του Κύρκου Δοξιάδη*
Ο νεολογισμός «μιντιοκρατία» στα ελληνικά σημαίνει «κυριαρχία των μίντια», δηλαδή «κυριαρχία των μέσων (επικοινωνίας)». Αποτελεί «ειρωνεία της γλώσσας» ότι ο αντίστοιχος αγγλικός όρος «mediocracy» σημαίνει «κυριαρχία των μετρίων» - περίπου το αντίθετο της «αξιοκρατίας». Αλλά ας το αφήσουμε αυτό κατά μέρος – άλλωστε από αριστερή σκοπιά..
η διάκριση μεταξύ «μετριότητας» και «αξιοσύνης», χωρίς να απορρίπτεται εκ των προτέρων, πάντως είναι πολύ συζητήσιμη, τουλάχιστον ως προς την ιδεολογική της λειτουργία.
Χωρίς βέβαια να έχουν απολέσει την ισχύ τους οι μεγάλες εκδοτικές και ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις, την εποχή του διαδικτύου και των «μέσων κοινωνικής δικτύωσης» η μιντιοκρατία έχει υποστεί κάποιες σημαντικές αλλαγές, κυρίως από τον «ηλεκτρονικό πλουραλισμό». Από το «ολιγοπωλιακό» καθεστώς που επικρατούσε στη μαζική επικοινωνία κατά την προ-διαδικτυακή εποχή, έχουμε περάσει σε μια κατάσταση όπου οι «πομποί» της πληροφορίας είναι τόσο πολλοί που –σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον– είναι από δύσκολο έως αδύνατο να ελεγχθούν από κάποια λίγα ισχυρά επικοινωνιακά κέντρα. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε να μιλάμε για αληθινή «ηλεκτρονική δημοκρατία» – και όχι μόνον εξαιτίας των μεγάλων εταιρειών που ελέγχουν το διαδίκτυο από πλευράς τεχνικο-οικονομικής.
Ο διαδικτυακός λόγος ακολουθεί τους δικούς του κανόνες. Ας πούμε ότι πρόκειται περισσότερο για «παραγωγικούς» και όχι τόσο «απαγορευτικούς» κανόνες. Πράγμα που σημαίνει μεταξύ άλλων ότι δεν τους τηρούν όλοι/ες όσοι/ες γράφουν σε διαδικτυακά μέσα αλλά κυρίως όσοι/ες βολεύονται από δαύτους. Ισως ο πιο σημαντικός εξ αυτών θα μπορούσε να ονομαστεί «κανόνας της γραπτής προφορικότητας».
Η «πολυφωνία» που παρέχουν τα διαδικτυακά μέσα είναι σχεδόν κυριολεκτική. Η ευκολία με την οποία ο χρήστης των μέσων μπορεί να μεταβαίνει από τη μια ιστοσελίδα στην άλλη ή και να βλέπει πολλαχόθεν προερχόμενα σχόλια στην ίδια ιστοσελίδα θυμίζει κατάσταση καφενείου όπου μιλάνε όλοι ταυτόχρονα. Ποιος θα «ακουστεί» πιο πολύ; Μα αυτός που «φωνάζει πιο δυνατά». Που σημαίνει, στον γραπτό λόγο του διαδικτύου, δύο κυρίως πράγματα: εντυπωσιασμός και προσωποποίηση
Η λυσσώδης ανταγωνιστική λογική των κραυγαλέων πρωτοσέλιδων τίτλων που προσπαθούν από τα μανταλάκια στα περίπτερα να τραβήξουν την προσοχή των διερχομένων διατρέχει πλέον ολόκληρα τα κείμενα «πολιτικού σχολιασμού» στον ηλεκτρονικό Τύπο. Το δημοφιλέστατο στις μέρες μας «σπορ» της «δολοφονίας χαρακτήρων» γίνεται κατανοητό ακριβώς μέσα στο πλαίσιο που υπαγορεύει ο κανόνας της προσωποποίησης και του εντυπωσιασμού.
Πριν από μερικούς μήνες άκουσα το εξής «ωραίο» από ταξιτζή: «Καλά τα πάει ο ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί να φύγει ο Σκουρλέτης». Ηταν η εποχή που το συγκεκριμένο στέλεχος της Αριστεράς είχε αρχίσει να στοχοποιείται από τους γνωστούς διαδικτυακούς –και όχι μόνο– αντι-ΣΥΡΙΖΑ «φίλους» του ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά καιρούς στοχοποιούνται διάφορες προσωπικότητες της Αριστεράς – Ευκλείδης Τσακαλώτος, Νίκος Φίλης... Ο Πάνος Σκουρλέτης όμως κατέχει ένα επιπλέον «προσόν» που τον καθιστά ιδιαίτερα προσφιλή ως στόχο. Είναι ο εκλεγμένος γραμματέας της εκλεγμένης Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ. Η λειτουργία του ονόματός του καταλαμβάνει επομένως κομβική θέση ως προς το κεντρικό προπαγανδιστικό δίπολο των «φιλο-τσιπρικών» σχολιογράφων: Από τη μια ο «καλός Τσίπρας» και από την άλλη ο «κακός ΣΥΡΙΖΑ του 4%» (που επιμένει να εκλέγει τα όργανά του και τα ηγετικά του στελέχη), δηλαδή... ο «κακός Σκουρλέτης».
Κατά την άποψή μου, η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ έπραξε άριστα που στην ανακοίνωσή της την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκε και σε αυτό το θέμα (των επιθέσεων σε κορυφαία στελέχη). Ασχετο αν ορισμένοι φαίνεται πως... το πήραν επάνω τους που ασχολήθηκε μαζί τους κοτζάμ Πολιτική Γραμματεία (έστω χωρίς να τους κατονομάζει) ή αν κάποιοι άλλοι άρχισαν να μιλάνε για... λογοκρισία. Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη στοιχειώδη και αυτονόητη προάσπιση της αξιοπρέπειας κάποιων ατόμων. Είναι ένα βαθύτατα ιδεολογικό και πολιτικό ζήτημα.
Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας κρίνονται ιδιαίτερα ευκολοχώνευτα τα προπαγανδιστικά σχήματα που στηρίζονται στην προσωποποίηση. Η παρουσίαση του όποιου εσωκομματικού διαλόγου ως διαμάχης μεταξύ προσωπικοτήτων ταιριάζει γάντι στη νεοφιλελεύθερη κοσμοαντίληψη που βλέπει τα πάντα με όρους ατομοκεντρικού ανταγωνισμού.
Η ερμηνεία των διαφορετικών τάσεων ως «καπετανάτων» που «ελέγχονται» από ισχυρούς κομματάρχες και των διαφοροποιήσεων μεταξύ απόψεων ή πολιτικών θέσεων ως προσωπικών ανταγωνισμών μεταξύ «αρχηγού» και «δελφίνων» δεν είναι παρά η εφαρμογή της εν λόγω κοσμοαντίληψης στην «ανάλυση» ενός κόμματος της Αριστεράς. Οταν η «ανάλυση» προέρχεται από δεδηλωμένους δεξιούς και νεοφιλελεύθερους αντιπάλους της Αριστεράς, ουδέν πρόβλημα. Οταν όμως συγκροτεί την προσέγγιση κάποιων «φίλων» της Αριστεράς, απλώς αποκαλύπτεται σε τι είδους «Κεντροαριστερά» θέλουν να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο νεολογισμός «μιντιοκρατία» στα ελληνικά σημαίνει «κυριαρχία των μίντια», δηλαδή «κυριαρχία των μέσων (επικοινωνίας)». Αποτελεί «ειρωνεία της γλώσσας» ότι ο αντίστοιχος αγγλικός όρος «mediocracy» σημαίνει «κυριαρχία των μετρίων» - περίπου το αντίθετο της «αξιοκρατίας». Αλλά ας το αφήσουμε αυτό κατά μέρος – άλλωστε από αριστερή σκοπιά..
η διάκριση μεταξύ «μετριότητας» και «αξιοσύνης», χωρίς να απορρίπτεται εκ των προτέρων, πάντως είναι πολύ συζητήσιμη, τουλάχιστον ως προς την ιδεολογική της λειτουργία.
Χωρίς βέβαια να έχουν απολέσει την ισχύ τους οι μεγάλες εκδοτικές και ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις, την εποχή του διαδικτύου και των «μέσων κοινωνικής δικτύωσης» η μιντιοκρατία έχει υποστεί κάποιες σημαντικές αλλαγές, κυρίως από τον «ηλεκτρονικό πλουραλισμό». Από το «ολιγοπωλιακό» καθεστώς που επικρατούσε στη μαζική επικοινωνία κατά την προ-διαδικτυακή εποχή, έχουμε περάσει σε μια κατάσταση όπου οι «πομποί» της πληροφορίας είναι τόσο πολλοί που –σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον– είναι από δύσκολο έως αδύνατο να ελεγχθούν από κάποια λίγα ισχυρά επικοινωνιακά κέντρα. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε να μιλάμε για αληθινή «ηλεκτρονική δημοκρατία» – και όχι μόνον εξαιτίας των μεγάλων εταιρειών που ελέγχουν το διαδίκτυο από πλευράς τεχνικο-οικονομικής.
Ο διαδικτυακός λόγος ακολουθεί τους δικούς του κανόνες. Ας πούμε ότι πρόκειται περισσότερο για «παραγωγικούς» και όχι τόσο «απαγορευτικούς» κανόνες. Πράγμα που σημαίνει μεταξύ άλλων ότι δεν τους τηρούν όλοι/ες όσοι/ες γράφουν σε διαδικτυακά μέσα αλλά κυρίως όσοι/ες βολεύονται από δαύτους. Ισως ο πιο σημαντικός εξ αυτών θα μπορούσε να ονομαστεί «κανόνας της γραπτής προφορικότητας».
Η «πολυφωνία» που παρέχουν τα διαδικτυακά μέσα είναι σχεδόν κυριολεκτική. Η ευκολία με την οποία ο χρήστης των μέσων μπορεί να μεταβαίνει από τη μια ιστοσελίδα στην άλλη ή και να βλέπει πολλαχόθεν προερχόμενα σχόλια στην ίδια ιστοσελίδα θυμίζει κατάσταση καφενείου όπου μιλάνε όλοι ταυτόχρονα. Ποιος θα «ακουστεί» πιο πολύ; Μα αυτός που «φωνάζει πιο δυνατά». Που σημαίνει, στον γραπτό λόγο του διαδικτύου, δύο κυρίως πράγματα: εντυπωσιασμός και προσωποποίηση
Η λυσσώδης ανταγωνιστική λογική των κραυγαλέων πρωτοσέλιδων τίτλων που προσπαθούν από τα μανταλάκια στα περίπτερα να τραβήξουν την προσοχή των διερχομένων διατρέχει πλέον ολόκληρα τα κείμενα «πολιτικού σχολιασμού» στον ηλεκτρονικό Τύπο. Το δημοφιλέστατο στις μέρες μας «σπορ» της «δολοφονίας χαρακτήρων» γίνεται κατανοητό ακριβώς μέσα στο πλαίσιο που υπαγορεύει ο κανόνας της προσωποποίησης και του εντυπωσιασμού.
Πριν από μερικούς μήνες άκουσα το εξής «ωραίο» από ταξιτζή: «Καλά τα πάει ο ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί να φύγει ο Σκουρλέτης». Ηταν η εποχή που το συγκεκριμένο στέλεχος της Αριστεράς είχε αρχίσει να στοχοποιείται από τους γνωστούς διαδικτυακούς –και όχι μόνο– αντι-ΣΥΡΙΖΑ «φίλους» του ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά καιρούς στοχοποιούνται διάφορες προσωπικότητες της Αριστεράς – Ευκλείδης Τσακαλώτος, Νίκος Φίλης... Ο Πάνος Σκουρλέτης όμως κατέχει ένα επιπλέον «προσόν» που τον καθιστά ιδιαίτερα προσφιλή ως στόχο. Είναι ο εκλεγμένος γραμματέας της εκλεγμένης Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ. Η λειτουργία του ονόματός του καταλαμβάνει επομένως κομβική θέση ως προς το κεντρικό προπαγανδιστικό δίπολο των «φιλο-τσιπρικών» σχολιογράφων: Από τη μια ο «καλός Τσίπρας» και από την άλλη ο «κακός ΣΥΡΙΖΑ του 4%» (που επιμένει να εκλέγει τα όργανά του και τα ηγετικά του στελέχη), δηλαδή... ο «κακός Σκουρλέτης».
Κατά την άποψή μου, η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ έπραξε άριστα που στην ανακοίνωσή της την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκε και σε αυτό το θέμα (των επιθέσεων σε κορυφαία στελέχη). Ασχετο αν ορισμένοι φαίνεται πως... το πήραν επάνω τους που ασχολήθηκε μαζί τους κοτζάμ Πολιτική Γραμματεία (έστω χωρίς να τους κατονομάζει) ή αν κάποιοι άλλοι άρχισαν να μιλάνε για... λογοκρισία. Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη στοιχειώδη και αυτονόητη προάσπιση της αξιοπρέπειας κάποιων ατόμων. Είναι ένα βαθύτατα ιδεολογικό και πολιτικό ζήτημα.
Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας κρίνονται ιδιαίτερα ευκολοχώνευτα τα προπαγανδιστικά σχήματα που στηρίζονται στην προσωποποίηση. Η παρουσίαση του όποιου εσωκομματικού διαλόγου ως διαμάχης μεταξύ προσωπικοτήτων ταιριάζει γάντι στη νεοφιλελεύθερη κοσμοαντίληψη που βλέπει τα πάντα με όρους ατομοκεντρικού ανταγωνισμού.
Η ερμηνεία των διαφορετικών τάσεων ως «καπετανάτων» που «ελέγχονται» από ισχυρούς κομματάρχες και των διαφοροποιήσεων μεταξύ απόψεων ή πολιτικών θέσεων ως προσωπικών ανταγωνισμών μεταξύ «αρχηγού» και «δελφίνων» δεν είναι παρά η εφαρμογή της εν λόγω κοσμοαντίληψης στην «ανάλυση» ενός κόμματος της Αριστεράς. Οταν η «ανάλυση» προέρχεται από δεδηλωμένους δεξιούς και νεοφιλελεύθερους αντιπάλους της Αριστεράς, ουδέν πρόβλημα. Οταν όμως συγκροτεί την προσέγγιση κάποιων «φίλων» της Αριστεράς, απλώς αποκαλύπτεται σε τι είδους «Κεντροαριστερά» θέλουν να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
*O Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το άρθρο του είναι από την Εφημερίδα των Συντακτών