Έφυγες, λοιπόν. Ο τελευταίος, ίσως, διαπιστευμένος από την ίδια σου τη ζωή αντιπρόσωπος όλων εκείνων που άναψαν σε σκοτεινούς καιρούς κάτω από το φθαρμένο σακάκι τους ένα κλεφτοφάναρο ελευθερίας.
Και πλήρωσαν ακριβά, ακόμα και με τη ζωή τους, την τρέλα μιας εξέγερσης, που τρόμαζε τους φρόνιμους.
Όλων εκείνων που, όταν η πατρίδα τούς κάλεσε, δεν κρύφτηκαν. Δεν δείλιασαν. Δεν πήγαν για μια.. κουραμάνα και μια ζωή Εφιάλτη με τους νικητές. Δεν έγιναν μαυραγορίτες της συμφοράς. Δραπέτευσαν, άλλοι από την ήσυχη ζωή τους, άλλοι από το χωράφι τους, άλλοι από το γραφείο τους, και οι πιο τρελοί από σύρματα και εξορίες, τοις κείνης ρήμασι πειθόμενοι.
Όλων εκείνων που το «έθνος», αργότερα, δεν χαμήλωνε καμιά σημαία για να τιμήσει τον ηρωισμό και την αφοσίωσή τους στην Ελλάδα. Τουφέκια χαμήλωνε στο στήθος τους, στους συνήθεις τόπους εκτελέσεων. Κι αν Εσύ επέζησες από τρεις θανατικές καταδίκες κι έγινες αντιπρόσωπός τους στις κατοπινές γενιές, είναι γιατί η παγκόσμια κατακραυγή κράτησε το χέρι των δολοφόνων.
Όλων εκείνων που χόρεψαν τον χορό της ελευθερίας την εποχή που αυτός ήταν χορός θανάτου. Που ξέσκισαν τις σημαίες του ναζισμού, με πρώτον Εσένα. Με το σύνθημα στον τοίχο, με την προκήρυξη, με τον παράνομο Τύπο, με τα όπλα, με όλο το μίσος για τη φαιά πανούκλα και όλη την αποφασιστικότητα του πατριώτη, του εαμίτη, του κομμουνιστή, του Έλληνα, που ήθελε να είναι στη σωστή πλευρά της Ιστορίας.
Όλων εκείνων που, με το σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, μέσα από φυλακές και εξορίες, μέσα από απίστευτους διωγμούς και βασανιστήρια, μέσα από Μακρονήσια και Γιούρα, κουβάλησαν το άγιο φως του ονείρου και της εξέγερσης, από γενιά σε γενιά, από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό. Πασχίζοντας να διαπεράσουν με τον λόγο και την ψυχή τους τα τείχη των δεκαετιών, με τα οποία το «έθνος» είχε κλείσει κάθε δρόμο και κάθε πέρασμα στην ελευθερία, στην ισότητα, και στην αλληλεγγύη.
Και το καταφέρατε, σύντροφε Μανώλη.
Με το πείσμα, την τρέλα, τα λάθη, την πίστη, την αφοσίωση. Ώς τις μέρες μας. Και, ναι. Πάνω στο χώμα σας σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας. Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Έχουμε πατρίδα.
Θανάσης Καρτερός / Aυγή
Και πλήρωσαν ακριβά, ακόμα και με τη ζωή τους, την τρέλα μιας εξέγερσης, που τρόμαζε τους φρόνιμους.
Όλων εκείνων που, όταν η πατρίδα τούς κάλεσε, δεν κρύφτηκαν. Δεν δείλιασαν. Δεν πήγαν για μια.. κουραμάνα και μια ζωή Εφιάλτη με τους νικητές. Δεν έγιναν μαυραγορίτες της συμφοράς. Δραπέτευσαν, άλλοι από την ήσυχη ζωή τους, άλλοι από το χωράφι τους, άλλοι από το γραφείο τους, και οι πιο τρελοί από σύρματα και εξορίες, τοις κείνης ρήμασι πειθόμενοι.
Όλων εκείνων που το «έθνος», αργότερα, δεν χαμήλωνε καμιά σημαία για να τιμήσει τον ηρωισμό και την αφοσίωσή τους στην Ελλάδα. Τουφέκια χαμήλωνε στο στήθος τους, στους συνήθεις τόπους εκτελέσεων. Κι αν Εσύ επέζησες από τρεις θανατικές καταδίκες κι έγινες αντιπρόσωπός τους στις κατοπινές γενιές, είναι γιατί η παγκόσμια κατακραυγή κράτησε το χέρι των δολοφόνων.
Όλων εκείνων που χόρεψαν τον χορό της ελευθερίας την εποχή που αυτός ήταν χορός θανάτου. Που ξέσκισαν τις σημαίες του ναζισμού, με πρώτον Εσένα. Με το σύνθημα στον τοίχο, με την προκήρυξη, με τον παράνομο Τύπο, με τα όπλα, με όλο το μίσος για τη φαιά πανούκλα και όλη την αποφασιστικότητα του πατριώτη, του εαμίτη, του κομμουνιστή, του Έλληνα, που ήθελε να είναι στη σωστή πλευρά της Ιστορίας.
Όλων εκείνων που, με το σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, μέσα από φυλακές και εξορίες, μέσα από απίστευτους διωγμούς και βασανιστήρια, μέσα από Μακρονήσια και Γιούρα, κουβάλησαν το άγιο φως του ονείρου και της εξέγερσης, από γενιά σε γενιά, από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό. Πασχίζοντας να διαπεράσουν με τον λόγο και την ψυχή τους τα τείχη των δεκαετιών, με τα οποία το «έθνος» είχε κλείσει κάθε δρόμο και κάθε πέρασμα στην ελευθερία, στην ισότητα, και στην αλληλεγγύη.
Και το καταφέρατε, σύντροφε Μανώλη.
Με το πείσμα, την τρέλα, τα λάθη, την πίστη, την αφοσίωση. Ώς τις μέρες μας. Και, ναι. Πάνω στο χώμα σας σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας. Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Έχουμε πατρίδα.
Θανάσης Καρτερός / Aυγή