του Χρήστου Ξανθάκη
Οπότε πέφτει το τείχος του Βερολίνου, πέφτει και το Σιδηρούν Παραπέτασμα, πέφτει κι ο κόσμος ολόκληρος που οικοδόμησε ο Πατερούλης (μην εξηγώ τώρα ποιος Πατερούλης…) και βγαίνει σαν την πορδούλα ο μοδέρνος φιλόσοφος Φράνσις Φουκουγιάμα και αμολάει την τρικάταρτη άποψη περί ..
«τέλους της ιστορίας». Ότι δηλαδή, πάει τελείωσε, νίκησαν οι υγιείς δυνάμεις της αγοράς και πλέον το αόρατο χέρι θα τα ρυθμίζει όλα και θα σταματήσουν οι καυγάδες, θα σταματήσουν οι διαμάχες, θα σταματήσουν τα μπουνίδια, θα μπει τάξη στις ορδές που έλεγε και το κόμικς. Και ύστερα ήρθαν οι Δίδυμοι Πύργοι να υπενθυμίσουν και στον τελευταίο μαλάκα (και στον προτελευταίο επίσης), ότι η ιστορία δεν τελειώνει τόσο εύκολα ή τουλάχιστον δεν τελειώνει τόσο εύκολα όσο θα θέλανε κάτι τύποι με ιδέα μεγάλη για τους εαυτούς τους…
Φαστ φόργουορντ Μήτσο μια εικοσαρού χρόνια αργότερα και πάμε στο δικό μας τέλος της ιστορίας. Στην καραντίνα του κορωνοϊού, που απέδειξε σε όλο τον κόσμο τι σώφρων και πειθαρχημένος λαός που είναι οι Έλληνες,
που μας πέρασε από το γαμημένο το «εγώ» στο κοσμαγάπητο το «εμείς», που
έδωσε την πρωτοκαθεδρία στους ειδικούς και στη γνώση και άφησε απέξω
όσους και όσες μαθαίνουν στου κασίδη το κεφάλι. Ο Σαββόπουλος το είπε
αυτό το τελευταίο, που όσο να ‘ναι έχει κι ο ίδιος μια ειδίκευση σε όλα
όσα αφορούν στην άμπελο και την περί αυτής φιλοσοφία. Αλλά ας μην
μείνουμε σε ονόματα. Σημασία έχει ότι η καραντίνα ήταν κάπως σαν το δικό
μας «τέλος της ιστορίας». Εκεί δηλαδή όπου σταμάτησαν οι καυγάδες, οι
διαμάχες και τα μπουνίδια και ήρθε ο ελληνισμός και μόνιασε, ήρθε ο
ελληνισμός και ενώθηκε, ήρθε ο ελληνισμός και έγινε μια γροθιά. Κι
ύστερα ήρθε ο Βρούτσης…
Ε ναι παιδιά αλήθειες να λέμε και να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Ένα πράγμα σαν τους Δίδυμους Πύργους ήταν όλη αυτή η ιστορία με το «Σκοιλ Ελικικου» και τον «Μέτζη του Νέούκτη» και το «Κιναναου» και τον (προσωπική προτίμηση!) «Φιλθίζοντα». Όλα πρίμα πηγαίνανε, όλα είχανε μπει σε δρόμο, όλα παραταγμένα στη σειρά σαν τα φανταράκια, η Ελλάς του εικοστού πρώτου αιώνα, η Ελλάς της νέας εποχής, η Ελλάς του φωτεινού μέλλοντος, ξαφνικά τσίου τσίου τα πουλάκια, σήκω μπάρμπα να δεις πόσο σκατά τα κάνανε τα παιδιά σου.
Και πραγματικά τα κάνανε πολύ σκατά! Τόσο πολύ που όσο κι αν προσπάθησαν οι γνωστοί δίαυλοι των media να καταπιούν την κάμηλο και να διυλίσουν τον κώνωπα, στο τέλος σήκωσαν τα χέρια ψηλα. Ασταδγιάλα πια, είπαμε να γίνουμε ρόμπες για το χατίρι σας, αλλά όχι και ρόμπες ξεκούμπωτες, υπάρχει και ένα όριο που ακόμη και ο πλέον ξετσίπωτος μιντιάνθρωπος δεν το υπερβαίνει. Το όριο της τηλεκατάρτισης στην συγκεκριμένη περίπτωση, που διέλυσε κάθε μύθο περί ομοψυχίας, ενότητας και «εμείς» έναντι «εγώ»…
Διότι δεν ήμασταν «εμείς» που «μαζί τα φάγαμε». Κάποιοι πολύ συγκεκριμένοι τύποι μπήκαν στο κόλπο και όλοι οι υπόλοιποι μαζί με όλες τις υπόλοιπες βρεθήκαμε στην απόξω. Να κοιτάμε το φαγοπότι και το ξεκοκκάλισμα, που διαδραματιζόταν con gusto εμπρός στους οφθαλμούς μας. Ε, ούτε ο Θεός, ούτε ο Διάολος, ούτε καν ο Φουκουγιάμα δεν το θέλουν κάτι τέτοιο. Και κατέρρευσε το ελληνικό «τέλος της ιστορίας» σαν πύργος όχι Δίδυμος αλλά σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Με μια απλή πνοή του ανέμου, όσο κρατάει ένας στεναγμός κι ένα γαμωσταυρίδι του Βρούτση!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Ε ναι παιδιά αλήθειες να λέμε και να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Ένα πράγμα σαν τους Δίδυμους Πύργους ήταν όλη αυτή η ιστορία με το «Σκοιλ Ελικικου» και τον «Μέτζη του Νέούκτη» και το «Κιναναου» και τον (προσωπική προτίμηση!) «Φιλθίζοντα». Όλα πρίμα πηγαίνανε, όλα είχανε μπει σε δρόμο, όλα παραταγμένα στη σειρά σαν τα φανταράκια, η Ελλάς του εικοστού πρώτου αιώνα, η Ελλάς της νέας εποχής, η Ελλάς του φωτεινού μέλλοντος, ξαφνικά τσίου τσίου τα πουλάκια, σήκω μπάρμπα να δεις πόσο σκατά τα κάνανε τα παιδιά σου.
Και πραγματικά τα κάνανε πολύ σκατά! Τόσο πολύ που όσο κι αν προσπάθησαν οι γνωστοί δίαυλοι των media να καταπιούν την κάμηλο και να διυλίσουν τον κώνωπα, στο τέλος σήκωσαν τα χέρια ψηλα. Ασταδγιάλα πια, είπαμε να γίνουμε ρόμπες για το χατίρι σας, αλλά όχι και ρόμπες ξεκούμπωτες, υπάρχει και ένα όριο που ακόμη και ο πλέον ξετσίπωτος μιντιάνθρωπος δεν το υπερβαίνει. Το όριο της τηλεκατάρτισης στην συγκεκριμένη περίπτωση, που διέλυσε κάθε μύθο περί ομοψυχίας, ενότητας και «εμείς» έναντι «εγώ»…
Διότι δεν ήμασταν «εμείς» που «μαζί τα φάγαμε». Κάποιοι πολύ συγκεκριμένοι τύποι μπήκαν στο κόλπο και όλοι οι υπόλοιποι μαζί με όλες τις υπόλοιπες βρεθήκαμε στην απόξω. Να κοιτάμε το φαγοπότι και το ξεκοκκάλισμα, που διαδραματιζόταν con gusto εμπρός στους οφθαλμούς μας. Ε, ούτε ο Θεός, ούτε ο Διάολος, ούτε καν ο Φουκουγιάμα δεν το θέλουν κάτι τέτοιο. Και κατέρρευσε το ελληνικό «τέλος της ιστορίας» σαν πύργος όχι Δίδυμος αλλά σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Με μια απλή πνοή του ανέμου, όσο κρατάει ένας στεναγμός κι ένα γαμωσταυρίδι του Βρούτση!
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr