεστασιά, είναι ζωή...
Χριστίνα Παπασταθοπούλου / EφΣυν
διαπιστώσεις, οι αναθεωρήσεις, αλλά και οι ελλείψεις. Της οικογένειας, των φίλων, των συναδέλφων, των γειτόνων.
Ολες αυτές τις ημέρες και τις νύχτες αναλογίστηκα τι είναι αυτό που μου έχει λείψει περισσότερο. Τον πρώτο καιρό του εγκλεισμού είχα πεθυμήσει έναν καφέ, μια μπίρα, ένα κρασί με τους φίλους μου. Αργότερα μου έλειπε μια συγκέντρωση, από αυτές που ξεκινούσαν με φαγητό και κατέληγαν σε επιτραπέζια παιχνίδια στο σπίτι, καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο μέχρι το ξημέρωμα. Πιο μετά ήθελα να κυκλοφορήσω ελεύθερη, χωρίς να μ’ ενοχλεί η μάσκα στο πρόσωπο και στην αναπνοή μου, χωρίς να φουσκώνει η τσέπη μου από τα απολυμαντικά, χωρίς να με τσούζουν τα χέρια μου από τα απανωτά πλυσίματα. Νοσταλγούσα να μπω στο μετρό, να στριμωχτώ και να σιχτιρίσω που με πατάνε και με σπρώχνουν, να περιμένω στη στάση το τρόλεϊ και να εκνευριστώ που δεν έρχεται και άλλες τέτοιες καθημερινές συνήθειες.
Περνώντας ο καιρός όμως κατέληξα ότι αυτό που λαχταρώ απεγνωσμένα πάλι πίσω στη ζωή μου είναι η αγκαλιά. Αποζητώ να αγκαλιάσω τη μάνα μου, που με κοιτάζει με αγωνία όταν μπαίνω επιφυλακτικά στο σπίτι της με τη μάσκα και που της βάζω τις φωνές όταν δεν φοράει τη δικιά της, να της χαϊδέψω τα μαλλιά και να της πω «μη φοβάσαι, όλα καλά θα πάνε». Τον αγαπημένο, πιστό μου φίλο που μετά από ένα μήνα συναντηθήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας για να μου δώσει ένα δώρο και δεν τολμήσαμε να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον. Τον συνάδελφο που είδα μετά από πολύ καιρό στον δρόμο και η αυθόρμητη αρχική κίνηση να αγκαλιαστούμε έγινε κραυγή μαζί με γέλια «α, απαγορεύεται». Τα ανίψια μου, τον αδελφό μου, τους αγαπημένους μου...
Τελικά τίποτα, μα τίποτα δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Γιατί η αγκαλιά είναι ανάσα, είναι ζεστασιά, είναι ζωή...
Χριστίνα Παπασταθοπούλου / EφΣυν