του Παντελή Μπουκάλα
Στο σπίτι του ο καθένας, με μειωμένες μέχρι μηδενισμού τις εξόδους στον ακινητοποιημένο κόσμο, ζούμε με επίσης αφόρητα και απότομα μειωμένες τις πηγές απ’ όπου μέχρι χθες αντλούσαμε εικόνες, πληροφορίες, συγκινήσεις και ερεθίσματα. Για να ’χουν το μυαλό και η καρδιά την πρώτη ύλη τους. Να συνθέτουν, να επεξεργάζονται, να δυσαρεστούνται, να χαίρονται, να απορρίπτουν,..
να αγκαλιάζουν. Να μετέχουν στα ανθρώπινα.
Στο μισάωρο ή στη μια ώρα που βγαίνεις έξω, για να περπατήσεις, να πας στο φαρμακείο ή στο ψιλικατζίδικο, ή για να βγάλεις βόλτα το αγχωμένο σκυλί, καμία από τις υπολειτουργούσες αισθήσεις σου δεν προλαβαίνει να δουλέψει στα σωστά της, να ξεδιψάσει. Το βλέμμα σου, στραμμένο προληπτικά προς την άσφαλτο ή προς τους τοίχους, σπάνια συναντάει άλλο βλέμμα, σπάνια ανταλλάσσει χαμόγελα.
Η αφή, απαγορευμένη έτσι κι αλλιώς, αφού κηρύχτηκε εξαιρετικά επικίνδυνη, έχει πια ένα ζευγάρι γάντια να τη χωρίζουν από τα πράγματα, τους καρπούς και τα φρούτα. Αλλά και από το χέρι των γειτόνων και των φίλων, από το λαιμουδάκι της γάτας ή το μουτράκι του σκύλου. Από το ένα δελτίο ειδήσεων στο άλλο ακούς τις ανανεωνόμενες εικασίες των επιστημόνων, που δηλώνουν με κάθε ειλικρίνεια ότι προς το παρόν οι αβεβαιότητές τους είναι σαφώς περισσότερες από τις σίγουρες γνώσεις τους. Μπερδεύεσαι λοιπόν, μαθαίνεις και ξεμαθαίνεις σε ταχύτατο ρυθμό, διστάζεις, ολοένα διστάζεις. Και καταλήγεις να υποτάσσεσαι στη συνθήκη της Κοινωνικής Απόστασης. Της φραγής. Της αποξένωσης.
Η γεύση; Δεν πίνεις πια έξω το καφεδάκι σου, το κρασάκι, την μπίρα, το τσίπουρο. Δεν γεύεσαι τις χαρές της παρέας δηλαδή, και απομακρύνεσαι έτσι κάθε μέρα και περισσότερο από αυτό που ήταν πάντα η μέθοδός σου για ν’ αντέχεις. Και του σπιτιού τα καλούδια, καλά κι άγια είναι. Αλλά να. Η χωριάτικη παύει να είναι χωριάτικη, αν δεν σμίγουν στο πιάτο πέντε κι έξι θηρευτικά πιρούνια, που κυνηγούν βουλιμικά την ελιά και το κρεμμύδι.
Η ακοή; Ακούει την ασήκωτη σιωπή. Και πια δεν της αρέσει. Αρχισε ήδη να νοσταλγεί τον θόρυβο, τη βοή, τη φασαρία – όπως ο Θανάσης Βέγγος νοστάλγησε το καυσαέριο μόλις βγήκε μισή ώρα έξω από την Αθήνα, κι έσπευσε να το ρουφήξει από την εξάτμιση του αυτοκινήτου. Η όσφρηση; Περνάς δίπλα στις ανθισμένες νεραντζιές των πεζοδρομίων (μοιραία απεριποίητες, όπως και οι πρασινάδες στα παρκάκια, όπου θέριεψαν οι αγριάδες) και φοβάσαι να κόψεις το ανθάκι της, να χαρείς την ευωδιά του. Και ντρέπεσαι γι’ αυτό.
- το κείμενο του Παντελή Μπουκάλα είναι από την Καθημερινή (09.4.2020)
Στο σπίτι του ο καθένας, με μειωμένες μέχρι μηδενισμού τις εξόδους στον ακινητοποιημένο κόσμο, ζούμε με επίσης αφόρητα και απότομα μειωμένες τις πηγές απ’ όπου μέχρι χθες αντλούσαμε εικόνες, πληροφορίες, συγκινήσεις και ερεθίσματα. Για να ’χουν το μυαλό και η καρδιά την πρώτη ύλη τους. Να συνθέτουν, να επεξεργάζονται, να δυσαρεστούνται, να χαίρονται, να απορρίπτουν,..
να αγκαλιάζουν. Να μετέχουν στα ανθρώπινα.
Στο μισάωρο ή στη μια ώρα που βγαίνεις έξω, για να περπατήσεις, να πας στο φαρμακείο ή στο ψιλικατζίδικο, ή για να βγάλεις βόλτα το αγχωμένο σκυλί, καμία από τις υπολειτουργούσες αισθήσεις σου δεν προλαβαίνει να δουλέψει στα σωστά της, να ξεδιψάσει. Το βλέμμα σου, στραμμένο προληπτικά προς την άσφαλτο ή προς τους τοίχους, σπάνια συναντάει άλλο βλέμμα, σπάνια ανταλλάσσει χαμόγελα.
Η αφή, απαγορευμένη έτσι κι αλλιώς, αφού κηρύχτηκε εξαιρετικά επικίνδυνη, έχει πια ένα ζευγάρι γάντια να τη χωρίζουν από τα πράγματα, τους καρπούς και τα φρούτα. Αλλά και από το χέρι των γειτόνων και των φίλων, από το λαιμουδάκι της γάτας ή το μουτράκι του σκύλου. Από το ένα δελτίο ειδήσεων στο άλλο ακούς τις ανανεωνόμενες εικασίες των επιστημόνων, που δηλώνουν με κάθε ειλικρίνεια ότι προς το παρόν οι αβεβαιότητές τους είναι σαφώς περισσότερες από τις σίγουρες γνώσεις τους. Μπερδεύεσαι λοιπόν, μαθαίνεις και ξεμαθαίνεις σε ταχύτατο ρυθμό, διστάζεις, ολοένα διστάζεις. Και καταλήγεις να υποτάσσεσαι στη συνθήκη της Κοινωνικής Απόστασης. Της φραγής. Της αποξένωσης.
Η γεύση; Δεν πίνεις πια έξω το καφεδάκι σου, το κρασάκι, την μπίρα, το τσίπουρο. Δεν γεύεσαι τις χαρές της παρέας δηλαδή, και απομακρύνεσαι έτσι κάθε μέρα και περισσότερο από αυτό που ήταν πάντα η μέθοδός σου για ν’ αντέχεις. Και του σπιτιού τα καλούδια, καλά κι άγια είναι. Αλλά να. Η χωριάτικη παύει να είναι χωριάτικη, αν δεν σμίγουν στο πιάτο πέντε κι έξι θηρευτικά πιρούνια, που κυνηγούν βουλιμικά την ελιά και το κρεμμύδι.
Η ακοή; Ακούει την ασήκωτη σιωπή. Και πια δεν της αρέσει. Αρχισε ήδη να νοσταλγεί τον θόρυβο, τη βοή, τη φασαρία – όπως ο Θανάσης Βέγγος νοστάλγησε το καυσαέριο μόλις βγήκε μισή ώρα έξω από την Αθήνα, κι έσπευσε να το ρουφήξει από την εξάτμιση του αυτοκινήτου. Η όσφρηση; Περνάς δίπλα στις ανθισμένες νεραντζιές των πεζοδρομίων (μοιραία απεριποίητες, όπως και οι πρασινάδες στα παρκάκια, όπου θέριεψαν οι αγριάδες) και φοβάσαι να κόψεις το ανθάκι της, να χαρείς την ευωδιά του. Και ντρέπεσαι γι’ αυτό.
- το κείμενο του Παντελή Μπουκάλα είναι από την Καθημερινή (09.4.2020)