Ολίγες σκέψεις για τον μεγάλο νικητή των Όσκαρ
του Χρήστου Ξανθάκη
του Χρήστου Ξανθάκη
Ξέρεις κάτι φίλε; Πολύ θα μ’ άρεσε να είχε επιστρέψει το Χόλυγουντ σ’ εκείνες τις παράξενες μέρες της δεκαετίας του εβδομήντα,
των αρχών της δεκαετίας του εβδομήντα συγκεκριμένα, τότε που είχε
αποκτήσει κοινωνική συνείδηση και ξεφούρνιζε τη μία μετά απ’ την άλλη
τις ταινίες με μηνύματα. Με ζόφο, με πόνο, με βάθος, με λύσσα αν
προτιμάτε, κόντρα σε όσους..
υποτιμούσαν και υποβάθμιζαν τα ανθρωπάκια του ντουνιά. Ναι θα μ’ άρεσε, γιατί από σάρκα και οστά είμαι φτιαγμένος κι εγώ κι έχω ανάγκη να πιστέψω ένα παραμύθι για να κοιμηθώ το βράδυ. Αλλά στο ΕλΕη δεν πουλάνε πια νεραϊδόσκονη…
Οπότε, δεν θα μπορούσα να χάψω την ανταρσία του Τζόκερ που ήταν τελικά ένα φιλμ μάλλον καθησυχαστικό παρά επαναστατικό (δηλαδή ΠΑΣΟΚ!) και ούτε την εξέγερση των «Παρασίτων» θα μπορούσα να καταπιώ. Όσο κι αν ο σκηνοθέτης προσπαθεί πολύ σκληρά να επιδείξει πνεύμα συμπαθείας απέναντι στους λούμπεν προλετάριους που πρωταγωνιστούν στο έργο του και όσο και αν υπονομεύει τις ηθικές αξίες των πλουσίων εργοδοτών τους. Στο τέλος ωστόσο, η ταινία του δεν είναι τίποτα από ένας ακόμη ύμνος στην αξία της οικογένειας. Και γι’ αυτό συγκίνησε τόσο πολύ τους Αμερικάνους, που όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες δεκαετίες, όσες οικονομικές καταστροφές και Ντόναλντ Τραμπ με λένε, αυτή θα έχουν κορώνα στο κεφάλι τους, τη φαμίλια!
Φυσικά η ταινία είναι μαεστρικά φτιαγμένη, επ’ αυτού ουδείς ψόγος. Είναι επίσης μια ταινία του εικοστού πρώτου αιώνα, στη βάση ότι ο σκηνοθέτης μας τρολάρει διαρκώς και μας τρολάρει αδυσώπητα. Εκεί που νομίζει κανείς ότι έχει πιάσει το νήμα και το νόημα, ρίχνει μια μπαλιά φαλτσαριστή και σε αφήνει ν’ αναρωτιέσαι τι ακριβώς ήταν αυτό που μόλις πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια σου. Μεγάλη γαρ σχολή ο Κορεατικός κινηματογράφος και ο Μπονγκ Τζουν Χο δεν αφήνει τίποτε να πέσει κάτω. Και μαύρη κωμωδία αναμειγνύει και κοινωνικό σχόλιο και ζόρικο σπλάτερ και τηλεοπτικό μελό και όλα κομπλέ.
Καταφέρνοντας να μην του προκύψει τουρλουμπούκι, αλλά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και εύγεστη σαλάτα. Στο τέλος όμως, όταν πρέπει επιτέλους να πάρει σαφή θέση και να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει ο σκηνοθέτης παραείναι έξυπνος. Ή απλώς υποκύπτει στις ντιρεκτίβες του Χόλυγουντ, που θέλουν την οικογένεια υπεράνω όλων…
Δεν τα πήραν πάντως άδικα τα Όσκαρ τα «Παράσιτα», ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι απέναντί τους είχαν μια ταινία ύμνο στον βρετανικό μιλιταρισμό («1917», για σένα λέω) και ότι για να βραβευτούν ο Ταραντίνο με τον Σκορτσέζε πρέπει να βγάλει ο ήλιος κέρατα. Ακόμη και ως εμπορική πολιτική να το δεις, ότι δηλαδή το Χόλυγουντ γίνεται παγκόσμιο μαγαζί και ανοίγεται σε ξένες κουλτούρες και συνήθειες, επιδεικνύει μια κάποια σοφία εκ μέρους της Ακαδημίας. Αρκεί, βέβαια, να μην υπερβαίνουμε τα εσκαμμένα, πράγμα που ποτέ δεν έπραξε μέσα στον κονφορμισμό της το φιλμ του Μπονγκ Τζουν Χο.
Συμβαίνουν αυτά στο σινεμά και ως συνήθως τα είχε πει πολύ νωρίτερα ο Παζολίνι, όπως έχει πει τα πάντα πολύ νωρίτερα αυτό το άξιο τέκνο του μπελ παέζε. Δια του λόγου το αληθές, παραθέτω εδώ τους τελευταίους στίχους από το σπαρακτικό ποίημά του «Η μανία για λεφτά του ρωμάνικου λούμπεν προλεταριάτου»:
Ο κυριλές και ο λούμπεν προλετάριος
στην ίδια ιεραρχία των αισθημάτων
και οι δυο έξω απ’ την ιστορία
σ’ έναν κόσμο αδιέξοδο
πλην του σεξ και της καρδιάς
δίχως κανένα βάθος, εκτός απ’ τις αισθήσεις
όπου η απόλαυση είναι απόλαυση
κι ο πόνος είναι πόνος
υποτιμούσαν και υποβάθμιζαν τα ανθρωπάκια του ντουνιά. Ναι θα μ’ άρεσε, γιατί από σάρκα και οστά είμαι φτιαγμένος κι εγώ κι έχω ανάγκη να πιστέψω ένα παραμύθι για να κοιμηθώ το βράδυ. Αλλά στο ΕλΕη δεν πουλάνε πια νεραϊδόσκονη…
Οπότε, δεν θα μπορούσα να χάψω την ανταρσία του Τζόκερ που ήταν τελικά ένα φιλμ μάλλον καθησυχαστικό παρά επαναστατικό (δηλαδή ΠΑΣΟΚ!) και ούτε την εξέγερση των «Παρασίτων» θα μπορούσα να καταπιώ. Όσο κι αν ο σκηνοθέτης προσπαθεί πολύ σκληρά να επιδείξει πνεύμα συμπαθείας απέναντι στους λούμπεν προλετάριους που πρωταγωνιστούν στο έργο του και όσο και αν υπονομεύει τις ηθικές αξίες των πλουσίων εργοδοτών τους. Στο τέλος ωστόσο, η ταινία του δεν είναι τίποτα από ένας ακόμη ύμνος στην αξία της οικογένειας. Και γι’ αυτό συγκίνησε τόσο πολύ τους Αμερικάνους, που όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες δεκαετίες, όσες οικονομικές καταστροφές και Ντόναλντ Τραμπ με λένε, αυτή θα έχουν κορώνα στο κεφάλι τους, τη φαμίλια!
Φυσικά η ταινία είναι μαεστρικά φτιαγμένη, επ’ αυτού ουδείς ψόγος. Είναι επίσης μια ταινία του εικοστού πρώτου αιώνα, στη βάση ότι ο σκηνοθέτης μας τρολάρει διαρκώς και μας τρολάρει αδυσώπητα. Εκεί που νομίζει κανείς ότι έχει πιάσει το νήμα και το νόημα, ρίχνει μια μπαλιά φαλτσαριστή και σε αφήνει ν’ αναρωτιέσαι τι ακριβώς ήταν αυτό που μόλις πέρασε μπροστά απ’ τα μάτια σου. Μεγάλη γαρ σχολή ο Κορεατικός κινηματογράφος και ο Μπονγκ Τζουν Χο δεν αφήνει τίποτε να πέσει κάτω. Και μαύρη κωμωδία αναμειγνύει και κοινωνικό σχόλιο και ζόρικο σπλάτερ και τηλεοπτικό μελό και όλα κομπλέ.
Καταφέρνοντας να μην του προκύψει τουρλουμπούκι, αλλά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και εύγεστη σαλάτα. Στο τέλος όμως, όταν πρέπει επιτέλους να πάρει σαφή θέση και να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει ο σκηνοθέτης παραείναι έξυπνος. Ή απλώς υποκύπτει στις ντιρεκτίβες του Χόλυγουντ, που θέλουν την οικογένεια υπεράνω όλων…
Δεν τα πήραν πάντως άδικα τα Όσκαρ τα «Παράσιτα», ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι απέναντί τους είχαν μια ταινία ύμνο στον βρετανικό μιλιταρισμό («1917», για σένα λέω) και ότι για να βραβευτούν ο Ταραντίνο με τον Σκορτσέζε πρέπει να βγάλει ο ήλιος κέρατα. Ακόμη και ως εμπορική πολιτική να το δεις, ότι δηλαδή το Χόλυγουντ γίνεται παγκόσμιο μαγαζί και ανοίγεται σε ξένες κουλτούρες και συνήθειες, επιδεικνύει μια κάποια σοφία εκ μέρους της Ακαδημίας. Αρκεί, βέβαια, να μην υπερβαίνουμε τα εσκαμμένα, πράγμα που ποτέ δεν έπραξε μέσα στον κονφορμισμό της το φιλμ του Μπονγκ Τζουν Χο.
Συμβαίνουν αυτά στο σινεμά και ως συνήθως τα είχε πει πολύ νωρίτερα ο Παζολίνι, όπως έχει πει τα πάντα πολύ νωρίτερα αυτό το άξιο τέκνο του μπελ παέζε. Δια του λόγου το αληθές, παραθέτω εδώ τους τελευταίους στίχους από το σπαρακτικό ποίημά του «Η μανία για λεφτά του ρωμάνικου λούμπεν προλεταριάτου»:
Ο κυριλές και ο λούμπεν προλετάριος
στην ίδια ιεραρχία των αισθημάτων
και οι δυο έξω απ’ την ιστορία
σ’ έναν κόσμο αδιέξοδο
πλην του σεξ και της καρδιάς
δίχως κανένα βάθος, εκτός απ’ τις αισθήσεις
όπου η απόλαυση είναι απόλαυση
κι ο πόνος είναι πόνος
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr