Το μηνύματα στα σόσιαλ μίντια για το Μανώλη Γλέζο ήταν καταιγισμός – νομίζω πολύ περισσότερα από ανάλογες περιπτώσεις στο πρόσφατο παρελθόν. Όχι, δεν ήταν όπως προηγούμενες φορές, σε θανάτους άλλων
επιφανών, όταν πολλά από τα μηνύματα είχαν το πνεύμα «Να πω και εγώ κάτι, να ψάξω κι εγώ για έναν στίχο και να τον ποστάρω». Ήταν λόγια τιμής και εκφράσεις πραγματικής θλίψης..
Αυτό που προβλήθηκε και αναπαράχθηκε περισσότερο, ήταν κείμενο του Μανώλη Γλέζου για τη μάνα του και μια στιχομυθία που είχε μαζί της το βράδυ που κατέβασε τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Δεν γνωρίζω πώς άρχισε η «περιφορά» τού κειμένου. Κάπου διάβασα ότι την αρχή έκανε η Άλκηστις Πρωτοψάλτη στο instagram. Δεν ξέρω, ίσως. Πώς μπορείς να βρεις την άκρη στο διαδικτυακό χάος. Αλλά δεν έχει σημασία η εκκίνηση· σημασία έχει το κείμενο που ακολουθεί. Εξαιρετικό!
επιφανών, όταν πολλά από τα μηνύματα είχαν το πνεύμα «Να πω και εγώ κάτι, να ψάξω κι εγώ για έναν στίχο και να τον ποστάρω». Ήταν λόγια τιμής και εκφράσεις πραγματικής θλίψης..
Αυτό που προβλήθηκε και αναπαράχθηκε περισσότερο, ήταν κείμενο του Μανώλη Γλέζου για τη μάνα του και μια στιχομυθία που είχε μαζί της το βράδυ που κατέβασε τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Δεν γνωρίζω πώς άρχισε η «περιφορά» τού κειμένου. Κάπου διάβασα ότι την αρχή έκανε η Άλκηστις Πρωτοψάλτη στο instagram. Δεν ξέρω, ίσως. Πώς μπορείς να βρεις την άκρη στο διαδικτυακό χάος. Αλλά δεν έχει σημασία η εκκίνηση· σημασία έχει το κείμενο που ακολουθεί. Εξαιρετικό!
«Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου.- απο το harddog
Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ' έξω.
Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, «Μάνα!»
Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, «Πού ήσουν;»
Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, «Πήγαινε κοιμήσου».
Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, «Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;».
Του απαντάει,
«Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη».
Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της.
Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου».