του Χρήστου Ξανθάκη
Μια φωτογραφία και μια ανακοίνωση ήταν που με τάραξαν χθες, εκεί που καθόμουνα στ’ αυγουλάκια μου εν μέσω καραντίνας. Σκυμμένος πάνω απ’ το κομπιούτερ ήμουν, σκάλιζα τις ιστοσελίδες για να βρω υλικό να σχολιάσω στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να πουλήσω μούρη. Όπως όλοι και όλες βέβαια, εκτός από τη γιαγιά που έχει ξεμείνει στο μπαλκόνι από την Κυριακή το..
βράδυ κι ακόμη χειροκροτάει το νοσηλευτικό προσωπικό…
Στο ψητό όμως! Η φωτογραφία αφορούσε στο Μιλάνο κι έδειχνε δύο ένοπλους μπροστά απ’ το Ντουόμο. Δυο ένστολους ένοπλους για να είμαι πιο ακριβής ή αν θέλετε να το πω αλλιώς δυο φαντάρια φουλ οπλισμένα με κάτι πολυβόλα θηρία, ανάμεσα στα G3 που μεγάλωσαν γενιές και γενιές και στα Καλάσνικωφ που θέρισαν κόσμο και κοσμάκη. Θα το επαναλάβω, για όσους και όσες διαβάζουν βιαστικά και το προσπέρασαν:
Στρατά με όπλα στο κέντρο του Μιλάνου!
Και αυτή είναι μια εικόνα που εμένα μου σηκώνει την τρίχα και με κάνει να αισθάνομαι όχι θωρακισμένος αλλά τεθωρακισμένος που είπε κι ένας φίλος με ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ. Να βλέπω τα κομάντα φουλ εξοπλισμένα να κάνουν ποια ακριβώς δουλειά που δεν την μπορούν να την κάνουν οι απλοί χωροφύλακες; Να τα βλέπει ο κόσμος και να κλάνει μέντες, να τα αντικρίζει ο ιός και να τα κάνει επάνω του ή για να διαμορφώνεται ψυχολογία ότι δεν είναι πια και τόσο κακό πράγμα να κατεβαίνουν τα φαντάρια και οι πεζοναύτες και τα βατράχια για μια βολτίτσα στο άστυ; Ρωτάω, γιατί είμαι από χωριό κι εμείς τα γκαφάλια βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα…
Βλέποντας λοιπόν αυτή τη φωτογραφία, κάπου εκεί την ίδια ώρα, λίγο πιο μετά, έμαθα ότι πέθανε ο μπαμπάς του Αστερίξ και του Οβελίξ (μαζί με τον εξίσου κορυφαίο σεναριογράφο Ρενέ Γκοσινύ), ένας γίγαντας του σκίτσου και των παραφυάδων του, ο Αλμπερ Ουντερζό. Στα 92 του, στον ύπνο του, από καρδιά, καμία σχέση με τον κορωνοϊό. Και θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία όταν διαβάζαμε τις περιπέτειες του ατρόμητου Γαλάτη πρώτα στο περιοδικό «Αστερίξ», σε συνέχειες, και ύστερα σε αυτοτελείς τόμους, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Και συνεχίσαμε να τον διαβάζουμε βεβαίως ανά τα έτη, όλα τα άλμπουμ τα έχω και στις παλιές εκδόσεις με «καρφίτσα» και στις καινούριες με «ράχη», στη βιβιλιοθήκη μου είναι και συχνά πυκνά με συνοδεύουν στο κρεβάτι για μια απολαυστική επανάληψη.
Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι μαζί με τον Ουντερζό μοιάζει να χάνεται εκείνο το πνεύμα εξερεύνησης της γηραιάς ηπείρου, που χαρακτήριζε τις δεκαετίες μετά απ’ τον πόλεμο. Όταν με διεισδυτική ματιά και αιχμηρή σάτιρα οι δύο γονείς των Αστερίξ και Οβελίξ, μας γνώριζαν τους κοντινούς και μακρινούς γείτονές μας. Χωρίς σκατίλα όμως, χωρίς πικρία ή ρατσισμό, μόνο με κλείσιμο ματιού και γλυκιά ειρωνεία που μπορούσαν να τη δεχθούν και οι απανταχού θιγόμενοι. Οι Έλληνες, ας πούμε, που τους πήρε κι αυτούς η μπάλα στον «Αστερίξ Ολυμπιονίκη». Το φάγαμε το δούλεμα, αλλά ήταν τόσο ευγενές που στο τέλος χειροκροτήσαμε κιόλας. Σαν τη γιαγιά στο μπαλκόνι…
Άλλες εποχές εκείνες. Σήμερα κλείνουν τα σύνορα στην Ευρώπη και μπλοκάρουν οι μετακινήσεις. Και τα φαντάρια κόβουν βόλτα στο Ντουόμο αρματωμένα σαν αστακοί. Συγχωρείστε μου, παρακαλώ, την ποιητική διάθεση, αλλά δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τον «Τρελό Λαγό» του Μίλτου Σαχτούρη. Τους τελευταίους στίχους:
Bούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr
Μια φωτογραφία και μια ανακοίνωση ήταν που με τάραξαν χθες, εκεί που καθόμουνα στ’ αυγουλάκια μου εν μέσω καραντίνας. Σκυμμένος πάνω απ’ το κομπιούτερ ήμουν, σκάλιζα τις ιστοσελίδες για να βρω υλικό να σχολιάσω στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να πουλήσω μούρη. Όπως όλοι και όλες βέβαια, εκτός από τη γιαγιά που έχει ξεμείνει στο μπαλκόνι από την Κυριακή το..
βράδυ κι ακόμη χειροκροτάει το νοσηλευτικό προσωπικό…
Στο ψητό όμως! Η φωτογραφία αφορούσε στο Μιλάνο κι έδειχνε δύο ένοπλους μπροστά απ’ το Ντουόμο. Δυο ένστολους ένοπλους για να είμαι πιο ακριβής ή αν θέλετε να το πω αλλιώς δυο φαντάρια φουλ οπλισμένα με κάτι πολυβόλα θηρία, ανάμεσα στα G3 που μεγάλωσαν γενιές και γενιές και στα Καλάσνικωφ που θέρισαν κόσμο και κοσμάκη. Θα το επαναλάβω, για όσους και όσες διαβάζουν βιαστικά και το προσπέρασαν:
Στρατά με όπλα στο κέντρο του Μιλάνου!
Και αυτή είναι μια εικόνα που εμένα μου σηκώνει την τρίχα και με κάνει να αισθάνομαι όχι θωρακισμένος αλλά τεθωρακισμένος που είπε κι ένας φίλος με ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ. Να βλέπω τα κομάντα φουλ εξοπλισμένα να κάνουν ποια ακριβώς δουλειά που δεν την μπορούν να την κάνουν οι απλοί χωροφύλακες; Να τα βλέπει ο κόσμος και να κλάνει μέντες, να τα αντικρίζει ο ιός και να τα κάνει επάνω του ή για να διαμορφώνεται ψυχολογία ότι δεν είναι πια και τόσο κακό πράγμα να κατεβαίνουν τα φαντάρια και οι πεζοναύτες και τα βατράχια για μια βολτίτσα στο άστυ; Ρωτάω, γιατί είμαι από χωριό κι εμείς τα γκαφάλια βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα…
Βλέποντας λοιπόν αυτή τη φωτογραφία, κάπου εκεί την ίδια ώρα, λίγο πιο μετά, έμαθα ότι πέθανε ο μπαμπάς του Αστερίξ και του Οβελίξ (μαζί με τον εξίσου κορυφαίο σεναριογράφο Ρενέ Γκοσινύ), ένας γίγαντας του σκίτσου και των παραφυάδων του, ο Αλμπερ Ουντερζό. Στα 92 του, στον ύπνο του, από καρδιά, καμία σχέση με τον κορωνοϊό. Και θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία όταν διαβάζαμε τις περιπέτειες του ατρόμητου Γαλάτη πρώτα στο περιοδικό «Αστερίξ», σε συνέχειες, και ύστερα σε αυτοτελείς τόμους, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα. Και συνεχίσαμε να τον διαβάζουμε βεβαίως ανά τα έτη, όλα τα άλμπουμ τα έχω και στις παλιές εκδόσεις με «καρφίτσα» και στις καινούριες με «ράχη», στη βιβιλιοθήκη μου είναι και συχνά πυκνά με συνοδεύουν στο κρεβάτι για μια απολαυστική επανάληψη.
Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι μαζί με τον Ουντερζό μοιάζει να χάνεται εκείνο το πνεύμα εξερεύνησης της γηραιάς ηπείρου, που χαρακτήριζε τις δεκαετίες μετά απ’ τον πόλεμο. Όταν με διεισδυτική ματιά και αιχμηρή σάτιρα οι δύο γονείς των Αστερίξ και Οβελίξ, μας γνώριζαν τους κοντινούς και μακρινούς γείτονές μας. Χωρίς σκατίλα όμως, χωρίς πικρία ή ρατσισμό, μόνο με κλείσιμο ματιού και γλυκιά ειρωνεία που μπορούσαν να τη δεχθούν και οι απανταχού θιγόμενοι. Οι Έλληνες, ας πούμε, που τους πήρε κι αυτούς η μπάλα στον «Αστερίξ Ολυμπιονίκη». Το φάγαμε το δούλεμα, αλλά ήταν τόσο ευγενές που στο τέλος χειροκροτήσαμε κιόλας. Σαν τη γιαγιά στο μπαλκόνι…
Άλλες εποχές εκείνες. Σήμερα κλείνουν τα σύνορα στην Ευρώπη και μπλοκάρουν οι μετακινήσεις. Και τα φαντάρια κόβουν βόλτα στο Ντουόμο αρματωμένα σαν αστακοί. Συγχωρείστε μου, παρακαλώ, την ποιητική διάθεση, αλλά δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τον «Τρελό Λαγό» του Μίλτου Σαχτούρη. Τους τελευταίους στίχους:
Bούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr