του Γιάνη Βαρουφάκη
Η Γουόλ Στριτ ενδέχεται να επανέλθει πριν την υποχώρηση του κορωναϊού – όμως η παγκόσμια οικονομία δεν θα είναι η ίδια.
Ο εθνικισμός και η κερδοσκοπία σπάνια είχαν στο παρελθόν μία καλύτερη ευκαιρία να ενώσουν τις δυνάμεις τους από αυτήν που τους προσφέρεται σήμερα, υπό τη σκέπη του Covid-19, γνωστού και ως κορωναϊού..
Όταν ο Covid-19 ξεπήδησε από την Κίνα στην Ιταλία, ακόμα και ένθερμοι ευρωπαϊστές, συνήθως τασσόμενοι υπέρ των ανοικτών συνόρων, ένωσαν τις φωνές τους με τα εκκωφαντικά καλέσματα για κατάργηση της ελεύθερης κυκλοφορίας κατά μήκος των εθνικών συνόρων της Ευρώπης – ένα πάγιο αίτημα των εθνικιστών. Παράλληλα, οι επενδυτές που κερδοσκοπούν επί του δημόσιου χρέους πραγματοποιούν μία κλασική στροφή από τα ιταλικά στα γερμανικά κρατικά ομόλογα, αναζητώντας τη χρηματοπιστωτική ασφάλεια που μόνον ο ηγεμόνας της Ευρώπης μπορεί να προσφέρει σε καιρό κρίσης. Ως εάν σε μια απόπειρα να μάς υπενθυμίσει τη μεγάλη αντίφαση της εποχής μας, ο Covid-19 διατρανώνει την ελευθερία του χρήματος να περιφέρεται σε ένα άνευ συνόρων χρηματοπιστωτικό σύμπαν, την ίδια ώρα που οι άνθρωποι παραμένουν πιο περιχαρακωμένοι από ποτέ.
Εντωμεταξύ στις ΗΠΑ, ο Πρόεδρος Τραμπ συνδυάζει το πάγιο κάλεσμά του για ψηλότερα τείχη με μία νέα οδηγία προς τους επενδυτές να «προλάβουν το κελεπούρι» στη Γουόλ Στριτ, παρά να ακολουθήσουν το φυσικό τους ένστικτο, αναζητώντας καταφύγιο σε βαρετές, μα ασφαλείς, αγορές ομολόγων. Πολλά θα εξαρτηθούν από το αν οι επενδυτές θα πιστέψουν ή όχι τον κ. Τραμπ, κι όχι απλώς από το ότι διανύουμε εκλογικό έτος.
Εάν οι κερδοσκόποι τελικά πιστέψουν τον αμερικανό πρόεδρο, η Γουόλ Στριτ θα ανακάμψει σύντομα, ακόμα και πριν την υποχώρηση της επιδημίας. Οι δυνάμεις της ξενοφοβικής χρηματιστικοποίησης θα έχουν τότε θριαμβεύσει και οι προοδευτικοί της Αμερικής θα κληθούν να δώσουν έναν επίπονο αγώνα σε κάθε πολιτικό μέτωπο. Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι κυβερνώσες ελίτ θα πάρουν μια ανάσα ανακούφισης επειδή αποφεύχθηκε μια νέα ύφεση, και θα επιστρέψουν στην κατά το δυνατόν καλύτερη διαχείριση της πρόσφατης οικονομικής στασιμότητας, αυτήν τη φορά με μια μεγάλη δόση πρόσθετης, χάρη στον κορωναϊό, ξενοφοβίας.
Θα ακολουθήσει η Γουόλ Στριτ τη συμβουλή του κ. Τραμπ να «προλάβει το κελεπούρι»; Προς το παρόν, οι μεγάλοι παίκτες είναι διχασμένοι. Η πτώση στο χρηματιστήριο δεν τους ανησυχεί καθ’ εαυτήν. Η ανησυχία τους έγκειται στο γεγονός ότι η πρόσφατη καλπάζουσα αγορά τροφοδοτείτο από αυξανόμενα ύποπτο χρέος και ότι ο Covid-19 ενδεχομένως τρύπησε μία φούσκα που θα έσκαγε ούτως ή άλλως.
Παρομοίως στην Ευρώπη, το πιο τρομακτικό φάντασμα που πλανιέται πάνω από τα κεφάλια των επενδυτών είναι το ενδεχόμενο οι μεγάλες επιχειρήσεις, βασιζόμενες επί μακρόν στο δωρεάν χρήμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, να υποβαθμιστούν από επενδυτικές σε επισφαλείς – ιδίως σε μια συγκυρία στάσιμης εγχώριας ζήτησης και με διαλυμένη την αγορά εισαγωγών της Κίνας.
Αντιγράφοντας τις τακτικές αντιμετώπισης του κραχ του 2008, καθώς και της κρίσης της Ευρωζώνης που ακολούθησε, οι γεμάτοι αυτοπεποίθηση κερδοσκόποι προσδοκούν από τις κεντρικές τους τράπεζες, κυρίως την Fed και την ΕΚΤ, να κάνουν και πάλι «ό,τι χρειαστεί» για να αναθερμάνουν τις φθίνουσες περιουσίες τους. Δύο ερωτήματα τους κρατούν ξύπνιους τη νύχτα: θα συμμορφωθούν οι κεντρικές τράπεζες; Κι αν ναι, θα είναι αυτό αρκετό;
Το πρώτο ερώτημα είναι εύκολο ν’ απαντηθεί: οι κυβερνήσεις εκατέρωθεν του Ατλαντικού είναι ανήμπορες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού βρίσκεται ήδη σε ιστορικό υψηλό, ιδιαίτερα στο πλαίσιο μιας σφιχτής αγοράς εργασίας, ενώ η Ευρωζώνη παραμένει στον ζουρλομανδύα του δημοσιονομικού της συμφώνου. Κατά συνέπεια, οι κεντρικές τράπεζες θα αναγκαστούν, είτε τους αρέσει είτε όχι, να τεθούν ενώπιον των ευθυνών τους. Έχουμε ήδη ακούσει εξαγγελίες για χαμηλότερα επιτόκια, ακόμα και για ιαπωνικού στυλ ημι-άμεση απόκτηση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους από μέρους των νομισματικών αρχών.
Θα αρκέσει όμως οι κεντρικές τράπεζες να ρίξουν κι άλλο χρήμα στις ήδη προσβεβλημένες με Covid-19 χρηματαγορές; Θα επιστρέψει η οικονομία στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από έναν μήνα εάν διοχετευθεί απλώς αρκετή ρευστότητα στο σύστημα; Ή, μήπως, θα πάρει τη μορφή ενός τρύπιου λάστιχου που απαιτεί αυξανόμενη πλήρωση με αέρα για να παραμείνει φουσκωμένο; Επίσης, θα καταφέρει άραγε το νέο τείχος δημόσιου χρήματος να απωθήσει το τείχος της ξενοφοβίας; Η λυπηρή απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι ενδεικτική και των απαντήσεων στα οικονομικά ζητήματα.
Όταν κλείνει μια συνοριογραμμή, δεν ξανανοίγει εύκολα, ακόμα κι αν οι συνθήκες που προκάλεσαν το κλείσιμο έχουν αντιμετωπιστεί. Αυτό αποτελεί ένα ασφαλές συμπέρασμα των πρόσφατων εμπειριών της Ευρώπης. Πάρτε, για παράδειγμα, την Αυστρία, η οποία έκλεισε τα σύνορά της με την Ιταλία κατόπιν της αύξησης των προσφυγικών αφίξεων το καλοκαίρι του 2015. Για κάνα δυο χρόνια αφότου αυτό το προσφυγικό κύμα είχε εξασθενίσει, τα σύνορα παρέμειναν κλειστά. Αντίστοιχα, το ίδιο συνέβη με τα σύνορα στα Δυτικά Βαλκάνια. Γιατί συνδέεται αυτό με το ερώτημα εάν αυξημένη ρευστότητα από μεριάς των κεντρικών τραπεζών θα κατευνάσει τις συνέπειες του Covid-19 στην οικονομία; Προκειμένου να απαντήσουμε, χρειάζεται να θυμηθούμε τι συνέβη μετά το κραχ του 2008.
Δύο ήταν οι αποκρίσεις στην κρίση του 2008 που έσωσαν τον καπιταλισμό από την ολική κατάρρευση: η τεράστια ένεση ρευστότητας στην οικονομία από τις κεντρικές τράπεζες, πρωτίστως τη Fed· και η στάση της Κίνας, της οποίας η κυβέρνηση ανέλαβε να οικοδομήσει τη μεγαλύτερη φούσκα ιδιωτικού χρέους στην Ιστορία προκειμένου να αντικαταστήσει τη χαμένη ζήτηση εξαγωγών με μία πρωτοφανή σε μέγεθος τόνωση των επενδύσεων. Η παρέμβαση της Fed και της Κίνας πέτυχαν την αναθέρμανση της παγκόσμιας οικονομίας, οδηγώντας παράλληλα τα χρηματιστήρια στο μονοπάτι της μακροβιότερης αλματώδους ανάπτυξής τους. Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος δεν ήταν ο ίδιος με εκείνον πριν το 2008.
Πριν το 2008, η Γουόλ Στριτ έπαιζε έναν καθοριστικό ρόλο στην ανακύκλωση μη αμερικανικών πλεονασμάτων που αποτελούσαν αντίκτυπο των αμερικανικών ελλειμμάτων στην παγκόσμια επενδυτική χρηματοδότηση. Μετά το 2008, η αναζωογονημένη πια Γουόλ Στριτ δεν μπορούσε να επιτελέσει αυτήν τη λειτουργία, διοχετεύοντας μεγάλο μέρος της πλεονάζουσας ρευστότητας όχι σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αλλά στην επαναγορά μετοχών και την απόκτηση άλλων στοιχείων ενεργητικού. Αποτέλεσμα ήταν η μετά το 2008 οικονομία να χαρακτηρίζεται από αποταμιεύσεις σταθερά μεγαλύτερες των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικά αγαθά. Δεδομένου ότι οι αποταμιεύσεις αποτελούν την προσφορά χρήματος και οι επενδύσεις τη ζήτηση, το μόνιμο πλεόνασμα προσφοράς χρήματος εξηγεί τα μονίμως χαμηλά, ή αρνητικά, επιτόκια. Εξηγεί επίσης την τάση συμπίεσης του μέσου εισοδήματος, εν μέσω ανοδικών τιμών των στοιχείων ενεργητικού, με αποτέλεσμα την αβάσταχτη ανισότητα και τους πολιτικούς θριάμβους του ξενοφοβικού εθνικισμού.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η αύξηση της ρευστότητας μετά το 2008 απέτυχε να εξισορροπήσει τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις σε παγκόσμια κλίμακα, έτσι και η όποια ανανεωμένη νομισματική «ελάφρυνση» για την αντιμετώπιση των παρενεγειών του Covid-19 θα αποτύχει να επαναφέρει την παγκόσμια οικονομία στην προ-Φεβρουαρίου κατάσταση. Φυσικά, όπως συνέβη και το 2008, οι κερδοσκόποι θα θησαυρίσουν και οι εθνικιστικές δυνάμεις θα απομυζήσουν, όσο μπορούν, τη συνεπαγόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Πηγή: theguardian.com / mera25.gr
Η Γουόλ Στριτ ενδέχεται να επανέλθει πριν την υποχώρηση του κορωναϊού – όμως η παγκόσμια οικονομία δεν θα είναι η ίδια.
Ο εθνικισμός και η κερδοσκοπία σπάνια είχαν στο παρελθόν μία καλύτερη ευκαιρία να ενώσουν τις δυνάμεις τους από αυτήν που τους προσφέρεται σήμερα, υπό τη σκέπη του Covid-19, γνωστού και ως κορωναϊού..
Όταν ο Covid-19 ξεπήδησε από την Κίνα στην Ιταλία, ακόμα και ένθερμοι ευρωπαϊστές, συνήθως τασσόμενοι υπέρ των ανοικτών συνόρων, ένωσαν τις φωνές τους με τα εκκωφαντικά καλέσματα για κατάργηση της ελεύθερης κυκλοφορίας κατά μήκος των εθνικών συνόρων της Ευρώπης – ένα πάγιο αίτημα των εθνικιστών. Παράλληλα, οι επενδυτές που κερδοσκοπούν επί του δημόσιου χρέους πραγματοποιούν μία κλασική στροφή από τα ιταλικά στα γερμανικά κρατικά ομόλογα, αναζητώντας τη χρηματοπιστωτική ασφάλεια που μόνον ο ηγεμόνας της Ευρώπης μπορεί να προσφέρει σε καιρό κρίσης. Ως εάν σε μια απόπειρα να μάς υπενθυμίσει τη μεγάλη αντίφαση της εποχής μας, ο Covid-19 διατρανώνει την ελευθερία του χρήματος να περιφέρεται σε ένα άνευ συνόρων χρηματοπιστωτικό σύμπαν, την ίδια ώρα που οι άνθρωποι παραμένουν πιο περιχαρακωμένοι από ποτέ.
Εντωμεταξύ στις ΗΠΑ, ο Πρόεδρος Τραμπ συνδυάζει το πάγιο κάλεσμά του για ψηλότερα τείχη με μία νέα οδηγία προς τους επενδυτές να «προλάβουν το κελεπούρι» στη Γουόλ Στριτ, παρά να ακολουθήσουν το φυσικό τους ένστικτο, αναζητώντας καταφύγιο σε βαρετές, μα ασφαλείς, αγορές ομολόγων. Πολλά θα εξαρτηθούν από το αν οι επενδυτές θα πιστέψουν ή όχι τον κ. Τραμπ, κι όχι απλώς από το ότι διανύουμε εκλογικό έτος.
Εάν οι κερδοσκόποι τελικά πιστέψουν τον αμερικανό πρόεδρο, η Γουόλ Στριτ θα ανακάμψει σύντομα, ακόμα και πριν την υποχώρηση της επιδημίας. Οι δυνάμεις της ξενοφοβικής χρηματιστικοποίησης θα έχουν τότε θριαμβεύσει και οι προοδευτικοί της Αμερικής θα κληθούν να δώσουν έναν επίπονο αγώνα σε κάθε πολιτικό μέτωπο. Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι κυβερνώσες ελίτ θα πάρουν μια ανάσα ανακούφισης επειδή αποφεύχθηκε μια νέα ύφεση, και θα επιστρέψουν στην κατά το δυνατόν καλύτερη διαχείριση της πρόσφατης οικονομικής στασιμότητας, αυτήν τη φορά με μια μεγάλη δόση πρόσθετης, χάρη στον κορωναϊό, ξενοφοβίας.
Θα ακολουθήσει η Γουόλ Στριτ τη συμβουλή του κ. Τραμπ να «προλάβει το κελεπούρι»; Προς το παρόν, οι μεγάλοι παίκτες είναι διχασμένοι. Η πτώση στο χρηματιστήριο δεν τους ανησυχεί καθ’ εαυτήν. Η ανησυχία τους έγκειται στο γεγονός ότι η πρόσφατη καλπάζουσα αγορά τροφοδοτείτο από αυξανόμενα ύποπτο χρέος και ότι ο Covid-19 ενδεχομένως τρύπησε μία φούσκα που θα έσκαγε ούτως ή άλλως.
Παρομοίως στην Ευρώπη, το πιο τρομακτικό φάντασμα που πλανιέται πάνω από τα κεφάλια των επενδυτών είναι το ενδεχόμενο οι μεγάλες επιχειρήσεις, βασιζόμενες επί μακρόν στο δωρεάν χρήμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, να υποβαθμιστούν από επενδυτικές σε επισφαλείς – ιδίως σε μια συγκυρία στάσιμης εγχώριας ζήτησης και με διαλυμένη την αγορά εισαγωγών της Κίνας.
Αντιγράφοντας τις τακτικές αντιμετώπισης του κραχ του 2008, καθώς και της κρίσης της Ευρωζώνης που ακολούθησε, οι γεμάτοι αυτοπεποίθηση κερδοσκόποι προσδοκούν από τις κεντρικές τους τράπεζες, κυρίως την Fed και την ΕΚΤ, να κάνουν και πάλι «ό,τι χρειαστεί» για να αναθερμάνουν τις φθίνουσες περιουσίες τους. Δύο ερωτήματα τους κρατούν ξύπνιους τη νύχτα: θα συμμορφωθούν οι κεντρικές τράπεζες; Κι αν ναι, θα είναι αυτό αρκετό;
Το πρώτο ερώτημα είναι εύκολο ν’ απαντηθεί: οι κυβερνήσεις εκατέρωθεν του Ατλαντικού είναι ανήμπορες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού βρίσκεται ήδη σε ιστορικό υψηλό, ιδιαίτερα στο πλαίσιο μιας σφιχτής αγοράς εργασίας, ενώ η Ευρωζώνη παραμένει στον ζουρλομανδύα του δημοσιονομικού της συμφώνου. Κατά συνέπεια, οι κεντρικές τράπεζες θα αναγκαστούν, είτε τους αρέσει είτε όχι, να τεθούν ενώπιον των ευθυνών τους. Έχουμε ήδη ακούσει εξαγγελίες για χαμηλότερα επιτόκια, ακόμα και για ιαπωνικού στυλ ημι-άμεση απόκτηση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους από μέρους των νομισματικών αρχών.
Θα αρκέσει όμως οι κεντρικές τράπεζες να ρίξουν κι άλλο χρήμα στις ήδη προσβεβλημένες με Covid-19 χρηματαγορές; Θα επιστρέψει η οικονομία στα επίπεδα που βρισκόταν πριν από έναν μήνα εάν διοχετευθεί απλώς αρκετή ρευστότητα στο σύστημα; Ή, μήπως, θα πάρει τη μορφή ενός τρύπιου λάστιχου που απαιτεί αυξανόμενη πλήρωση με αέρα για να παραμείνει φουσκωμένο; Επίσης, θα καταφέρει άραγε το νέο τείχος δημόσιου χρήματος να απωθήσει το τείχος της ξενοφοβίας; Η λυπηρή απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι ενδεικτική και των απαντήσεων στα οικονομικά ζητήματα.
Όταν κλείνει μια συνοριογραμμή, δεν ξανανοίγει εύκολα, ακόμα κι αν οι συνθήκες που προκάλεσαν το κλείσιμο έχουν αντιμετωπιστεί. Αυτό αποτελεί ένα ασφαλές συμπέρασμα των πρόσφατων εμπειριών της Ευρώπης. Πάρτε, για παράδειγμα, την Αυστρία, η οποία έκλεισε τα σύνορά της με την Ιταλία κατόπιν της αύξησης των προσφυγικών αφίξεων το καλοκαίρι του 2015. Για κάνα δυο χρόνια αφότου αυτό το προσφυγικό κύμα είχε εξασθενίσει, τα σύνορα παρέμειναν κλειστά. Αντίστοιχα, το ίδιο συνέβη με τα σύνορα στα Δυτικά Βαλκάνια. Γιατί συνδέεται αυτό με το ερώτημα εάν αυξημένη ρευστότητα από μεριάς των κεντρικών τραπεζών θα κατευνάσει τις συνέπειες του Covid-19 στην οικονομία; Προκειμένου να απαντήσουμε, χρειάζεται να θυμηθούμε τι συνέβη μετά το κραχ του 2008.
Δύο ήταν οι αποκρίσεις στην κρίση του 2008 που έσωσαν τον καπιταλισμό από την ολική κατάρρευση: η τεράστια ένεση ρευστότητας στην οικονομία από τις κεντρικές τράπεζες, πρωτίστως τη Fed· και η στάση της Κίνας, της οποίας η κυβέρνηση ανέλαβε να οικοδομήσει τη μεγαλύτερη φούσκα ιδιωτικού χρέους στην Ιστορία προκειμένου να αντικαταστήσει τη χαμένη ζήτηση εξαγωγών με μία πρωτοφανή σε μέγεθος τόνωση των επενδύσεων. Η παρέμβαση της Fed και της Κίνας πέτυχαν την αναθέρμανση της παγκόσμιας οικονομίας, οδηγώντας παράλληλα τα χρηματιστήρια στο μονοπάτι της μακροβιότερης αλματώδους ανάπτυξής τους. Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος δεν ήταν ο ίδιος με εκείνον πριν το 2008.
Πριν το 2008, η Γουόλ Στριτ έπαιζε έναν καθοριστικό ρόλο στην ανακύκλωση μη αμερικανικών πλεονασμάτων που αποτελούσαν αντίκτυπο των αμερικανικών ελλειμμάτων στην παγκόσμια επενδυτική χρηματοδότηση. Μετά το 2008, η αναζωογονημένη πια Γουόλ Στριτ δεν μπορούσε να επιτελέσει αυτήν τη λειτουργία, διοχετεύοντας μεγάλο μέρος της πλεονάζουσας ρευστότητας όχι σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αλλά στην επαναγορά μετοχών και την απόκτηση άλλων στοιχείων ενεργητικού. Αποτέλεσμα ήταν η μετά το 2008 οικονομία να χαρακτηρίζεται από αποταμιεύσεις σταθερά μεγαλύτερες των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικά αγαθά. Δεδομένου ότι οι αποταμιεύσεις αποτελούν την προσφορά χρήματος και οι επενδύσεις τη ζήτηση, το μόνιμο πλεόνασμα προσφοράς χρήματος εξηγεί τα μονίμως χαμηλά, ή αρνητικά, επιτόκια. Εξηγεί επίσης την τάση συμπίεσης του μέσου εισοδήματος, εν μέσω ανοδικών τιμών των στοιχείων ενεργητικού, με αποτέλεσμα την αβάσταχτη ανισότητα και τους πολιτικούς θριάμβους του ξενοφοβικού εθνικισμού.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η αύξηση της ρευστότητας μετά το 2008 απέτυχε να εξισορροπήσει τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις σε παγκόσμια κλίμακα, έτσι και η όποια ανανεωμένη νομισματική «ελάφρυνση» για την αντιμετώπιση των παρενεγειών του Covid-19 θα αποτύχει να επαναφέρει την παγκόσμια οικονομία στην προ-Φεβρουαρίου κατάσταση. Φυσικά, όπως συνέβη και το 2008, οι κερδοσκόποι θα θησαυρίσουν και οι εθνικιστικές δυνάμεις θα απομυζήσουν, όσο μπορούν, τη συνεπαγόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια.