Χρόνια τώρα είχα συνηθίσει να ακούω τον εκνευριστικό θόρυβο των αυτοκινήτων από τον κεντρικό δρόμο του Παγκρατίου, τη Φιλολάου, που «τρύπωνε» στον 5ο όροφο του διαμερίσματός μου. Στην αρχή, πριν από περίπου 20 χρόνια, όταν πρωτοκατοίκησα σε αυτό το σπίτι, ήταν ίσως το μόνο του ελάττωμα. Με εκνεύριζε απίστευτα.
Δεν το άντεχα. Ελεγα «κρίμα την υπέροχη βεράντα». Και όταν..
έμπαινα μέσα στο διαμέρισμα έκλεινα ασφυκτικά τα παράθυρα για να χάνεται. Στην πορεία όμως, είναι η αλήθεια ύστερα από πολλά χρόνια, το συνήθισα. Δεν με ενοχλούσε και μάλιστα κάποιες φορές τον αναζητούσα κιόλας. Είχα μάθει απ’ έξω τον ήχο των λεωφορείων, των τρόλεϊ, των απορριμματοφόρων, των δικύκλων, όλα μελετημένα.
Είχα συμφιλιωθεί μαζί τους γιατί ένιωθα ότι εκεί έξω είναι η ζωή. Τώρα όμως, από τότε δηλαδή που ο εφιάλτης μάς χτύπησε την πόρτα, όλα άλλαξαν. Η Φιλολάου μετατράπηκε σ’ έναν ήσυχο δρόμο, ως διά μαγείας εξαφανίστηκε εκείνο το βουητό, το δείγμα ζωής που σας έλεγα, και τη θέση του πήρε μια σιωπή.
Μια ησυχία τρομακτική που, όχι, δεν συνάδει με τούτο τον δρόμο. Είναι απόμακρη και έρχεται να συντροφεύσει σκέψεις δύσκολες και φοβικές. Είναι βουβή και σου κάνει τον εγκλεισμό πιο βαρύ. Ερχεται να σου θυμίσει βασανιστικά ότι ξαφνικά κάτι άλλαξε.Τίποτα δεν είναι όπως πριν και δεν ξέρω εάν θα ξαναγίνει πάλι. Το μόνο που ακούγεται πλέον το βράδυ είναι ο ήχος από τα δίκυκλα των ντελίβερι, το πιάνο της Ρηνιώς, το γάβγισμα του Τζόι... Και θέλω να βγω και να φωνάξω «άδεια η πόλη, πού πήγαν όλοι;»
Χριστίνα Παπασταθοπούλου / ΕφΣυν
Δεν το άντεχα. Ελεγα «κρίμα την υπέροχη βεράντα». Και όταν..
έμπαινα μέσα στο διαμέρισμα έκλεινα ασφυκτικά τα παράθυρα για να χάνεται. Στην πορεία όμως, είναι η αλήθεια ύστερα από πολλά χρόνια, το συνήθισα. Δεν με ενοχλούσε και μάλιστα κάποιες φορές τον αναζητούσα κιόλας. Είχα μάθει απ’ έξω τον ήχο των λεωφορείων, των τρόλεϊ, των απορριμματοφόρων, των δικύκλων, όλα μελετημένα.
Είχα συμφιλιωθεί μαζί τους γιατί ένιωθα ότι εκεί έξω είναι η ζωή. Τώρα όμως, από τότε δηλαδή που ο εφιάλτης μάς χτύπησε την πόρτα, όλα άλλαξαν. Η Φιλολάου μετατράπηκε σ’ έναν ήσυχο δρόμο, ως διά μαγείας εξαφανίστηκε εκείνο το βουητό, το δείγμα ζωής που σας έλεγα, και τη θέση του πήρε μια σιωπή.
Μια ησυχία τρομακτική που, όχι, δεν συνάδει με τούτο τον δρόμο. Είναι απόμακρη και έρχεται να συντροφεύσει σκέψεις δύσκολες και φοβικές. Είναι βουβή και σου κάνει τον εγκλεισμό πιο βαρύ. Ερχεται να σου θυμίσει βασανιστικά ότι ξαφνικά κάτι άλλαξε.Τίποτα δεν είναι όπως πριν και δεν ξέρω εάν θα ξαναγίνει πάλι. Το μόνο που ακούγεται πλέον το βράδυ είναι ο ήχος από τα δίκυκλα των ντελίβερι, το πιάνο της Ρηνιώς, το γάβγισμα του Τζόι... Και θέλω να βγω και να φωνάξω «άδεια η πόλη, πού πήγαν όλοι;»
Χριστίνα Παπασταθοπούλου / ΕφΣυν